Πρώτη μέρα
Οι Πέρσες, μετά από τέσσερις μέρες αναμονής, επιτέθηκαν – πρώτα έστειλε ο Ξέρξης τους Μήδους και τους Κισσίους, που επιτέθηκαν μετωπικά στους Έλληνες. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν μπροστά από το τείχος, που έχτισαν οι Φωκείς και ήταν το πιο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Μονάχα ο Διόδωρος περιγράφει την τακτική των Ελλήνων: οι Έλληνες παρατάχθηκαν σε πυκνή τάξη και ήταν ανώτεροι σε ανδρεία και στο μέγεθος της ασπίδας – οι ξύλινες ασπίδες και τα μικρά δόρατα των Περσών δεν ήταν αποτελεσματικά σε μάχη με τους Έλληνες.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες σκότωσαν πολλούς Μήδους, γι’ αυτό και ο Ξέρξης σηκώθηκε τρεις φορές από τον θρόνο – ο Κτησίας αναφέρει ότι την πρώτη μέρα σκοτώθηκαν μονάχα δύο-τρεις Σπαρτιάτες. Ο Ξέρξης αργότερα έστειλε τους Αθάνατους, με αρχηγό τον Υδάρνη, αλλά και αυτοί απέτυχαν. Οι Σπαρτιάτες έκαναν δήθεν ότι υποχωρούσαν, οι Πέρσες παρασύρονταν, και γι’ αυτό σκοτώθηκαν πολλοί Πέρσες την πρώτη μέρα της μάχης.
Δεύτερη μέρα
Την επομένη, ο Ξέρξης επανέλαβε την επίθεση καθώς θεωρούσε ότι οι Έλληνες, λόγω των μικρού αριθμού τους, δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν. Η επίθεση όμως απεκρούσθη και ο Ξέρξης διέταξε υποχώρηση και αποσύρθηκε αμήχανος στη σκηνή του. Το απόγευμα, ενώ ο Ξέρξης σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει, δέχθηκε την επίσκεψη του Εφιάλτη, ο οποίος του υπέδειξε ένα μονοπάτι από το οποίο θα μπορούσε να περικυκλώσει τους Έλληνες.
Ο Εφιάλτης έγινε το πρότυπο του προδότη στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία. Ο Ξέρξης έστειλε αμέσως τον Υδάρνη με τους Αθανάτους για να περικυκλώσει τους Έλληνες – παραμένει άγνωστο πόσους. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Πέρσες πέρασαν τον ποταμό Ασωπό και ότι απ’ τα αριστερά τους ήταν η Τραχίνα και απ’ τα δεξιά το όρος Οίτη.
Τρίτη μέρα
Όταν ξημέρωσε, οι Φωκείς αντιληφθήκαν ότι είχαν περικυκλωθεί από τους Πέρσες και άρπαξαν βιαστικά τα όπλα τους. Στην αρχή οι Πέρσες νόμιζαν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες, αλλά οι Φωκείς υποχώρησαν σε ένα κοντινό λόφο. Τότε ακολούθησε καταιγισμός βλημάτων, καθώς οι Πέρσες δεν ήθελαν να καθυστερήσουν κι άλλο. Παράλληλα, ένας ημεροσκόπος ειδοποίησε τους υπόλοιπους Έλληνες ότι οι Φωκείς είχαν αποσυρθεί.
Οι περισσότεροι Έλληνες πρότειναν υποχώρηση, αλλά ο Λεωνίδας αποφάσισε να μείνει με τους Σπαρτιάτες ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες, με ή χωρίς διαταγή, υποχώρησαν. Μαζί με τον Λεωνίδα έμειναν οι 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς (με αρχηγό τον Δημόφιλο) και 400 Θηβαίοι.
Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Θηβαίοι δεν έμειναν με τη θέλησή τους, αλλά εκβιαζόμενοι, γιατί τους κρατούσε ο Λεωνίδας ως ομήρους. Ο Πλούταρχος με καταγωγή απο την Βοιωτία, στο «Περί Ηροδότου κακοηθείας ,31», επικρίνει τον Ηρόδοτο, μη μπορώντας να καταλάβει πώς 300 Σπαρτιάτες κρατούσαν με τη βία 400 Θηβαίους.
Επισήμανε μάλιστα δηκτικά ότι αν είχαν έτσι τα πράγματα, ο Λεωνίδας θα ήταν καλύτερο να τους διώξει με τη συνοδεία των Πελοποννήσιων, που αναχωρούσαν από το πεδίο της μάχης.
Στο βιβλίο «Οι Ελληνοπερσικοί Πόλεμοι» ο Peter Green γράφει: «(Οι Θηβαίοι) ήταν δεσμευμένοι στον Ξέρξη, όπως όλοι γνώριζαν ανεπίσημα, αλλά υπήρχε μια πιθανότητα να αποδειχθεί επιτυχής η άμυνα στις Θερμοπύλες». Δόθηκε λοιπόν στον Λεωνίδα μια συμβολική δύναμη 400 ταραχοποιών, που είχαν αντιπερσικά φρονήματα, μια χειρονομία που δεν εξυπηρετούσε σημαντικά κανέναν εκτός από την ίδια τη θηβαϊκή κυβέρνηση.
οἱ μέν νυν σύμμαχοι οἱ ἀποπεμπόμενοι οἴχοντό τε ἀπιόντες καὶ ἐπείθοντο Λεωνίδῃ, Θεσπιέες δὲ καὶ Θηβαῖοι κατέμειναν μοῦνοι παρὰ Λακεδαιμονίοισι. τούτων δὲ Θηβαῖοι μὲν ἀέκοντες ἔμενον καὶ οὐ βουλόμενοι· κατεῖχε γὰρ σφέας Λεωνίδης ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος· Θεσπιέες δὲ ἑκόντες μάλιστα, οἳ οὐκ ἔφασαν ἀπολιπόντες Λεωνίδην καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ἀπαλλάξεσθαι, ἀλλὰ καταμείναντες συναπέθανον. ἐστρατήγεε δὲ αὐτῶν Δημόφιλος Διαδρόμεω. Ηρόδοτος, Πολύμνια 222
Ο Ξέρξης έκανε θυσίες και ξεκίνησε την επίθεση του – οι Έλληνες κινήθηκαν προς τα εμπρός, στο ευρύτερο σημείο των στενών. Οι Έλληνες πολέμησαν στην αρχή με τα δόρατά τους και αργότερα με τα ξίφη τους. Στη μάχη σκοτώθηκαν ο Αβροκώμης και ο Υπεράνθης, οι οποίοι ήταν αδέρφια του Ξέρξη, ενώ αργότερα σκοτώθηκε και ο Λεωνίδας απ’ τα περσικά βέλη. Τότε ξεκίνησε άγρια μάχη γύρω απ’ το σώμα του Σπαρτιάτη βασιλιά, κατά την οποία νίκησαν οι Έλληνες. Όταν εμφανίστηκαν οι Αθάνατοι, οι Έλληνες, πλην των Θηβαίων, υποχώρησαν πίσω απ’ το τείχος – οι Θηβαίοι παραδόθηκαν και ο Ξέρξης τους στιγμάτισε με το βασιλικό σήμα. Για τους υπόλοιπους Έλληνες, ο Ηρόδοτος γράφει:
Σ’ εκείνο τον χώρο όσους είχαν ακόμη ξίφη και τους άλλους που με χέρια και με δόντια πολεμούσαν τους σκότωσαν οι βάρβαροι τοξεύοντάς τους, αφού κατέστρεψαν το τείχος (ἐν τούτῳ σφέας τῷ χώρῳ ἀλεξομένους μαχαίρῃσι, τοῖσι αὐτῶν ἐτύγχανον ἔτι περιεοῦσαι, καὶ χερσὶ καὶ στόμασι κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες…τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος συγχώσαντες.
Το 1939, ο Σπυρίδων Μαρινάτος ανακάλυψε ένα μεγάλο αριθμό χάλκινων αιχμών απ’ τα περσικά βέλη στον λόφο του Κολωνού. Οι Πέρσες κατέλαβαν τα στενά, αν και έχασαν 20.000 άνδρες. Στη μάχη σκοτώθηκαν και 4.000 Πελοποννήσιοι – κύρια πηγή γι’ αυτό τον αριθμό αποτελεί το γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη.
Βιβλιογραφία:
Ηρόδοτος, Πολύμνια 222
«Οι Ελληνοπερσικοί Πόλεμοι» Peter Green
Κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.