Πολιτική

Χρηματιστήριο: Οι 2 όψεις της ελληνικής αγοράς – Ισχυρά ομόλογα, αδύναμες μετοχές

Τα ελληνικά ομόλογα και το Χρηματιστήριο Αθηνών για άλλη μία φορά κινούνται σε αντίθετους… κόσμους. Σε αυτή την κρίση και στο ισχυρό σοκ που έχει προκαλέσει η πανδημία σε οικονομίες και επιχειρήσεις, οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι έχουν δείξει αξιοσημείωτη ψυχραιμία και ισχυρές αντιστάσεις, αντίθετα με το Χ.Α., το οποίο κινείται σε άλλους, έντονα ευμετάβλητους ρυθμούς, αδυνατώντας να δείξει άμυνες διαρκείας και να ακολουθήσει πειστικά τα οποιαδήποτε ανοδικά ξεσπάσματα των αγορών.

Φυσικά, οι επενδυτές που στρέφονται στα ομόλογα είναι εντελώς διαφορετικοί από τους επενδυτές που κοιτούν τις μετοχές, ενώ η αγορά ομολόγων αποτυπώνει περισσότερο τις προσδοκίες για την πορεία της χώρας, τη στιγμή που το Xρηματιστήριο είναι πιο ευάλωτο στη ροή ειδήσεων καθώς και στα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών.

Παράγοντας αδυναμίας

Αυτό εξηγεί και τη σημαντική νίκη που, παρά τις έκτακτες συνθήκες, σημειώνουν τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία αποτελούν τους τίτλους με τις πιο ανθεκτικές επιδόσεις το τελευταίο δίμηνο έναντι των υπολοίπων στην Ευρωζώνη. Τα ελληνικά ομόλογα έχουν τη σημαντική και απόλυτη στήριξη της ΕΚΤ, ενώ το Ελληνικό Χρηματιστήριο παραμένει μια αδύναμη και χωρίς αντιστάσεις αγορά. Το Χ.Α. έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αδύναμο στις risk-off διαθέσεις των διεθνών χαρτοφυλακίων, ενώ το μεγάλο βάρος που έχει ο τραπεζικός κλάδος στον Γενικό Δείκτη αποτελεί τον πιο βασικό παράγοντα αδυναμίας της αγοράς, κόντρα στην εικόνα του 2019, όπου το ράλι των τραπεζών έστειλε το Χ.Α. στην πρώτη θέση των αγορών παγκοσμίως.

Τα ελληνικά ομόλογα, παρότι προέχονται από ένα ισχυρό success story του 2019, παρουσιάζουν σημαντικά “όπλα”, τα οποία και τα ενισχύουν σε αυτήν την κρίση. Δεν συμμετείχαν στα προηγούμενα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, με την ένταξή τους στο έκτακτο QE πανδημίας της κεντρικής τράπεζας να κάνει, έτσι, την Ελλάδα να “ξεχωρίζει”.

Η Capital Economics επεσήμανε σε πρόσφατη έκθεσή της πως, αν και η δημοσιονομική της απάντηση στην COVID-19 εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα, μια σημαντική πηγή ανακούφισης είναι ότι το κόστος εξυπηρέτησής του δεν αναμένεται να αυξηθεί τώρα που τα ελληνικά ομόλογα περιλαμβάνονται σε ένα από τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Αξίζει να σημειώσουμε πως έως τώρα υπολογίζεται πως έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα ύψους 3-3,5 δισ. ευρώ.

Το “μαξιλάρι” και ο ΟΔΔΗΧ

Επίσης, αντίθετα με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η Ελλάδα διαθέτει ένα σημαντικό ταμειακό “μαξιλάρι”, που διαμορφώνεται σήμερα κοντά στα 17 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των 7,5 δισ. ευρώ των καταθέσεων του κράτους και φορέων), το οποίο, αν και έχει αρχίσει και το χρησιμοποιεί για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, το “αναπληρώνει” σιγά-σιγά, μέσω εκδόσεων εντόκων και ομολόγων.

Ήδη στα επόμενα σχέδια του ΟΔΔΗΧ είναι άλλες δύο εκδόσεις ομολόγων για την άντληση περίπου 4 δισ. ευρώ, φέρνοντας έτσι τη συνολική εκδοτική δραστηριότητα της χώρας για το 2020 στα 8-9 δισ. ευρώ περίπου, μετά και τις εκδόσεις του 7ετούς και του 15ετούς που προηγήθηκαν. Παράλληλα, ο ΟΔΔΗΧ έχει ήδη αλλάξει την αρχική του στρατηγική και, αντί για μείωση, φέτος προχωρά στην αύξηση του ύψους των εκδόσεων των εντόκων γραμματίων. Το ύψος των εντόκων σήμερα διαμορφώνεται στα 11 δισ. ευρώ, από 15,23 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019 και 12,61 δισ. ευρώ στα τέλη του 2019. Στόχος είναι στο τέλος του 2020 το ύψος των εντόκων να είναι στα ίδια επίπεδα με αυτά του Δεκεμβρίου του 2019.

Απόλυτη στήριξη από την ΕΚΤ

Εκτός όλων αυτών, τα ελληνικά ομόλογα έχουν και άλλο ένα… ατού. Καθώς η ΕΚΤ μέσω του QE μπορεί να αγοράσει ελληνικούς τίτλους έως και 16 δισ. ευρώ φέτος, αυτό σημαίνει αυτομάτως πως απορροφά πλήρως την εκδοτική δραστηριότητα της χώρας, κάτι που δεν συμβαίνει με καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης.

Τη στιγμή που οι περισσότερες κυβερνήσεις προχωρούν σε σημαντική αύξηση των εκδοτικών τους προγραμμάτων για φέτος, εκδίδοντας με ρυθμούς-ρεκόρ νέα ομόλογα έτσι ώστε να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας τους, η Ελλάδα κινείται πολύ πιο… ψύχραιμα και εντός των στόχων που έχει θέσει από το 2019, δηλαδή με εκδόσεις ύψους 4-8 δισ. ευρώ φέτος. Όπως σημείωσε και παράγοντας της αγοράς, η αναπροσαρμογή της στρατηγικής δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου επικεντρώνεται κυρίως στην αλλαγή της χρήσης των εσόδων από τον δανεισμό και δεν συνιστά απαραιτήτως αλλαγή στην ευρύτερη χρηματοδοτική δραστηριότητα.

Ο σημαντικός παράγοντας “ΕΚΤ”, καθώς και το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους (μακροπρόθεσμες λήξεις και κατοχή του κυρίως από τον επίσημο τομέα), επιπλέον, δεν δημιουργούν ανησυχίες για τη βιωσιμότητά του, παρά την αύξηση του ελληνικού δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο 190%-200% που αναμένουν οι αναλυτές, όπως και το ΔΝΤ, φέτος.

Όπως τονίζει και η Barclays, στο μεσοπρόθεσμο διάστημα η αύξηση του ελληνικού χρέους θα αποτελέσει σημαντικό ζήτημα, δεδομένου ότι η ΕΚΤ πιθανότατα θα απορροφήσει μεγάλο μέρος των πρόσθετων εκδόσεων χρέους συνολικά στην Ευρωζώνη, υπό το νέο QE πανδημίας. Επιπλέον, αν και η Ελλάδα ίσως χρειαστεί να βγει στις αγορές “πληρώνοντας” ένα σημαντικό premium, ωστόσο το κόστος δανεισμού θα διατηρηθεί κάτω από το μέσο κόστος του χρέους που ωριμάζει.

Έτσι, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη βουτιά από την ημέρα της ανακοίνωσης του νέου έκτακτου QE, στις 18 Μαρτίου, και από το 4,1% (προ QE) τα yields διαμορφώνονται σήμερα κοντά στο 2%, δηλαδή 50% χαμηλότερα, τη στιγμή που σε άλλες χώρες το “κέρδος” από την κίνηση-μαμούθ της ΕΚΤ είναι μηδενικό ή αρκετά μικρότερο.

Οι “χρησμοί” των διεθνών οίκων

Τα παραπάνω “όπλα” –QE, cash buffer, καμία ανησυχία για το χρέος−, καθώς και η συνέχιση της παρουσίας της Ελλάδας στις αγορές, είναι από τους βασικούς λόγους που οι οίκοι αξιολόγησης, εν μέσω της κρίσης και των εφιαλτικών προβλέψεων ακόμα και για διψήφια ύφεση της ελληνικής οικονομίας, δεν “χτύπησαν” την Ελλάδα με υποβάθμιση της βαθμολογίας της. Η αναθεώρηση του outlook σε σταθερό από θετικό (από Fitch και DBRS, τη στιγμή που η Moody’s το διατηρεί ως είχε, σταθερό) είναι η πιο ήπια κίνηση που θα μπορούσαν να κάνουν, καθώς είναι αδύνατον σε αυτές τις τρομακτικές συνθήκες να δίνουν σε οποιαδήποτε χώρα θετικές προοπτικές, που σημαίνει αναβάθμιση προσεχώς.

Την περασμένη εβδομάδα ο οίκος S&P σε νέα έκθεσή του, κατά την οποία υπογράμμισε πως αναμένεται να μπει φρένο λόγω της πανδημίας στα σχέδια μείωσης των NPEs των ελληνικών τραπεζών (κάτι το οποίο συμβαίνει και στην Ευρώπη γενικότερα), τόνισε πως το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 750 δισ. ευρώ της ΕΚΤ, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020, το οποίο περιλαμβάνει και αγορές ελληνικού κυβερνητικού χρέους, στηρίζει την οικονομία και τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν πλέον εξασφαλίσει πρόσβαση στις γραμμές χρηματοδότησης της κεντρικής τράπεζας με ελκυστικούς όρους. Παράλληλα, επισήμανε πως, κατά την εκτίμησή του, η κρίση λόγω πανδημίας θα είναι πρόσκαιρη, πριν από την επιστροφή της ανάκαμψης το 2021.

Από την πλευρά της και η Moody’s , η οποία επίσης αναμένει “πάγωμα” των σχεδίων των NPEs, εκτιμά πως η ελληνική οικονομία πιθανόν να συρρικνωθεί κατά περίπου 5% φέτος, ενώ θα επανέλθει σε ανάπτυξη 4% το 2021, τονίζοντας πως οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα αναμένεται να παραμείνουν σταθερές σε γενικές γραμμές, με τη βοήθεια των κυβερνητικών μέτρων στήριξης και της χαμηλότερης κατανάλωσης από την πλευρά των νοικοκυριών, παρέχοντας μια φθηνή και σταθερή πηγή χρηματοδότησης. Επίσης, σε προηγούμενο report του ο οίκος είχε επίσης τονίσει πως αυτή η κρίση θα είναι μάλλον πρόσκαιρη, αφήνοντας παραθυράκι για αναβάθμιση, εάν αυτό αποδειχθεί και στην ουσία.

Η “καθίζηση” του Χ.Α.

Αν και το Χ.Α. έχει ανακάμψει πάνω από 20% από τα χαμηλά που σημείωσε τον Μάρτιο, το τελευταίο διάστημα έχει χάσει σημαντικό έδαφος, ενώ συνεχίζει να μετρά ισχυρές απώλειες από τις αρχές του έτους, που ξεπερνούν το 35%, οι οποίες, μαζί με αυτές του δείκτη ΑΤΧ της Αυστρίας, είναι οι μεγαλύτερες μεταξύ των βασικών δεικτών διεθνώς. Ένα εντελώς αντίθετο story με αυτό του 2019…

Το Χ.Α. παραμένει ρηχό και ευάλωτο και “κινδυνεύει” το περισσότερο όταν οι επενδυτικές διαθέσεις είναι risk-off, καθώς κατηγοριοποιείται ως αναδυόμενη αγορά. Αυτό φάνηκε και την τελευταία εβδομάδα, όπου τo κλίμα στην εγχώρια αγορά ήταν αρκετά βαρύ λόγω των νέων αναταραχών στις διεθνείς αγορές από τον φόβο νέας έξαρσης της πανδημίας, καθώς και των “εσωτερικών” αρνητικών ειδήσεων για τον αποκλεισμό των ελληνικών τραπεζικών μετοχών από τους βασικούς δείκτες MSCI −και τον συνακόλουθο υποβιβασμό τους στον δείκτη MSCI Small Cap−, κάτι που οδήγησε σε σημαντικές εκροές από τον κλάδο, αφήνοντας έτσι μόνο τέσσερις ελληνικές μετοχές στον βασικό δείκτη MSCI Global Standard − OTE, ΟΠΑΠ, Jumbo και Motor Oil.

Το γεγονός είναι πως η τρέχουσα παγκόσμια bear market ακόμη ψάχνει να βρει τα χαμηλά της. Σε αυτό το περιβάλλον είναι αδύνατο το Χ.Α. να βγει αλώβητο, τη στιγμή μάλιστα που προέρχεται από ένα ράλι το 2019 το οποίο εξέπληξε και τους πιο αισιόδοξους (άλλος ένας λόγος πίσω από τις ρευστοποιήσεις φέτος). Άλλωστε, συνεχίζονται οι εκτιμήσεις των αναλυτών ότι το επόμενο διάστημα θα είναι γεμάτο… λακκούβες για τις αγορές.

Η UBS τόνισε πως οι κυβερνήσεις διεθνώς προχωρούν στην επανεκκίνηση των οικονομιών τους, με τους επενδυτές να έχουν στραμμένο το βλέμμα στο εάν το “άνοιγμα” αυτό μπορεί να συμβεί χωρίς ένα σημαντικό δεύτερο κύμα αύξησης των κρουσμάτων της πανδημίας, με τις διορθώσεις στις αγορές να είναι το μόνο βέβαιο.

Από την πλευρά της η Citigroup προειδοποίησε τους επενδυτές για περαιτέρω αναταράξεις στις αγορές, τονίζοντας πως έρχεται βαθιά ύφεση στην κερδοφορία των ευρωπαϊκών εταιρειών. Η Citi αναμένει πως τα κέρδη ανά μετοχή των ευρωπαϊκών εταιρειών θα σημειώσουν βουτιά της τάξης του 55%, ενώ, όπως τονίζει, ένας απλός κανόνας από προηγούμενες παγκόσμιες υφέσεις είναι ότι οι τιμές των μετοχών υποχωρούν όσο και τα κέρδη ανά μετοχή (EPS), αν και με χρονική υστέρηση, όχι ταυτόχρονα. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές θα μπορούσαν να σημειώσουν συνολικό sell-off της τάξης του 50%-55% στην τρέχουσα κρίση. Στα πρόσφατα χαμηλά η διόρθωση των ευρωπαϊκών μετοχών έφτανε το 34%, ενώ από τα υψηλά του Φεβρουαρίου η πτώση φτάνει το 21%.

Οι προσδοκίες των αναλυτών για το Χ.Α. για το αμέσως επόμενο διάστημα είναι, έτσι, αρκετά προσγειωμένες. Η διατήρηση του Γενικού Δείκτη του Ελληνικού Χρηματιστηρίου στην περιοχή των 600 μονάδων είναι ίσως το καλύτερο δυνατό που θα μπορούσε να συμβεί στο τρέχον περιβάλλον, όπως σχολιάζει ο Δημήτρης Τζάνας, διευθυντής επενδύσεων της Κύκλος Χρηματιστηριακή. Αυτή είναι μια εξέλιξη που σε μεγάλο βαθμό είναι το αποτέλεσμα της συναλλακτικής ανομβρίας των τελευταίων ημερών και της παρεπόμενης αποχής των πωλητών. Πάντως, ο τραπεζικός κλάδος είναι αυτός για τον οποίο χρειάζεται να υπάρξουν εξελίξεις στο εγγύς μέλλον, όπως προσθέτει.

Σε αναμονή παραπέμπουν οι πρόσφατες διακυμάνσεις τιμών που παρατηρήθηκαν στο Χ.Α. από τις αρχές Μαΐου, όπως σχολιάζει ο Μάνος Χατζηδάκης της Beta Securities. Το αγοραστικό ενδιαφέρον στην εγχώρια αγορά έχει περιοριστεί αισθητά, ενώ έγινε πολύ πιο επιλεκτικό και εστιάζεται πλέον στη δυνατότητα των εταιρειών να περιορίσουν τον αντίκτυπο της πανδημίας στα μεγέθη τους ή να δώσουν μια πιο λεπτομερή εικόνα της κατάστασης με την ευκαιρία της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων. Η κερδοφορία των εισηγμένων για φέτος −πλην λίγων εξαιρέσεων− θα είναι μειωμένη, ωστόσο αυτό το ενδεχόμενο ως βεβαιότητα είναι πια μέσα στις τιμές, όπως εκτιμά.

πηγή

Σχετικές αναρτήσεις

Παύλος: Η Μπακογιάννη στο Συμβούλιο της Ευρώπης δεν έβλαψε μόνο τον σερβικό λαό, αλλά και η Ελλάδα μπορεί να υποστεί συνέπειες.

e-enimerosi

Βουλή: Ο Κωνσταντίνος Φλώρος γρονθοκόπησε τον Βασίλη Γραμμένο της Ελληνικής Λύσης.

e-enimerosi

«Είναι η γεωπολιτική, ηλίθιε».

e-enimerosi