Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πως την Παρασκευή 15 Αυγούστου θα συναντηθεί με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αλάσκα, χαρακτηρίζοντας τη συνάντηση «πολυαναμενόμενη» και «διερευνητική».
Η επιλογή αμερικανικού εδάφους, και μάλιστα σε σημείο γεωγραφικά κοντά στη ρωσική επικράτεια, αποτελεί κίνηση υψηλού συμβολισμού. Παράλληλα, ο Αμερικανός πρόεδρος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας πρόσθετης συνάντησης στη Ρωσία, κάτι που θα αποτελούσε εντυπωσιακή στροφή σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό.
Δύο ημέρες πριν τη συνάντηση, την Τετάρτη, έχει προγραμματιστεί τηλεδιάσκεψη στην οποία θα συμμετάσχουν ο Τραμπ, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, Ευρωπαίοι ηγέτες και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς. Η γερμανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι το αντικείμενο των συνομιλιών θα είναι η προετοιμασία πιθανών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, η εξέταση επιλογών για αύξηση της πίεσης προς τη Ρωσία και η συζήτηση των ακανθωδών ζητημάτων εδαφικών διεκδικήσεων και ασφάλειας.
Οι θέσεις της κάθε πλευράς και οι σκληρές διαπραγματεύσεις
Ο Πούτιν απαιτεί ως προϋπόθεση για έναρξη διαπραγματεύσεων την παραχώρηση στην Ρωσία του συνόλου του Ντονμπάς (Λουχάνσκ και Ντόνετσκ), της Κριμαίας, καθώς και των περιοχών Ζαπορίζια και Χερσώνας (τουλάχιστον εν μέρει). Η Ουκρανία, δια στόματος Ζελένσκι, απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ιδέα παραχώρησης εδαφών, τονίζοντας ότι η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας είναι αδιαπραγμάτευτες.
Η αμερικανική προσέγγιση του Τραμπ είναι πιο ρεαλιστική ή, κατά τους επικριτές του, κυνική. Ο ίδιος δηλώνει ότι «θα υπάρξει κάποια ανταλλαγή εδαφών προς όφελος και των δύο πλευρών» και πως η συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει αμοιβαίες παραχωρήσεις. Η ιδέα αυτή αφήνει ανοιχτό το σενάριο η Ουκρανία να αποδεχθεί την απώλεια ορισμένων περιοχών με αντάλλαγμα την επιστροφή άλλων μικρότερων τμημάτων που σήμερα ελέγχονται από τη Ρωσία.
Στην πράξη, όμως, η ανισορροπία είναι εμφανής: αν οι πέντε υπό συζήτηση περιοχές παραχωρηθούν στη Ρωσία, απομένει ελάχιστο έδαφος που η Μόσχα θα μπορούσε να προσφέρει ως αντάλλαγμα, κυρίως τμήματα κοντά στο Χάρκοβο και το Σούμι, τα οποία κατέχει εν μέρει. Η αναλογία κέρδους–απώλειας είναι σαφώς υπέρ της Ρωσίας, κάτι που κάνει την ουκρανική άρνηση πολιτικά αναμενόμενη.
Διαβάστε ακόμα: Ουκρανία: Την εγκαταλείπει η δύση(?)
Οι δηλώσεις Τραμπ και η στρατηγική του
Ο Τραμπ εμφανίζεται αποφασισμένος να δοκιμάσει προσωπικά τις προθέσεις του Πούτιν: «Θα ξέρω μέσα σε δύο λεπτά αν μπορεί να υπάρξει πρόοδος», δήλωσε, υπονοώντας ότι η συνάντηση στην Αλάσκα είναι περισσότερο ένα τεστ διάθεσης παρά μια διαπραγμάτευση εις βάθος. Δήλωσε ότι θα πει στον Ρώσο πρόεδρο «πρέπει να τερματίσεις αυτόν τον πόλεμο», ελπίζοντας σε εποικοδομητική συζήτηση αλλά αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποσυρθεί πλήρως από τη μεσολάβηση αν δει αδιαλλαξία.
Ο Αμερικανός πρόεδρος άφησε επίσης να εννοηθεί ότι ενδέχεται να ακολουθήσει τριμερής συνάντηση με τον Πούτιν και τον Ζελένσκι, είτε με τη δική του παρουσία είτε χωρίς αυτήν. Ο απώτερος στόχος του είναι μια εκεχειρία, την οποία θέλει να πετύχει «σύντομα».
Η στάση Ζελένσκι και η ευρωπαϊκή γραμμή
Ο Ζελένσκι έχει προειδοποιήσει ότι «κάθε απόφαση που θα ληφθεί χωρίς την Ουκρανία θα είναι απόφαση ενάντια στην ειρήνη». Στο εσωτερικό του, αντιμετωπίζει συνταγματικά και πολιτικά εμπόδια για οποιαδήποτε παραχώρηση εδαφών, ενώ η ουκρανική κοινωνία, δείχνει ”κουρασμένη” από τον μακροχρόνιο πόλεμο.
Η Ευρώπη, από την πλευρά της, διαμηνύει ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, αν και ορισμένες κυβερνήσεις παρακολουθούν με προσοχή την πρωτοβουλία Τραμπ ως πιθανό μονοπάτι για τερματισμό μιας δαπανηρής και γεωπολιτικά επικίνδυνης σύγκρουσης.
Νέο Μινσκ ή νέα Γιάλτα;
Η ιστορική αναλογία είναι αναπόφευκτη. Το «Μινσκ» (2014–2015) υπήρξε μια προσωρινή εκεχειρία που κατέρρευσε, αφήνοντας εκκρεμή τα ζητήματα κυριαρχίας και ελέγχου. Η «Γιάλτα» (1945) καθόρισε σφαίρες επιρροής για δεκαετίες. Αν η συνάντηση Τραμπ–Πούτιν οδηγήσει σε συμφωνία που παγιώνει την απώλεια ουκρανικών εδαφών, θα θυμίζει περισσότερο μια νέα Γιάλτα, με μόνιμη μετατόπιση συνόρων και ισορροπιών.
Ωστόσο, αν προκύψει μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός με ασαφή όρια και ανοιχτές διαπραγματεύσεις, τότε το αποτέλεσμα θα είναι πιο κοντά σε ένα «Μινσκ 3», ένα διάλειμμα στις εχθροπραξίες χωρίς οριστική λύση.
Στρατηγική εκτίμηση
Από στρατηγικής άποψης, η κίνηση Τραμπ έχει πολλαπλά επίπεδα:
-
Εσωτερική πολιτική: Η επίδειξη ότι μπορεί να «φέρει ειρήνη» ενισχύει το προφίλ του.
-
Γεωπολιτική ισορροπία: Η ανάληψη πρωτοβουλίας αφήνει την Ευρώπη σε ρόλο παρατηρητή ή δευτερεύοντα παίκτη, επαναφέροντας τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ.
-
Διαπραγματευτική πίεση: Το μήνυμα προς τον Ζελένσκι είναι σαφές, η Ουκρανία μπορεί να κληθεί να κάνει παραχωρήσεις, διαφορετικά το παράθυρο αμερικανικής υποστήριξης μπορεί να περιοριστεί.
-
Σήμα προς τη Μόσχα: Η συνάντηση σε αμερικανικό έδαφος αναγνωρίζει de facto τη Ρωσία ως συνομιλητή ισότιμου κύρους, ενώ αφήνει περιθώρια για «win-win» αφήγημα.
Το κεντρικό ερώτημα παραμένει: μπορεί να υπάρξει συμφωνία που να είναι πολιτικά αποδεκτή και στις δύο πλευρές; Η Ρωσία φαίνεται να απαιτεί περισσότερα από όσα η Ουκρανία μπορεί να δώσει χωρίς να καταρρεύσει πολιτικά, ενώ η Ουκρανία επιμένει στη γραμμή της πλήρους εδαφικής αποκατάστασης, την ώρα που η πραγματικότητα στο πεδίο μάχης δείχνει διαφορετική ισορροπία δυνάμεων.
Αν δεν υπάρξει σημαντική παρασκηνιακή πρόοδος, η συνάντηση Τραμπ–Πούτιν μπορεί να λειτουργήσει περισσότερο ως ένα πρώτο βήμα «διάγνωσης» παρά ως χώρος οριστικής συμφωνίας. Ωστόσο, ακόμη και μια προσωρινή εκεχειρία θα αποτελούσε ανακούφιση για εκατομμύρια ανθρώπους, αν και θα άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης.
Συμπέρασμα
Η 15η Αυγούστου μπορεί να αποδειχθεί ιστορική ή απλώς ένα σύντομο επεισόδιο στο μακρύ δράμα της ουκρανικής κρίσης. Το αν θα έχουμε ένα νέο Μινσκ ή μια νέα Γιάλτα εξαρτάται από τη βούληση των ηγετών να κινηθούν πέρα από τα μέγιστα αιτήματα και να αποδεχθούν έναν συμβιβασμό που θα σταθεροποιήσει το μέλλον της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση, η πρωτοβουλία Τραμπ ανοίγει ένα παράθυρο για διαπραγμάτευση, αλλά και έναν καθρέφτη που δείχνει τις βαθιές διαφορές στην αντίληψη ειρήνης μεταξύ Κιέβου, Μόσχας και Ουάσινγκτον. Αν αυτό το παράθυρο κλείσει χωρίς αποτέλεσμα, η επόμενη φάση του πολέμου ίσως είναι ακόμη πιο σκληρή και απρόβλεπτη.
Διαβάστε ακόμα: Τι πραγματικά συμβαίνει στην Ουκρανία;
