Λογοτεχνία

Ο ουρανός στον καθρέφτη

Γράφει ο *π. Κωνσταντίνος Λαγός

Εκείνη η νύχτα ήταν λες και είχε βγει από τις σελίδες κάποιας γοτθικής νουβέλας. Ο ουρανός φωτιζόταν από συνεχείς αστραπές και κεραυνούς χωρίς όμως να πέφτει ούτε μια σταγόνα βροχής.

Χωρίς να ακούγεται ούτε μισό μπουμπουνητό. Σαν να μην έφτανε αυτό, η ηλεκτροδότηση είχε κοπεί. Μέσα σε αυτό το σχεδόν υπερφυσικό τοπίο ένιωσα ένα κάλεσμα στο οποίο δε μπορούσα να αρνηθώ. Ένα κάλεσμα να βγω έξω στη νύχτα και να περπατήσω. Αν και φωτισμός δεν υπήρχε, οι αστραπές ήταν τόσο συχνές που έκαναν τη νύχτα να μοιάζει σχεδόν με μέρα.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ψυχή δε κυκλοφορούσε. Άφησα το κάλεσμα, αυτή την αφύσική και μυστηριώδη έλξη να οδηγήσει τα βήματά μου. Ακολουθούσα χωρίς να εξετάζω που πηγαίνω. Έστριβα σε δρομάκια άγνωστα, περπατούσα σε γειτονιές που δεν είχα ξαναβρεθεί, ακολουθούσα δρόμους που μέχρι εκείνη τη νύχτα δεν ήξερα καν την ύπαρξή τους. Η αίσθηση του χρόνου με είχε εγκαταλείψει κι αυτή μαζί με κάθε ικανότητα προσανατολισμού.

Δεν ήξερα ούτε που πήγαινα ούτε και για πόση ώρα προχωρούσα. Αυτό για το οποίο ήμουν σίγουρος ήταν ότι δεν είχα δει άνθρωπο ούτε καν σε κάποιο παράθυρο ή μπαλκόνι. Ούτε καν κάποιο αδέσποτο ζώο. Όμως κάτι άγνωστο συνέχιζε να με καλεί και να με τραβά κοντά του… Είχα αρχίσει να κουράζομαι όταν ένιωσα πως έφτανα στον προορισμό μου. Ήταν τότε που άκουσα τη μελωδία μιας κιθάρας να έρχεται από κάποιο σημείο του δρόμου ευθεία μπροστά μου.

Είχα φτάσει σε ένα δρομάκι το οποίο κατέληγε σε αδιέξοδο ενώ δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν πέντε – έξι σπίτια εγκαταλειμμένα. ήταν παλιά, μάλλον χτισμένα κατά τη δεκαετία του πενήντα. Ό,τι κι ήταν αυτό που με καλούσε σιώπησε μόλις ξεκίνησε η κιθάρα να παίζει. Μια αστραπή, από τις πολλές που έπεφταν, φώτισε το δρομάκι και μου αποκάλυψε τον μουσικό να κάθεται σε ένα πεζούλι και να παίζει. Φορούσε μαύρο μακρύ παλτό, μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο.

Τα μαλλιά του χτενισμένα πίσω και κάπως μακριά, το δέρμα του ωχρό και τα μάτια του έλαμπαν στις κόγχες του χωρίς ίχνος τριχοφυίας προσώπου του. Στάθηκα μπροστά του με αισθήματα φόβου και περιέργειας να αναμειγνύονται και να πολεμούν μέσα μου για την επικράτησή τους. Από τη μία ήθελα να τρέξω μακριά και από την άλλη ζητούσα να μάθω περισσότερα.

Εν τω μεταξύ, ο μουσικός σταμάτησε να παίζει. Με κοίταξε και αφού ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, σήκωσε το κοκαλιάρικο χέρι του δείχνοντάς μου το απέναντι σπίτι. Στρέφοντας το βλέμμα μου προς τη κατεύθυνση που έδειχνε το χέρι είδα πως σε εκείνο το σπίτι – το από δεκαετίες εγκαταλειμμένο- η πόρτα ήταν ανοιχτή και ένα μυστηριώδες μπλε φως τρεμόπαιζε. Στο κεφάλι μου η περιέργεια είχε θριαμβεύσει επί του φόβου. προχώρησα στο εσωτερικό του σπιτιού. Αφού πέρασα την αυλόπορτα και περπάτησα για λίγο σε αυτό που κάποτε ήταν μάλλον η πλακόστρωτη αυλή έφτασα στην πόρτα της οικίας, η οποία με περίμενε ορθάνοιχτη.

Το μπλε φως γινόταν όλο και πιο έντονο μέσα στο σπίτι. Προχώρησα στον διάδρομο του σπιτιού και αφού πέρασα τη μικρή κουζίνα βρέθηκα μπροστά στη κρεβατοκάμαρα. Το μπλε φως ερχόταν από εκεί. Μπήκα μέσα και έκπληκτος ανακάλυψα πως η πηγή του φωτός αυτού ήταν ο καθρέφτης που ήταν στερεωμένος στο φύλλο μιας ντουλάπας. Θα ήταν εκπληκτικό από μόνο του το γεγονός πως είχε παραμείνει τόσα χρόνια στη θέση του αν δεν υπήρχε εκείνο το τόσο ζωντανό μπλε φως που έλαμπε από μέσα του. Πλησίασα, κοίταξα και πισωπάτησα χάνοντας τη λαλιά μου!

Το μπλε φως που εξέπεμπε ο καθρέφτης, εκείνο το τόσο ζωντανό χρώμα, προερχόταν -ακόμα και τώρα δε πιστεύω πως το γράφω αυτό- από τον ουρανό! Από έναν ουρανό μάλλον! Μέσα στον καθρέφτη μπορούσα να δω τον ουρανό, όχι όμως τον δικό μας. Εκείνος ήταν τόσο ζωντανός, τόσο όμορφος, τόσο ευχάριστα ζεστός! Τα σύννεφα σχεδόν παρήγαγαν κάποιο είδος μουσικής ενώ και οι ακτίνες του ήλιου ήταν…δροσερές! Δεν ξέρω πόση ώρα κάθισα να χαζεύω αυτό το απίστευτο θέαμα, όταν εμφανίστηκε μπροστά μου ένα φτερωτό πλάσμα, ένας άγγελος!

Είχε γυναικεία μορφή, κόκκινα μαλλιά, πράσινα φωτεινά μάτια και το γυμνό κορμί της ήταν στο μπλε χρώμα του ουρανού στον οποίο πετούσε. Αν δεν ήταν τα λευκά φτερά της δε θα μπορούσα να τη ξεχωρίσω από τον υπόλοιπο ουρανό. Μου χαμογέλασε και με αποκάλεσε με το όνομά μου! Πώς ήξερε το όνομά μου; Μέσα σε τόση παραδοξότητα, αυτό μου φάνηκε σχεδόν φυσιολογικό. Συζητήσαμε για κάμποση ώρα. Διστακτικά στην αρχή, με μεγαλύτερη άνεση αργότερα. Μιλήσαμε για ένα σωρό θέματα που απασχολούν τις έρευνές μου. Για τους άλλους κόσμους, για αόρατα όντα που διαβαίνουν αυτούς τους κόσμους, για πνεύματα που γεμίζουν τον αιθέρα, για τον θάνατο και την αθανασία. Μου μίλησε για τη γλώσσα που μιλούν στον κόσμο της, μια γλώσσα που αν κάποιος τη διδαχθεί , θα μπορέσει να ξεκλειδώσει τα μυστήρια του δικού μας κόσμου.

Προσφέρθηκε να μου τη διδάξει. Η ευκαιρία που απλωνόταν μπροστά μου δε μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητο. Άπλωσε το χέρι της κι εγώ το δικό μου. Με άρπαξε με μια απότομη κίνησε και με τράβηξε στην άλλη μεριά του καθρέφτη. Μόλις πέρασα μέσα, ο ουρανός άλλαξε. Το μπλε φωτεινό του χρώμα μετατράπηκε σε ένα απαίσιο και βαρύ μαύρο που σαν να ρουφούσε την ίδια τη ψυχή μου. Η μελωδία των λευκών αφράτων σύννεφων, που τώρα είχαν γίνει κόκκινα σαν το αίμα και βαριά σαν πέτρες, μετατράπηκε σε ένα στρεβλό στριγκό ήχο που έκανε τα αυτιά μου να ματώνουν. Η δροσιά των ακτινών του ήλιου τώρα με έκαιγε τόσο οδυνηρά! Η θαλπωρή του κόσμου αυτού είχε γίνει ένα αδυσώπητο και κενό ψύχος! Γύρισα να κοιτάξω το φτερωτό πλάσμα και…Θεέ μου!

Το φρικτό θέαμα ήταν αυτό. Πως να περιγραφεί εκείνη η άμορφη φρίκη για την οποία δεν έχουν επινοηθεί ακόμα ανθρώπινες λέξεις. Η όλη παρουσία του πλάσματος μόνο μια λέξη μου έφερνε στο μυαλό: βλασφημία! Μου μίλησε με μια φωνή που αντηχούσε με φρικώδη τρόπο μέσα στο κεφάλι μου. Με χλεύασε που ήμουν τόσο ανόητος και αυθάδης που ήθελα να μάθω τη γλώσσα πλασμάτων τόσο πολύ αρχαιότερων αλλά και ανώτερων από εμένα!

Αλλά απρ’ όλα αυτά -μου είπε και τα λόγια της με έκαιγαν ως τα βάθη που δεν ήξερα ότι υπήρχαν μέσα μου- θα μου έδινε το δώρο που υποσχέθηκε…Και άρχισε να με διδάσκει τη γλώσσα της…τόση φρίκη, τόση αγωνία και πόνος…λιποθύμησα… Δεν ξέρω πόσες μέρες μετά ξύπνησα. Η ακοή μου έχει χαθεί, το ίδιο και η μιλιά μου. Τα μάτια μου πονάνε και δεν μπορώ να τα κρατήσω για πολύ ανοιχτά. Μόνο η γραφή μου απέμεινε. Με πολύ κόπο έγραψα αυτό το κείμενο περιγράφοντας όλα όσα μου συνέβησαν μέχρι να ξυπνήσω σε τούτο το ψυχιατρείο.

Έχω μέρες να κοιμηθώ. Κάθε φορά που κοιμάμαι έρχονται στον ύπνο μου και με βασανίζουν πλάσματα αφάνταστης φρίκης. Δεν έχω όρεξη να φάω, με ταϊζουν με το ζόρι όσο μπορώ. Αισθάνομαι το τέλος να πλησιάζει. Όλη μου τη ζωή τη πέρασα ψάχνοντας κόσμους κρυμμένους, γυρεύοντας να μάθω όσα περισσότερα ήταν δυνατό γι’ αυτούς… Εκείνη τη νύχτα η αναζήτησή μου έλαβε τέλος. Το αντίτιμο ήταν βαρύ. Και τώρα, λίγο πριν η ψυχή μου βγει από το σώμα και πάει-πού άραγε; Αφήνω τούτο το σημείωμα ως προειδοποίηση…ή και ως χάρτη…αυτό θα το αποφασίσει ο αναγνώστης…

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news, και στο Youtube και κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Άγνωστες λέξεις της ζωής

e-enimerosi

Σάρκα ή ψυχή

e-enimerosi

Λάμπει η Ψυχή

e-enimerosi