Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει διχασμένη όσον αφορά τη διαχείριση της μετανάστευσης, με αρκετές χώρες-μέλη να προχωρούν σε προσωρινούς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας.
Ωστόσο, ο διευθυντής του Frontex, Χανς Λέιτενς, εκφράζει σκεπτικισμό για την αποτελεσματικότητα αυτών των ελέγχων, υποστηρίζοντας ότι η προστασία πρέπει να εστιάζεται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Σε συνέντευξή του στο “Spiegel“, ο Λέιτενς τόνισε ότι οι εσωτερικοί έλεγχοι δεν μπορούν να αποδώσουν χωρίς σοβαρούς περιορισμούς για τους πολίτες. Αντί αυτού, προτείνει την ενίσχυση της πίεσης στις χώρες καταγωγής των μεταναστών που αρνούνται να δεχτούν πίσω πολίτες τους, των οποίων οι αιτήσεις ασύλου έχουν απορριφθεί. Μεταξύ των μέτρων που προτείνει είναι ο έλεγχος της χορήγησης βίζας, η εκπαίδευση συνοριοφυλάκων σε τρίτες χώρες και οι ακαδημαϊκές ανταλλαγές, ώστε να δημιουργηθεί μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία.
Ο επικεφαλής του Frontex απέφυγε να σχολιάσει τα σχέδια του αρχηγού του CDU, Φρίντριχ Μερτς, για απόρριψη αιτούντων άσυλο στα γερμανικά σύνορα, τονίζοντας ότι τέτοιες αποφάσεις ανήκουν στα κράτη-μέλη.
Αυξανόμενη πίεση στην Ελλάδα
Την ίδια ώρα, η Frontex εντείνει την πίεση στην ελληνική ακτοφυλακή, η οποία κατηγορείται εδώ και χρόνια για απωθήσεις μεταναστών στο Αιγαίο. Οι καταγγελίες αυτές είχαν οδηγήσει στην παραίτηση του πρώην διευθυντή του Frontex, Φαμπρίς Λεζερί. Ο Λέιτενς υπογραμμίζει ότι η υπηρεσία του δεν μπορεί να συνεργάζεται με χώρες που δεν τηρούν το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Σε περίπτωση που συνεχιστούν οι αναφορές για παραβιάσεις, η Frontex εξετάζει το ενδεχόμενο διακοπής της χρηματοδότησης της ελληνικής ακτοφυλακής. “Εξακολουθώ να λαμβάνω αναφορές για παρατυπίες σε ορισμένα κράτη-μέλη”, σημείωσε, προσθέτοντας ότι τα κράτη πρέπει να διερευνούν σοβαρά τις καταγγελίες και να λαμβάνουν πειθαρχικά μέτρα, εάν απαιτείται.
Ο Λέιτενς επιδιώκει να ενισχύσει την προστασία των μεταναστών στις κοινές επιχειρήσεις Frontex και εθνικών αρχών, θέτοντας σαφέστερους όρους για την τήρηση των δικαιωμάτων τους. Η Frontex χρηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τις επιχειρήσεις φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, κάτι που δίνει στον οργανισμό διαπραγματευτική ισχύ για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων.