Γράφει ο Μουρτζούκος Χρήστος
Ήταν Κυριακή πρωί όταν ο Περικλής ξύπνησε με μια αίσθηση προσμονής. Δεν ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή, είχε αποφασίσει ότι σήμερα θα έδινε για 27η φορά αίμα στον Ερυθρό Σταυρό.
Είχαν περάσει περίπου τρεισήμισι μήνες από την τελευταία του αιμοδοσία, στις αρχές του καλοκαιριού, και ένιωθε πως είχε έρθει η στιγμή να ξαναπροσφέρει αυτό το πολύτιμο δώρο ζωής. Για τον ίδιο, η αιμοδοσία δεν ήταν μια τυπική πράξη, αλλά μια βαθιά προσωπική υπόθεση, ένας τρόπος να νιώθει χρήσιμος απέναντι στην κοινωνία.
Αφού απόλαυσε το πρωινό του, πήρε το αυτοκίνητο και οδήγησε προς την πόλη. Συνήθιζε να πηγαίνει τις Κυριακές, ώστε να συνδυάζει την αιμοδοσία με έναν καφέ στο κέντρο, μια μικρή έξοδο που έδινε χρώμα στην εβδομάδα του. Όταν έφτασε στο κτίριο του Ερυθρού Σταυρού, παρατήρησε πως τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα έξω δεν ήταν πολλά. Ωστόσο, μπαίνοντας μέσα, διαπίστωσε πως η αίθουσα είχε αρκετό κόσμο και έπρεπε να περιμένει να ελευθερωθεί ένα κρεβάτι.
Πρώτα ακολούθησε τις συνηθισμένες διαδικασίες, η αιμοληψία για έλεγχο, η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου με τις τριάντα ερωτήσεις, η μέτρηση της πίεσης από τον γιατρό, μια μικρή συζήτηση για το πώς αισθανόταν. Όλα έγιναν όπως πάντα, με τυπική ακρίβεια αλλά και με μια οικειότητα που τον έκανε να νιώθει άνετα. Στη συνέχεια πήγε στον χώρο αναμονής, εκεί όπου οι δότες κάθονταν είτε για να περιμένουν τη σειρά τους είτε για να ανακτήσουν δυνάμεις μετά την αιμοδοσία.
Μετά από περίπου δέκα λεπτά, ήρθε η σειρά του. Μπήκε στην αίθουσα, κάθισε στο κρεβάτι και η νοσηλεύτρια ξεκίνησε τις απαραίτητες προετοιμασίες. Δίπλα του καθόταν μια νεαρή κοπέλα, ψηλή, όμορφη ξανθιά, με χαμόγελο φωτεινό. Από την πρώτη στιγμή ένιωσε ότι το βλέμμα της έπεφτε συχνά πάνω του. Στην αρχή ο Περικλής το προσπέρασε, θεωρώντας πως ίσως ήταν τυχαίο. Όμως σύντομα κατάλαβε ότι δεν ήταν.
Η κοπέλα μιλούσε ήδη με τη νοσηλεύτρια, αστειευόμενη για το αν το «χέρι της είναι ελαφρύ» όταν βάζει τη βελόνα. Η νοσηλεύτρια γέλασε, απαντώντας πως «το ίδιο χέρι έχω για όλους». Τότε, με μια παιχνιδιάρικη διάθεση, η κοπέλα γύρισε προς τον Περικλή και του είπε χαμογελώντας:
— Εσύ θα μου πεις αν είναι πράγματι ελαφρύ ή όχι.
Ο Περικλής ανταπέδωσε το χαμόγελο.
— Σε λίγο θα σου πω, μόλις νιώσω το τσίμπημα, απάντησε.
Η ατμόσφαιρα είχε γίνει ξαφνικά πιο χαλαρή. Όταν η νοσηλεύτρια έφυγε, η κοπέλα γύρισε ξανά προς το μέρος του και ξεκίνησε κουβέντα. Σχολίασε πόσο κόσμο είχε σήμερα, κάτι που δεν το περίμενε. Ο Περικλής συμφώνησε, λέγοντάς της πως ήταν η πρώτη φορά που χρειάστηκε να περιμένει. Κάπως έτσι άνοιξε μια φιλική συζήτηση ανάμεσά τους.
Εκείνη αποκάλυψε πως αυτή ήταν μόλις η έβδομη φορά που έδινε αίμα. Στην αρχή είχε ενδοιασμούς, φοβόταν λίγο, αλλά σιγά σιγά είχε αρχίσει να συνηθίζει. Όταν ρώτησε τον Περικλή πόσες φορές είχε δώσει αίμα, εκείνος χαμογέλασε και της απάντησε πως πλησίαζε τις τριάντα. Η αντίδρασή της ήταν αυθόρμητη, γεμάτη θαυμασμό.
— Ουάου, συγχαρητήρια! Αυτό είναι πραγματικά σπουδαίο!
Ο Περικλής, αν και συνηθισμένος σε τέτοιες αντιδράσεις, ένιωσε μια μικρή περηφάνια. Εκείνη τη στιγμή, όμως, δεν ήταν η πράξη της αιμοδοσίας που τον έκανε να νιώθει όμορφα, αλλά η παρουσία της κοπέλας.
Η κουβέντα συνεχίστηκε με φυσικότητα. Η νεαρή, που τελικά συστήθηκε ως Νάταλη, του είπε πως πιθανότατα θα τελείωναν μαζί την αιμοδοσία και τον ρώτησε αν θα ήθελε να περιμένει να φάνε παρέα μετά. Ο Περικλής δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Κυριακή του ήταν ελεύθερη και ήξερε πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να περάσει όμορφα.
Πράγματι, η Νάταλη τελείωσε πρώτη και τον περίμενε. Μαζί πήγαν στον χώρο εστίασης, όπου οι αιμοδότες απολάμβαναν πάντα ένα μικρό γεύμα. Διάλεξαν σοκολάτα, λουκάνικο, λίγο ψωμί, και οι δυο προτίμησαν χυμό μήλου. Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και έκαναν το καθιερωμένο «στην υγειά μας» με τα ποτήρια τους. Από την πρώτη στιγμή η συζήτηση κυλούσε αβίαστα. Μιλούσαν και γελούσαν, και η Νάταλη δεν έκρυβε το ενδιαφέρον της.
Σε κάποια στιγμή, με ειλικρίνεια και τόλμη, του είπε:
— Θα ήθελα να ξανασυναντηθούμε. Να βγούμε για έναν καφέ, ένα ποτό ή και φαγητό.
Ο Περικλής ένιωσε ευχάριστα αιφνιδιασμένος. Δεν του συνέβαινε συχνά κάτι τέτοιο, κι όμως η στιγμή έμοιαζε φυσική, σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. Χαμογέλασε και απάντησε θετικά. Αντάλλαξαν κινητά και συμφώνησαν να βρεθούν ξανά το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Όταν τελείωσαν το γεύμα τους και κατέβηκαν στον χώρο στάθμευσης, η Νάταλη γύρισε και του είπε με γλυκό χαμόγελο:
— Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, μου φάνηκες ξεχωριστός άνθρωπος, και γι’ αυτό ήθελα να σε προσεγγίσω.
Ο Περικλής την ευχαρίστησε για την ειλικρίνειά της και για το κομπλιμέντο. Ανταπέδωσε λέγοντας πως κι εκείνος χάρηκε που την γνώρισε και πως ανυπομονούσε να βρεθούν ξανά. Χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο, μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και έφυγαν με την υπόσχεση μιας νέας συνάντησης.
Για τον Περικλή, αυτή η 27η αιμοδοσία θα έμενε αξέχαστη. Όχι μόνο γιατί πρόσφερε για άλλη μια φορά το πολύτιμο δώρο της ζωής, αλλά γιατί εκεί, ανάμεσα σε βελόνες, φιαλίδια και χαμόγελα, γεννήθηκε μια νέα γνωριμία. Μια Κυριακή που ξεκίνησε με προσφορά κατέληξε σε μια ιστορία που ίσως έφερνε κάτι όμορφο και απρόσμενο στη ζωή του.