Η υπόθεση του Cemhan “Jimmy” Biricik, που κατηγορείται στις ΗΠΑ για μια τεράστια απάτη ύψους 566 εκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο από μια μεμονωμένη εγκληματική πράξη.
Φέρνει στο προσκήνιο ένα ευρύτερο φαινόμενο, τη μετατροπή της σημερινής Τουρκίας, υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε «ασφαλές καταφύγιο» για φυγάδες, οικονομικούς απατεώνες και άτομα με πολιτικές ή επιχειρηματικές διασυνδέσεις που επιδιώκουν να διαφύγουν της διεθνούς δικαιοσύνης.
Οι Αμερικανοί εισαγγελείς υποστηρίζουν ότι η Άγκυρα έχει πάψει να αποτελεί αξιόπιστο εταίρο στις διασυνοριακές έρευνες, με τη δικαιοσύνη και το πολιτικό της σύστημα να θεωρούνται πλέον εξαιρετικά πολιτικοποιημένα και διαβρωμένα από τη διαφθορά. Οι αναφορές στο κατηγορητήριο για τον Biricik, ο οποίος κατηγορείται ότι εκμεταλλεύτηκε τα κρατικά κονδύλια της πανδημίας για προσωπικό πλουτισμό, δείχνουν πόσο εύκολα η Τουρκία μπορεί να λειτουργήσει ως προορισμός διαφυγής για όσους διαθέτουν κεφάλαια και διασυνδέσεις.
Σύμφωνα με τα αμερικανικά δικαστικά έγγραφα, η Τουρκία παρουσιάζεται ως χώρα όπου οι διαδικασίες έκδοσης είναι ουσιαστικά ανενεργές, ιδίως όταν πρόκειται για άτομα με επιρροή ή σημαντικά οικονομικά μέσα. Οι εισαγγελείς προειδοποιούν ότι, αν ο Biricik καταφέρει να διαφύγει εκεί, οι πιθανότητες να επιστραφεί στις ΗΠΑ είναι ελάχιστες.
Πέρα όμως από τη νομική διάσταση, η υπόθεση φωτίζει το πώς η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ και θεωρητικά σύμμαχος της Δύσης, έχει εξελιχθεί σε κόμβο για αμφιλεγόμενες οικονομικές δραστηριότητες. Από υποθέσεις ξεπλύματος χρήματος και παραβίασης κυρώσεων έως δίκτυα λαθρεμπορίου και παράνομων χρηματοδοτήσεων, οι Δυτικές υπηρεσίες βλέπουν μια χώρα που λειτουργεί πλέον με όρους πολιτικής σκοπιμότητας και όχι κράτους δικαίου.
Η υπόθεση Biricik, έτσι, δεν είναι απλώς μια ιστορία απάτης· είναι ένα σύμπτωμα της απομάκρυνσης της Τουρκίας από τις δημοκρατικές αρχές και της μετατροπής της σε καταφύγιο για όσους μπορούν να αγοράσουν επιρροή και προστασία. Για τους Αμερικανούς αξιωματούχους, ο φάκελος αυτός επιβεβαιώνει ένα ανησυχητικό δεδομένο: ότι το να είναι μια χώρα «σύμμαχος» δεν σημαίνει πια ότι συμμερίζεται τις ίδιες αξίες δικαιοσύνης και διαφάνειας.
