Αντιμέτωπη με αυξανόμενες εκκλήσεις για τη νομική απαγόρευση της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), η γερμανική κοινή γνώμη φαίνεται να κρατά αποστάσεις.
Σύμφωνα με αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση του Ινστιτούτου έρευνας κοινής γνώμης Allensbach για λογαριασμό της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), το 52% των πολιτών αντιτίθεται στην απαγόρευση του κόμματος, ενώ μόλις το 27% τάσσεται υπέρ.
Εντυπωσιακή είναι η γεωγραφική διαφορά στη στάση των πολιτών: στην Ανατολική Γερμανία, το 65% των ερωτηθέντων αντιτίθεται σε μια πιθανή απαγόρευση του AfD, έναντι 49% στη Δυτική Γερμανία. Η έρευνα διεξήχθη μεταξύ 4 και 16 Ιουλίου, με τη συμμετοχή 1.054 ατόμων, αποτυπώνοντας με σαφήνεια τις διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τις δύο περιοχές.
Ένα από τα βασικά ευρήματα της έρευνας είναι ότι πολλοί Γερμανοί, ανεξαρτήτως περιοχής, έχουν στις κοινωνικές τους επαφές υποστηρικτές του AfD. Συγκεκριμένα, το 67% των Δυτικογερμανών και το εντυπωσιακό 88% των Ανατολικογερμανών δηλώνουν ότι γνωρίζουν κάποιον που ψηφίζει AfD. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, οι προσωπικές σχέσεις με υποστηρικτές του κόμματος δε συνεπάγονται απαραιτήτως και αποδοχή των θέσεών του.
Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση ανάμεσα στην αντίληψη για το κόμμα και τους υποστηρικτές του είναι εμφανής: ενώ το 54% συνολικά χαρακτηρίζει το AfD ως δεξιό εξτρεμιστικό κόμμα, μόνο το 5% όσων γνωρίζουν ψηφοφόρους του κόμματος τους αποδίδει αντίστοιχα ακραία χαρακτηριστικά.
Αρκετοί συμμετέχοντες στην έρευνα εκφράζουν επιφυλάξεις σχετικά με τα κίνητρα πίσω από τις φωνές που ζητούν την απαγόρευση του AfD. Όπως προκύπτει, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι πολιτικά κόμματα ή παράγοντες που υποστηρίζουν την απαγόρευση το κάνουν κυρίως για να εξουδετερώσουν έναν ισχυρό και ενοχλητικό πολιτικό αντίπαλο, και όχι εξαιτίας μιας ειλικρινούς ανησυχίας για το πολίτευμα.
Η συζήτηση για την απαγόρευση αναζωπυρώνεται από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος
Η δημόσια συζήτηση ενισχύθηκε εκ νέου αφότου η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (BfV) χαρακτήρισε το AfD ως «σαφώς δεξιό εξτρεμιστικό κόμμα». Αν και η κατάταξη αυτή έχει προσωρινά ανασταλεί, λόγω νομικών ενεργειών του κόμματος εναντίον της απόφασης, η πολιτική και νομική συζήτηση για το μέλλον του AfD στο πολιτικό σκηνικό της χώρας είναι ανοιχτή.
Σε κάθε περίπτωση, η τελική απόφαση για ενδεχόμενη απαγόρευση ανήκει στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο και μπορεί να ληφθεί μόνο ύστερα από αίτημα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, της Bundestag ή του Bundesrat. Μέχρι στιγμής, δεν έχει κατατεθεί τέτοιο αίτημα.
Συγκρουόμενες φωνές στο πολιτικό σκηνικό
Η πολιτική σκηνή παραμένει διχασμένη γύρω από το θέμα. Ο υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας και στέλεχος της CSU, Αλεξάντερ Ντόμπριντ, δήλωσε σε συνέντευξή του στο WELT TV ότι η απαγόρευση του AfD είναι μια «θεμελιωδώς λανθασμένη προσέγγιση». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αντιμετώπιση ενός κόμματος με τέτοια μέσα, αφότου έχει ενισχυθεί πολιτικά εξαιτίας χρόνιων πολιτικών λαθών, συνιστά «απόλυτη πλάνη». Τόνισε δε ότι ακόμη κι αν ξεκινούσε τέτοια διαδικασία, θα διαρκούσε χρόνια.
Αντιθέτως, υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν την απαγόρευση ως αναγκαίο μέσο προστασίας της δημοκρατίας. Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, Ματίας Μιρς, έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της έναρξης των σχετικών διαδικασιών.
Συμπεράσματα: Προβληματισμός, αλλά και επιφυλακτικότητα
Η έρευνα του Allensbach καταγράφει όχι μόνο την απόρριψη της απαγόρευσης του AfD από την πλειοψηφία των πολιτών, αλλά και το βαθύ ρήγμα που υπάρχει στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο της χώρας. Η αντίσταση στην απαγόρευση του κόμματος δεν σημαίνει αναγκαστικά ταύτιση με τις θέσεις του· αντανακλά όμως μια διάχυτη ανησυχία ότι η πολιτική αντιμετώπιση των ιδεολογικών αντιπάλων με θεσμικά ή δικαστικά μέσα μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για το δημοκρατικό σύστημα συνολικά.
Η εξέλιξη του πολιτικού τοπίου στη Γερμανία τους επόμενους μήνες, καθώς πλησιάζουν οι τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές, αναμένεται να φέρει στο προσκήνιο εκ νέου τη συζήτηση για το ρόλο και τη νομιμότητα της AfD. Ωστόσο, προς το παρόν, η κοινωνία φαίνεται να ζητά πολιτικές απαντήσεις και όχι δικαστικές λύσεις.
