Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, η διαδικασία σχηματισμού νέας κυβέρνησης είναι προσεκτικά ρυθμισμένη από τον Βασικό Νόμο. Η τρέχουσα κυβέρνηση παραμένει πλήρως λειτουργική μέχρι την ιδρυτική σύνοδο της νέας βουλής, όπου και θεωρείται “υπηρεσιακή”. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, αλλά περιορίζεται στην αποφυγή λήψης αποφάσεων που θα δεσμεύσουν την επόμενη κυβέρνηση.
Η εκλογή του Ομοσπονδιακού Καγκελάριου είναι κρίσιμη και απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία στην βουλή για να ολοκληρωθεί επιτυχώς. Αν δεν επιτευχθεί αυτή η πλειοψηφία στον πρώτο γύρο, οι βουλευτές μπορούν να συνεχίσουν με νέες εκλογές ή να διαπραγματευτούν για την εκλογή νέου υποψηφίου. Εάν, μετά από αρκετούς γύρους, ο Ομοσπονδιακός Καγκελάριος εκλεγεί με απλή πλειοψηφία, ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος μπορεί είτε να τον διορίσει είτε να διαλύσει την βουλή και να προκηρύξει νέες εκλογές.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, τα πολιτικά κόμματα προχωρούν σε διερευνητικές συνομιλίες για να εντοπίσουν πιθανούς συμβιβασμούς, πριν εισέλθουν σε διαπραγματεύσεις συνασπισμού για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Αυτές οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν συχνά σε μια συμφωνία συνασπισμού, η οποία καθορίζει τις πολιτικές κατευθύνσεις και την κατανομή των υπουργείων για την επόμενη εκλογική περίοδο.