Σαφή αντίθεση στην προοπτική αύξησης του κατώτατου μισθού στα 15 ευρώ εκφράζει η διακεκριμένη Γερμανίδα οικονομολόγος και μέλος της Επιτροπής Ελάχιστου Μισθού, Βερόνικα Γκριμ, τονίζοντας πως ένα τέτοιο μέτρο θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας σε μια περίοδο ευάλωτης ανάπτυξης.
Μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα Bild, η Γκριμ υπογράμμισε πως, υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει οποιαδήποτε αύξηση. «Δεν θα πρότεινα την αύξηση του κατώτατου μισθού αυτή τη στιγμή», δήλωσε, προσθέτοντας πως η μετατόπιση της μισθολογικής βάσης προς τα πάνω, ενώ η παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη, ενδέχεται να αποδειχθεί επιζήμια για τη διεθνή θέση των γερμανικών επιχειρήσεων.
Στασιμότητα μισθών λόγω χαμηλής παραγωγικότητας
Ο κατώτατος μισθός στη Γερμανία έχει σήμερα οριστεί στα 12,82 ευρώ ανά ώρα. Ωστόσο, στη συμφωνία του κυβερνητικού συνασπισμού CDU/CSU και SPD είχε διατυπωθεί η πρόθεση για αύξηση στα 15 ευρώ έως το 2026, στόχος που η Γκριμ θεωρεί πρόωρο και οικονομικά επισφαλή.
Κριτική στην πολιτική αδράνεια των προηγούμενων ετών
Πέρα από το ζήτημα των μισθών, η οικονομολόγος επεσήμανε ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας απέφυγε για χρόνια να προχωρήσει σε ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ειδικά για την περίοδο της καγκελαρίας Μέρκελ, σχολίασε πως αξιοποιήθηκε «το μέρισμα της ειρήνης» για να αποφευχθεί η ανάληψη ευθύνης. Όπως εξήγησε, αυτή η αδράνεια οδηγεί σήμερα σε αυξημένο μη μισθολογικό κόστος, ιδίως λόγω των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών βαρών.
«Όχι σε ψευδαισθήσεις – Χρειάζεται ανάπτυξη, όχι εφησυχασμός»
Η Γκριμ επέκρινε, επίσης, το αφήγημα μιας τεχνητής οικονομικής ευημερίας, χρηματοδοτούμενης από κρατικές ενισχύσεις. «Δεν μπορούμε να νανουρίζουμε τους πολίτες λέγοντάς τους πως όλα πάνε καλά, ενώ στην πραγματικότητα αποφεύγουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», τόνισε. Αντίθετα, κάλεσε την κυβέρνηση να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να έχουν και πάλι τη δυνατότητα να παράγουν ευημερία αυτόνομα.
Η τοποθέτηση της Γκριμ αναμένεται να προκαλέσει αντιδράσεις στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς η συζήτηση για την εξέλιξη των μισθών αποτελεί κομβικό σημείο τόσο της κοινωνικής πολιτικής όσο και της στρατηγικής ανάκαμψης της οικονομίας.