Ανησυχητικά σημάδια για τον όμιλο Volkswagen, ο οποίος ξεκίνησε το 2025 με αισθητή υποχώρηση στα οικονομικά του αποτελέσματα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση από την έδρα της εταιρείας στο Βόλφσμπουργκ, τα καθαρά κέρδη του πρώτου τριμήνου κατέγραψαν πτώση σχεδόν 41% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, διαμορφούμενα στα 2,19 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, παρά την αύξηση του συνολικού τζίρου κατά σχεδόν 3% (στα 77,6 δισ. ευρώ), επηρεάστηκε αρνητικά από ειδικές χρεώσεις άνω του 1 δισ. ευρώ, που αφορούσαν ζητήματα όπως οι προβλέψεις για τις εκπομπές CO2 στην Ευρώπη, η κοστοβόρα αναδιάρθρωση της θυγατρικής Cariad και οι επιπτώσεις του παλιότερου σκανδάλου του ντίζελ.
Επιπλέον, η απόδοση των κοινοπραξιών στην κρίσιμη αγορά της Κίνας υπήρξε απογοητευτική, ενώ η δραστηριότητα στον τομέα των μπαταριών συνέχισε να παράγει ζημίες.
Παρά τη μείωση του λειτουργικού αποτελέσματος κατά 37% στα 2,9 δισ. ευρώ, η διοίκηση της VW επιμένει στη διατήρηση της ετήσιας πρόβλεψης για απόδοση μεταξύ 5,5% και 6,5%.
Ο Οικονομικός Διευθυντής του Ομίλου, Arno Antlitz, τόνισε πως η εταιρεία αντιμετωπίζει «ένα μικτό ξεκίνημα» στο νέο οικονομικό έτος, επισημαίνοντας τα θετικά σημάδια από την αύξηση παραγγελιών και των πωλήσεων ηλεκτρικών οχημάτων στη Δυτική Ευρώπη. Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη προσαρμογής του κόστους και διατήρησης της ανταγωνιστικότητας εν μέσω ενός τοπίου αυξανόμενης γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν και οι πρόσφατες κινήσεις των ΗΠΑ για επιβολή δασμών σε εισαγόμενα αυτοκίνητα, παράγοντας που, όπως διευκρινίστηκε, δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στις προβλέψεις του Ομίλου.
Η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Volkswagen και η αβεβαιότητα που περιβάλλει τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις, ειδικά με τις ΗΠΑ, ενδέχεται να ασκήσουν ευρύτερη πίεση στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία συνολικά. Καθώς η VW αποτελεί βαρόμετρο για τον κλάδο, η μείωση κερδών και η εξάρτηση από αγορές όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες εγείρουν ανησυχίες για πιθανή επιβράδυνση των επενδύσεων, περιορισμό παραγωγής και αναθεώρηση στρατηγικών σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Οι νέοι δασμοί που προωθούνται από την κυβέρνηση Τραμπ ενδέχεται να πλήξουν όχι μόνο τις εξαγωγές της VW αλλά και άλλους μεγάλους ευρωπαϊκούς κατασκευαστές, οδηγώντας σε ανακατατάξεις στην παραγωγή, μεταφορά μονάδων σε τρίτες χώρες και επιδείνωση του κόστους για τους καταναλωτές.
Ταυτόχρονα, ο αυξημένος ανταγωνισμός από Ασιάτες κατασκευαστές, ιδίως στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων, εντείνει την πίεση στις ευρωπαϊκές εταιρείες να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις και την καινοτομία.
Αν οι γεωπολιτικές εντάσεις συνεχιστούν και η παγκόσμια ζήτηση παραμείνει ασταθής, η ευρωπαϊκή αγορά ίσως χρειαστεί να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της, προτάσσοντας την αυτονομία στην παραγωγή πρώτων υλών, την τεχνολογική διαφοροποίηση και τη στήριξη της εγχώριας ζήτησης.