Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της πρόωρης γέννας μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες στην υγεία, την κοινωνική κινητικότητα και το οικονομικό επίπεδο ενός ατόμου, ακόμα και 40 χρόνια μετά τη γέννησή του.
Οι πρόωροι τοκετοί συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας και προβλήματα στη ζωή του ατόμου, που περιλαμβάνουν χαμηλότερο εισόδημα, περιορισμένες εκπαιδευτικές ευκαιρίες και μειωμένη κοινωνικοοικονομική ανέλιξη, ενώ συνεισφέρουν στη διαιώνιση της διαγενεακής ανισότητας.
Η μελέτη του Πέτρου Πεχλιβάνογλου, ερευνητή στο SickKids και αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, αναδεικνύει τη σημασία της κατανόησης αυτών των επιπτώσεων, οι οποίες έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια λόγω κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων, ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες. Οι έρευνες του κ. Πεχλιβάνογλου, σε συνεργασία με την Άσμα Άχμεντ από το Πανεπιστήμιο Wake Forest, χρηματοδοτήθηκαν από τα Καναδικά Ινστιτούτα Ερευνών Υγείας και επικεντρώνονται στις μακροχρόνιες συνέπειες των πρόωρων γεννήσεων, πέρα από τις γνωστές βραχυχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία.
Σε πρόσφατη έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Network Open, μελετήθηκαν σχεδόν πέντε εκατομμύρια γεννήσεις στον Καναδά (1983-1996), με παρακολούθηση των ατόμων έως το 2019. Η μελέτη αποκάλυψε ότι οι πρόωρες γεννήσεις συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας όχι μόνο στην πρώιμη παιδική ηλικία, αλλά και σε όλες τις ηλικιακές ομάδες έως την τέταρτη δεκαετία ζωής. Ο κίνδυνος θνησιμότητας συνδέεται με διάφορες αιτίες, όπως αναπνευστικά και κυκλοφορικά προβλήματα, νευρολογικές και ενδοκρινικές διαταραχές, μολυσματικές ασθένειες και καρκίνο.
Επιπλέον, οι προηγούμενες έρευνες που δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά JAMA Network Open και PLOS ONE καταδεικνύουν τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της προωρότητας. Η πρώτη έρευνα έδειξε ότι οι πρόωροι γεννημένοι ενήλικες είχαν χαμηλότερο ετήσιο εισόδημα και περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικοοικονομικής ανέλιξης, ειδικά αν προέρχονταν από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος. Η δεύτερη έρευνα ανέδειξε τη σύνδεση της πρόωρης γέννας με περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση και μειωμένο εισόδημα από την απασχόληση μέχρι την ηλικία των 28 ετών.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι επιπτώσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία κύησης, με τα άτομα που γεννήθηκαν πολύ πρόωρα (24-27 εβδομάδες) να παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην κοινωνική και οικονομική τους ανέλιξη.
Η έρευνα του κ. Πεχλιβάνογλου επισημαίνει την ανάγκη ανάπτυξης ενός συστήματος παρακολούθησης για τα πρόωρα παιδιά, παρόμοιο με αυτό που υπάρχει για άλλες χρόνιες παιδικές παθήσεις, όπως το άσθμα. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι έρευνες αυτές έχουν έντονο κοινωνικό αποτύπωμα, καθώς σκοπός τους είναι η δημιουργία πολιτικών και στρατηγικών που να εξασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες για τα πρόωρα παιδιά και να μειώνουν τις μακροπρόθεσμες ανισότητες που δημιουργούνται από τις πρόωρες γεννήσεις.
Τέλος, ο κ. Πεχλιβάνογλου τονίζει ότι η επόμενη φάση της έρευνας θα επικεντρωθεί στις επιπτώσεις της πρόωρης γέννας στην υγεία των μητέρων, την παραγωγικότητα και το εισόδημά τους, καθώς και στη διερεύνηση της αιτιότητας των επιπτώσεων της προωρότητας, προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως τις συνδέσεις μεταξύ πρόωρης γέννας και ασθενειών, ώστε να σχεδιαστούν στοχευμένες πολιτικές παρέμβασης.