Η συζήτηση γύρω από το κόστος και την αποτελεσματικότητα του βασικού εισοδήματος στη Γερμανία επανέρχεται δυναμικά, καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού κατέληξε σε συμφωνία για μια ριζική μεταρρύθμιση.
Το υφιστάμενο «εισόδημα του πολίτη» οδεύει προς κατάργηση μόλις τρία χρόνια μετά την εισαγωγή του και αντικαθίσταται από μια νέα «εγγύηση βασικού εισοδήματος», την οποία η κυβέρνηση περιγράφει ως πιο δίκαιη, πιο στοχευμένη και πιο απαιτητική.
Το Ομοσπονδιακό Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το σχετικό νομοσχέδιο στην τελευταία συνεδρίαση του έτους, έπειτα από έντονες διαφωνίες μεταξύ CDU/CSU και SPD. Για τους Χριστιανοδημοκράτες, η μεταρρύθμιση αποτελεί κεντρική προεκλογική δέσμευση, ενώ για τους Σοσιαλδημοκράτες συνιστά πολιτικά δύσκολη στροφή, καθώς αναιρεί μια βασική μεταρρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνησης, προκαλώντας αντιδράσεις ακόμη και στο εσωτερικό του κόμματος.
Αυστηρότεροι κανόνες και κυρώσεις
Στον πυρήνα του νέου συστήματος βρίσκεται η αυστηροποίηση των υποχρεώσεων των δικαιούχων. Όσοι χάνουν δύο ραντεβού στο κέντρο απασχόλησης χωρίς σοβαρό λόγο θα βλέπουν μείωση 30% στο επίδομά τους. Στο τρίτο χαμένο ραντεβού, οι παροχές αναστέλλονται προσωρινά και το ενοίκιο καταβάλλεται απευθείας στον ιδιοκτήτη. Σε περίπτωση πλήρους απουσίας συνεργασίας, το δικαίωμα στο επίδομα μπορεί να χαθεί.
Παρά τις αντιπαραθέσεις, επήλθε συμβιβασμός στο ζήτημα της ακρόασης των δικαιούχων, προσωπική ακρόαση πριν από πλήρη περικοπή παροχών θα προβλέπεται μόνο όταν υπάρχουν ενδείξεις ασθένειας. Παράλληλα, θεσπίζονται «ρήτρες δυσκολίας», ώστε να προστατεύονται άτομα με σοβαρά προβλήματα υγείας ή ψυχικές ασθένειες, ακόμη και μέσω κατ’ οίκον επισκέψεων από υπαλλήλους των κέντρων απασχόλησης.
Ποιοι επηρεάζονται
Η κυβέρνηση επιμένει ότι οι αλλαγές δεν στοχεύουν τη μεγάλη πλειονότητα των δικαιούχων, οι οποίοι συνεργάζονται κανονικά. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εργασίας, λιγότερο από 1% θεωρούνται «ολικοί αρνητές». Τα επιδόματα για παιδιά και νέους δεν θα μειώνονται, ενώ όσοι έχουν βάσιμους λόγους απουσίας από ραντεβού δεν θα τιμωρούνται.
Σήμερα, περίπου 5,5 εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν βασική εισοδηματική στήριξη στη Γερμανία, ανάμεσά τους 1,8 εκατομμύρια παιδιά και νέοι. Σχεδόν το 48% των δικαιούχων είναι αλλοδαποί. Το βασικό επίδομα ανέρχεται σε 563 ευρώ για άτομα που ζουν μόνα τους, 506 ευρώ για ζευγάρια και από 357 έως 451 ευρώ για ανήλικους, ενώ καλύπτονται και τα εύλογα έξοδα στέγασης και θέρμανσης.
Το κόστος του συστήματος έχει αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας το 2024 τα 51,7 δισ. ευρώ. Αν και κυβερνητικά στελέχη κάνουν λόγο για πιθανές εξοικονομήσεις δισεκατομμυρίων, το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας εμφανίζεται πιο συγκρατημένο. Εκτιμά, ωστόσο, ότι αν 100.000 άνθρωποι εξέλθουν από το σύστημα και επιστρέψουν στην αγορά εργασίας, το όφελος θα μπορούσε να φτάσει τα 850 εκατ. ευρώ.
Περιουσιακά στοιχεία και στέγαση
Σημαντική αλλαγή αφορά τα περιουσιακά στοιχεία. Η μέχρι σήμερα περίοδος «αναμονής» ενός έτους, κατά την οποία οι αποταμιεύσεις δεν λαμβάνονταν υπόψη, καταργείται. Πλέον, τα περιουσιακά στοιχεία θα εξετάζονται από την πρώτη ημέρα, με τα όρια προστασίας να συνδέονται με την ηλικία. Παράλληλα, μπαίνουν αυστηρότερα όρια στο κόστος στέγασης, με ανώτατο πλαφόν έως 1,5 φορά το εύλογο ποσό.
Ταχύτερη ένταξη στην εργασία
Η μεταρρύθμιση επαναφέρει την αρχή «στήριξη και απαίτηση». Η προτεραιότητα θα είναι η άμεση εύρεση εργασίας, ειδικά για άτομα κάτω των 30 ετών. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, θα ακολουθούν μέτρα κατάρτισης και επανεκπαίδευσης. Οι γονείς θα εντάσσονται νωρίτερα σε προγράμματα απασχόλησης, ενώ οι νέοι με σύνθετα κοινωνικά προβλήματα θα λαμβάνουν ενισχυμένη συμβουλευτική υποστήριξη.
Με τη νέα εγγύηση βασικού εισοδήματος, η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει να περιορίσει την εξάρτηση από τα κοινωνικά επιδόματα, να ενισχύσει την απασχόληση και να καταστήσει το σύστημα πιο αυστηρό αλλά και πιο λειτουργικό, ένα εγχείρημα με σαφές κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα.
