Ιστορία Πολιτισμός

Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη: Η ιστορία της ανέγερσης του έργου.

Γράφει η Ευαγγελία Κατσιγιάννη.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο “Μεγάλος Πόλεμος” όπως ονομάστηκε από τους ανθρώπους της εποχής του, υπήρξε μία από τις πιο αιματηρές πολεμικές συρράξεις, αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Ο απολογισμός των νεκρών στα πεδία των μαχών σε περισσότερα από 8.000.000 άτομα σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των τραυματιών και των αγνοουμένων, προκάλεσε τεράστια αίσθηση στις κοινωνίες των κρατών που συμμετείχαν, απότοκη της οποίας ήταν η ανάδυση ενός νέου είδους “λατρείας” προς τους ανώνυμους πεσόντες.

Στην επαύριο του πολέμου, ειδικότερα, ένα νέο είδος μνημείων αφιερωμένων προς τους εκατομμύρια άσημους νεκρούς πολίτες που αγωνίστηκαν για την χώρα τους, άρχισε να κατακλύζει τα ευρωπαϊκά εδάφη δίνοντας μια νέα διάσταση στην κουλτούρα του εθνικισμού και επακόλουθα στην απόδοση τιμών, που έως τότε περιοριζόταν αποκλειστικά στους κόλπους των υψηλά ιστάμενων προσωπικοτήτων. Ηρώα, μνημεία Άγνωστου Στρατιώτη, και κενοτάφια συστάθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές περιοχές με την Αγγλία και την Γαλλία να κατέχουν τα πρωτεία. Γρήγορα, τα μνημεία αυτά εξελίχθηκαν σε πανεθνικά σύμβολα και αποτέλεσαν την κυριότερη αφορμή για την διοργάνωση επίσημων τελετών μαζικής κλίμακας με εθνικό περιεχόμενο. Η σπουδαιότητά τους, μάλιστα, υπήρξε τέτοια, ώστε με την πάροδο των χρόνων να θεωρείται σχεδόν αδιανόητη η μη προσέλευση σε αυτά, ακόμη και από τους ηγέτες των ξένων κρατών που επισκέπτονταν επίσημα την εκάστοτε χώρα με τα συγκεκριμένα μνημεία.

Η Ελλάδα φυσικά ως συμμετέχον κράτος στον πόλεμο και ως κομμάτι της Ευρώπης, δεν ξέφυγε από αυτόν τον κανόνα, με απόρροια στα μέσα της δεκαετίας του ‘20 να εμφανιστούν στο προσκήνιο οι πρώτες συζητήσεις για την ανέγερση ενός μνημείου προς τιμήν των νεκρών οπλιτών. Οι συζητήσεις αυτές έλαβαν χώρα σε μία περίοδο κατά την οποία το ελληνικό κράτος καλούνταν να αναδυθεί από τις στάχτες του χαράσσοντας μία νέα πολιτική βασισμένη στην εσωτερική ανάπτυξη και όχι στην Μεγάλη Ιδέα. Η ανάγκη από πλευράς των ελληνικών κυβερνήσεων για την καθιέρωση – στον Μεσοπόλεμο – μιας εξουσίας που θα συμπεριλάμβανε μαζικές επίσημες τελετουργίες, που θα ενίσχυαν το κύρος της, φαινόταν πιο επιτακτική από ποτέ και ένα μνημείο όπως εκείνο του Άγνωστου Στρατιώτη φαινόταν ιδανικό ως προς την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. 

Η αρχική πρόταση για την ανέγερση του μνημείου έγινε στις 3 Μαρτίου 1926 από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, μέσω προκήρυξης του ιδίου στην εφημερίδα “Εσπέρας”. Με την  προκήρυξη αυτή ο δικτάτορας απευθυνόμενος σε αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφους όλης της επικράτειας, ζητούσε την υποβολή μελετών για την κατασκευή ενός μνημείου Άγνωστου Στρατιώτη στην μπροστινή πλευρά των Παλαιών Ανακτόρων, όπου επρόκειτο να μεταφερθεί το Υπουργείο Στρατιωτικών. Σκοπός ήταν η ανέγερση ενός μεγαλεπήβολου έργου προς τιμήν των πεσόντων της δεκαετίας 1912-1922. Η επιλογή της εν λόγω πολεμικής δεκαετίας έναντι της τετραετίας 1914-1918, οπότε διεξήχθη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αποτέλεσε σημαίνον διαφοροποιητικό στοιχείο σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη και έχει λογική βάση αν ληφθεί υπόψιν πως στην Ελλάδα οι πολεμικές αναμετρήσεις δεν τερματίστηκαν πριν το 1922.

Αμέσως μετά τη δημοσίευση του Θ. Πάγκαλου, προκηρύχθηκε διαγωνισμός ο οποίος ολοκληρώθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας το 1926. Νικητές του αναδείχθηκαν ο αρχιτέκτονας Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως τόσο κατά την διάρκεια του διαγωνισμού όσο και μετέπειτα, ξέσπασε μεγάλη διαμάχη αναφορικά με την χωροθέτηση του μνημείου. Από την μία πλευρά, φιλελεύθεροι πολιτικοί και καλλιτέχνες με πρωτεργάτη τον γλύπτη Αντώνη Σώχο υποστήριζαν  πως η τοποθέτηση του έργου σε τόσο κεντρικό σημείο δεν συνήδε με τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν, δηλαδή την πρόκληση συγκινησιακής φόρτισης στους επισκέπτες για τον χαμό των πεσόντων. Αντ’ αυτού, η τοποθέτησή του σε έναν τόπο απόμερο ή θρησκευτικό, έναν τόπο άμεσα συνυφασμένο με το νεκρικό στοιχείο που θα ενέπνεε το σεβασμό των επισκεπτών θα ήταν προτιμότερη. Απ’ την άλλη πλευρά, ο Θεόδωρος Πάγκαλος και οι συνεργάτες του έκριναν ότι η κατασκευή του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη μπροστά από το Υπουργείο Στρατιωτικών θα προσέδιδε μεγαλύτερο κύρος στον στρατιωτικό παράγοντα και θα εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τα γενικότερα σχέδια για την αναβάθμιση του στρατιωτικού σώματος. Για ποιο λόγο; Κυρίως επειδή μέσω αυτού του μνημείου θα καθίστατο δυνατή η εμφάνιση της στρατιωτικής εξουσίας σε έναν οριοθετημένο και μεγαλοπρεπή χώρο με εθνικιστικό υπόβαθρο. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους υπήρξαν και κάποιες φωνές που πρότειναν εναλλακτικές λύσεις, όπως την ανέγερση του μνημείου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.

Τελικά, μετά την δριμεία κριτική και την απομάκρυνση του Πάγκαλου από το πολιτικό προσκήνιο, η πρόταση της κατασκευής του έργου μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα ήταν εκείνη που επικράτησε. Σημαντικό ρόλο ως προς αυτό διαδραμάτισε η επιτροπή που είχε συσταθεί τον Ιούλιο του 1927 για την εποπτεία και την οργάνωση των διαδικασιών κατασκευής του έργου, με προτροπή της τότε ελληνικής οικουμενικής κυβέρνησης. Μέλη της εν λόγω επιτροπής δεν ήταν μονάχα καθηγητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής και της Σχολής Καλών Τεχνών αλλά και ο Μητροπολίτης Αθηνών, ο Δήμαρχος Αθηνών και ο Νομάρχης Αθηνών μαζί με ανώτερα στελέχη του στρατού. Στην απόφαση της επιτροπής αναδεικνυόταν ρητά ως μείζον  ζήτημα η ανάγκη κατασκευής μιας κοινής εθνικής ιδεολογίας των πολιτών η οποία θα έχει διαμορφωθεί από το σύνολο της πνευματικής, πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ. Και η ανάγκη αυτή εξυπηρετούνταν με τον καλύτερο τρόπο με την τοποθέτηση του μνημείου στην συγκεκριμένη τοποθεσία.

Η απόφαση για την ανέγερση του Άγνωστου Στρατιώτη μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα οριστικοποιήθηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο από τον επικεφαλής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Ελευθέριο Βενιζέλο το 1928. Η εμμονή σε αυτήν την απόφαση δεν είναι τυχαία καθώς την εποχή εκείνη στα Παλαιά Ανάκτορα επρόκειτο να στεγαστεί η Βουλή των Ελλήνων, ο κατεξοχήν φορέας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Καθίσταται πρόδηλο πως η τοποθέτηση του μνημείου μπροστά από την Βουλή έμμεσα θα ενίσχυε την εικόνα της πολιτικής ηγεσίας και τούτο διότι θα της έδινε την ευκαιρία να εμφανίζεται μεγαλοπρεπώς στο πλαίσιο των μεγάλων εθνικών εορτών μπροστά στο λαό σε έναν διαρρυθμισμένο ανοιχτό χώρο. Στην ουσία, με τον τρόπο αυτό θα ενισχυόταν η ισχύς και το κύρος  της πολιτικής Αρχής.

Αφότου λοιπόν το ζήτημα της χωροθέτησης επιλύθηκε, οι διαδικασίες κατασκευής του μνημείου επιταχύνθηκαν. Βέβαια, τα προβλήματα μέχρι την ολοκλήρωση του έργου δεν έλειψαν. Αρχικά, ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος που από κοινού με τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη είχε αναλάβει  τον σχεδιασμό του μνημείου, ήρθε σε σύγκρουση με τον συνεργάτη του και εν τέλει αντικαταστάθηκε από τους γλύπτες Φωκίωνα Ρωκ και Κωνσταντίνο Δημητριάδη. Στον Ρωκ ανατέθηκε η κατασκευή του κεντρικού αναγλύφου, ενώ στον Δημητριάδη η φιλοτέχνηση των μπρούτζινων ασπίδων περιμετρικά του μνημείου καθώς και των δύο θυμιατηρίων στην είσοδό του. Ούτε όμως τότε έπαυσαν τα προβλήματα, αφού στη συνέχεια ξέσπασε διαμάχη και για την μορφή του έργου. Η αρχική επιλογή των δημιουργών του, για την ακρίβεια, να απεικονίσουν στο ανάγλυφο έναν γυμνό νεκρό άνδρα κατακρίθηκε από μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου που θεώρησε πως η συγκεκριμένη επιλογή ήταν ατυχής διότι δεν συνέπιπτε με τα ελληνικά ιδεώδη. 

Οι δημιουργοί, εν τέλει, υποχωρώντας στους επικριτές τους, επέλεξαν να προχωρήσουν σε αλλαγές που θα προσέδιδαν μία πιο αρχαιοπρεπή εικόνα στο μνημείο. Έτσι, η αρχική σκέψη για την τοποθέτηση της χρονολογίας 1912-1922 σε κεντρικό σημείο απορρίφθηκε και στη θέση της επιλέχθηκε η παράθεση δύο φράσεων του Θουκυδίδη από τον Επιτάφιο του Περικλή. Την ίδια στιγμή αποφασίστηκε η προσθήκη μιας ανάγλυφης αναπαράστασης της τριήρους στις ασπίδες της εισόδου του έργου καθώς και η μετατροπή του σε κενοτάφιο. Γενικά, στόχος πλέον δεν ήταν η δημιουργία ενός μνημείου ανάλογου με των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, αλλά η κατασκευή ενός συμβόλου που θα αναδείκνυε την αέναη παρουσία του ελληνισμού.

Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν στις 25 Μαρτίου 1932, στο πλαίσιο του εορτασμού της ελληνικής επανάστασης του 1821. Στα εγκαίνια παρευρέθηκαν πλήθος κόσμου και συνάμα ο Υπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Μιχαλακόπουλος καθώς και  εκπρόσωποι πολλών ξένων κρατών οι οποίοι απέτισαν φόρο τιμής στο νεοαναγερθέν μνημείο καταθέτοντας στεφάνια. Μετά την παρουσίαση του μνημείου, ακολούθησε παρέλαση της φρουράς, των προσκόπων και των σχολείων και βραδινή στρατιωτική λαμπαδηφορία, με συμμετοχή 3.000 ανδρών της φρουράς Αθηνών. Ο στόχος της κυβέρνησης είχε πια επιτευχθεί: είχε κατασκευαστεί ένα μεγαλοπρεπές μνημείο στο κεντρικότερο σημείο της πρωτεύουσας, ικανό να συντελέσει στην αύξηση του γοήτρου του πολιτικού επιτελείου και συγχρόνως στην αύξηση της επιβλητικότητας του εορτασμού της σπουδαιότερης γιορτής του ελληνισμού, δηλαδή της 25ης Μαρτίου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, το ότι έκτοτε μέχρι και στις μέρες μας η παράδοση του εορτασμού της ελληνικής ανεξαρτησίας συνεχίζεται αδιάκοπα στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης.

Τη φύλαξη του μνημείου  ανέλαβε ο ευζωνικός λόχος της “Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας”, ο οποίος μετονομάστηκε σε “Φρουρά του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου”. Μετά την επάνοδο του Βασιλιά Γεωργίου Β το 1935, ο λόχος μετονομάστηκε σε “Βασιλική Φρουρά”, ονομασία την οποία διατήρησε μέχρι το τέλος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1974. Κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια, μετά την επαναφορά του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα και την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας το 1974, ο τίτλος “Βασιλική Φρουρά” αντικαταστάθηκε από τον τίτλο “Προεδρική Φρουρά”, μια ονομασία που παραμένει ακόμη σε ισχύ. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του εμβληματικού μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη που μέχρι τις μέρες μας αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων Ελλήνων και όχι μόνο.

Βιβλιογραφία

πηγές Εικόνων

Εικόνα εξωφύλλου: https://www.gnoristetinellada.gr/politismos/mnimeia/78-mnimeio-agnostou-stratioti-xoros-ellinon-iroon

Κατάθεση στεφάνου από Τούρκου στρατιωτικό: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7_(%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1)#/media/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF:Inauguration_of_the_Unknown_Soldier,_Athens_1932.jpeg

Το κτήριο της σημερινής Βουλής πριν την κατασκευή του μνημείου: https://www.ethnos.gr/Politics/article/39952/boylhtonellhnonhistoriatoyktirioypoydexthkeepitheshmempogiesvid

Εικόνα της μπροστινής πλευράς των Παλαιών Ανακτόρων στο Μεσοπόλεμο: https://www.ethnos.gr/Politics/article/39952/boylhtonellhnonhistoriatoyktirioypoydexthkeepitheshmempogiesvid

Ακολουθήστε μας και στο Google news. Διαβάστε μας για να ενημερώνεστε για όλα τα νέα, από την Ελλάδα και τον κόσμο, πατήστε το καμπανάκι για να ενημερώνεστε πρώτοι έγκαιρα και έγκυρα.

Σχετικές αναρτήσεις

Τζόνσον: Αν επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα το Βρετανικό Μουσείο θα απογυμνωθεί.

e-enimerosi

Η μάχη του Λεβιδίου.

Δημήτρης Λίτσας

Έλληνας αρχαιολόγος του Κέιμπριτζ έχει σώσει 1.700 αρχαιότητες σε 18 χρόνια.

e-enimerosi