Η Rheinmetall, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής αμυντικού υλικού στη Γερμανία, φαίνεται ότι διανύει μία από τις πιο δυναμικές περιόδους της ιστορίας της.
Οι πωλήσεις της ομίλου αυξήθηκαν περίπου 20% στα 7,5 δισ. ευρώ για τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, με τον τομέα των τεθωρακισμένων να σημειώνει αύξηση σχεδόν 28% και να αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ των εσόδων της εταιρείας. Ταυτόχρονα, το ανεκτέλεστο υπόλοιπο παραγγελιών έχει σκαρφαλώσει σε ιστορικά επίπεδα, περίπου 64 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρίου, με εκτιμήσεις της διοίκησης να το φέρνουν στο περιβάλλον των 80 δισ. έως τέλους έτους.
Αυτή η «έκρηξη» δεν είναι τυχαία, η έκτακτη αύξηση των αμυντικών δαπανών σε Ευρώπη και ΝΑΤΟ, η ανάγκη για αναπλήρωση αποθεμάτων πυρομαχικών και η ενίσχυση δυνατοτήτων (άρματα, συστήματα αεράμυνας, ηλεκτρονικά) λόγω του πολέμου στην Ουκρανία έχουν δημιουργήσει ένα παρατεταμένο κύμα ζήτησης.
Η Rheinmetall, πέρα από τα παραδοσιακά της προϊόντα (άρματα, πυρομαχικά, ηλεκτρονικά συστήματα), κλιμακώνει και τις γεωγραφικές και προϊόντικές επενδύσεις, ξεκίνησε κατασκευή νέου εργοστασίου πυρομαχικών στην Λιθοανία και προχωρά στην εξαγορά του ναυπηγικού τμήματος της Lürssen, εισερχόμενη έτσι και επισήμως στην αγορά πολεμικών πλοίων. Αυτές οι κινήσεις δείχνουν στρατηγική μετάβαση προς «one-stop» προμηθευτή συστημάτων άμυνας.
Ωστόσο, η ανάπτυξη συνοδεύεται από προκλήσεις: για να εκπληρώσει το μεγάλο όγκο παραγγελιών, η Rheinmetall πρέπει να κλιμακώσει παραγωγή, να χτίσει αποθέματα πρώτων υλών και να προσλάβει προσωπικό, στοιχεία που πιέζουν τα περιθώρια και τις ταμειακές ροές. Παρά την αύξηση του κύκλου εργασιών, το λειτουργικό περιθώριο έδειξε μια ήπια συρρίκνωση σε επίπεδο συγκεκριμένων τμημάτων, ενώ οι ελεύθερες λειτουργικές ταμειακές ροές εμφανίζονται αρνητικές λόγω επενδυτικών αναγκών. Η διοίκηση όμως παραμένει αισιόδοξη ότι μεγάλα προγράμματα του γερμανικού προϋπολογισμού θα μεταφραστούν σε παραγγελίες εντός των επόμενων μηνών.
Η έκρηξη στη ζήτηση όπλων έχει ευρύτερες συνέπειες για τη γερμανική παραγωγική βιομηχανία. Από τη μία, ανοίγει παράθυρο για εγχώρια βιομηχανική ανάταση, επενδύσεις σε επισκευαστική ναυπηγική, ηλεκτρονικά, ρομποτική και υποσυστήματα· από την άλλη, επιτείνει την ένταση στη «αλυσίδα αξίας» που στηρίζεται στον χάλυβα, τα μηχανουργικά εξαρτήματα και τις προμήθειες πρώτων υλών. Η αύξηση της απασχόλησης στην Rheinmetall (από περίπου 27.000 σε περίπου 31.500 εργαζόμενους) δείχνει τη ροπή προς απασχόληση, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει ανταγωνισμό για εργασία και προμήθειες με παραδοσιακούς βαριούς τομείς, π.χ. χαλυβουργία και τμήματα της μεταποίησης.
Και εδώ μπαίνει η «υπαρξιακή» ανησυχία για τη χαλυβουργία, ο Καγκελάριος Μερτς έχει χαρακτηρίσει την κατάσταση της γερμανικής χάλυβοβιομηχανίας κρίσιμη και συγκάλεσε «Stahlgipfel» για να χαραχθεί εθνική στρατηγική παρέμβασης. Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν, υψηλό ενεργειακό κόστος, διεθνής υπερπροσφορά (ιδιαίτερα από την Κίνα), και στρεβλώσεις του εμπορίου, καθιστούν τις ευρωπαϊκές μονάδες μη ανταγωνιστικές χωρίς κρατικά ή ευρωπαϊκά μέτρα στήριξης.
Ως άμεσα μέτρα, η κυβέρνηση προωθεί την εισαγωγή ενός «βιομηχανικού τιμολογίου» ηλεκτρικής ενέργειας από 1/1/2026 και εξετάζει προστατευτικούς μηχανισμούς (όρια και δασμούς) για ατυχείς εισαγωγές, σε συνεννόηση με Βρυξέλλες.
Τι σημαίνουν πρακτικά οι προτάσεις Μερτς; Μία «βιομηχανική τιμή» ηλεκτρισμού (subsidised industrial electricity price) θα μειώσει το λειτουργικό κόστος μεγάλων ενεργοβόρων επιχειρήσεων, μια άμεση ανακούφιση για χαλυβουργεία και χημικές μονάδες. Η δεύτερη γραμμή πολιτικής αφορά εμπόδια σε αθέμιτες εισαγωγές (π.χ. περιορισμός ατελώς εισερχόμενων ποσοτήτων, προσωρινές δασμολογικές ρυθμίσεις) και την επέκταση μεταβατικών απαλλαγών για το κόστος των δικαιωμάτων ρύπων, προκειμένου να αποφευχθεί αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος της «Made in Germany» παραγωγής. Παράλληλα, ο γερμανικός σχεδιασμός στοχεύει και σε επενδυτικά κίνητρα για εκσυγχρονισμό (πράσινη μεταλλουργία), ώστε η βιομηχανία να γίνει πιο ανταγωνιστική μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο, η λύση δεν είναι μόνο κρατικός επιδοματισμός, χρειάζεται συγχρονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επειδή μονομερείς «προσταγές» μπορεί να προσκρούσουν σε κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ ή να προκαλέσουν ανταποδοτικές ενέργειες τρίτων χωρών. Επιπλέον, η μετατόπιση παραγωγής προς την αμυντική βιομηχανία δημιουργεί πίεση στη διαθεσιμότητα κρίσιμων πρώτων υλών (χάλυβας, πρότυπα ηλεκτρονικών) και επιβάλλει επενδύσεις στην επαγγελματική κατάρτιση και στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Συμπέρασμα:
Η Rheinmetall αναδεικνύεται ως ένας από τους μεγάλους «κερδισμένους» της μεταπολεμικής αναδιάταξης στη ζήτηση άμυνας, αλλά η επιτυχία της εγείρει πολύπλευρες προκλήσεις για το γερμανικό οικοσύστημα. Η κυβέρνηση Merz προωθεί γρήγορα μέτρα (βιομηχανικό τιμολόγιο ρεύματος, προστατευτικές ρυθμίσεις, επενδυτικά κίνητρα), που μπορούν να ανακουφίσουν βραχυπρόθεσμα τη χαλυβουργία και τη βαριά βιομηχανία· όμως η βιώσιμη λύση απαιτεί ευρωπαϊκό συντονισμό, στρατηγική ασφάλειας προμηθειών και επενδύσεις για πράσινη, ανταγωνιστική παραγωγή, αλλιώς το κόστος της «επιτυχίας» σε κάποιους τομείς (όπως η άμυνα) μπορεί να φέρει μεγάλες αναταράξεις σε άλλους πυλώνες της γερμανικής οικονομίας.
