Μια άγνωστη πόλη, το όνομα της οποίας δεν ταυτίζεται σε καμία από τις ιστορικές πηγές -αν και έχει γίνει μία εκτίμηση-, έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στα έγκατα του μετρό στην καρδιά του μεγάλου συγκοινωνιακού έργου, στο Κέντρο Ελέγχου Λειτουργίας στην Πυλαία, στην ανατολική Θεσσαλονίκη.
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 2012 και στην έκταση των 31 στρεμμάτων που έχει ερευνηθεί αποκαλύφθηκε τμήμα της πόλης, η οποία ήταν οργανωμένη με το ιπποδάμειο σύστημα -σύμφωνα με το οποίο οι πόλεις αναπτύσσονται σε ορθογώνια σχήματα-, στα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, όπως η Όλυνθος και η Πέλλα.
Τα πολυάριθμα ευρήματα παραπέμπουν σε έναν ακμαίο οικισμό με ισχυρή οικονομία και αναπτυγμένες κοινωνικοπολιτικές δομές. Η μεγάλη ανάπτυξή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., διακόπτεται όμως σταδιακά κατά την ίδρυση της πόλης της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ., οπότε και εγκαταλείπεται.
Σύμφωνα με τον σπουδαίο γεωγράφο, φιλόσοφο και ιστορικό, Στράβωνα, κάτοικοι από 26 κώμες και πολίσματα μετακινήθηκαν για την ίδρυση της Θεσσαλονίκης και ένα από αυτά ήταν και η άγνωστη πόλη της Πυλαίας.
Καμία από τις υπάρχουσες επιγραφές δεν βοηθάει στην ταύτισή της, κάποιες μελέτες ωστόσο μιας επιγραφής που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης δεν αποκλείουν να πρόκειται για την αρχαία Πάρεπο, αυτό όμως είναι μια υπόθεση εργασίας που χρήζει ακόμη αρκετής μελέτης.
Παρουσιάζοντας το σημαντικό αυτό εύρημα σε εκδήλωση που έγινε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, η Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων, Βασιλική Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, ανέφερε ότι η πόλη αυτή διαφέρει από τους παραδοσιακούς προκασσάνδρειους οικισμούς, καθώς ο πολεοδομικός της ιστός μελετήθηκε και σχεδιάστηκε με τα πιο σύγχρονα δεδομένα της εποχής, του 4ου π.Χ. αιώνα. Συγκεκριμένα, τα κτήρια ήταν ορθογώνια και μνημειακές κατοικίες με κεραμοσκεπείς στέγες υπήρχαν εκατέρωθεν των φαρδιών δρόμων, ενώ η πόλη απλώνονταν σε ένα πλατύχωρο επίπεδο ύψωμα.
Ο χώρος της ανασκαφής
Το αμαξοστάσιο της Πυλαίας βρίσκεται σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από τη θάλασσα και ο χώρος της ανασκαφής ήταν για πολλά χρόνια ένας απέραντος σκουπιδότοπος άχρηστων οικοδομικών υλικών και υπολειμμάτων από την παρακείμενη κεραμοποιία Αλλατίνη. Η πολύχρονη χρήση του ως σκουπιδότοπος, η σύγχρονη χωματουργική δραστηριότητα και η ρίψη βομβών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλοίωσαν το τοπίο και εξαφάνισαν τα ίχνη του αρχαίου οικισμού.
Η αρχαία πόλη θεμελιώθηκε σε έναν χαμηλό φυσικό λόφο σε υψόμετρο περίπου 65 μέτρων και σε επίπεδο πλάτωμα, ενώ όπως φαίνεται συνεχίζεται κάτω από τις σημερινές εγκαταστάσεις του πολυκαταστήματος Μart (πρώην ΜΑΚΡΟ) και τμήμα του νεκροταφείου υπάρχει κάτω από το Media Markt.
Η οργάνωση της αρχαίας πόλης
Τέσσερις κεντρικοί δρόμοι διέσχιζαν την αρχαία πόλη. Ήταν μεγάλοι, είχαν πλάτος 5 μέτρων ικανό για να κινούνται δύο τροχοφόρες άμαξες, χωρίς πεζοδρόμια και εντός τους αναπτύσσονταν 10 οικοδομικές νησίδες με 4 κατοικίες σε καθεμιά από αυτές. Οι οικίες ήταν μεγάλες, περίπου 290 τ.μ., διώροφες, με ορθογώνια δωμάτια. Ήταν κατασκευασμένες από λίθους με λάσπη, όστρεα και πλινθιά στην ανωδομή και με στέγες από κεράμους. Είχαν επίσης λιθόστρωτα κατώφλια και αυλές, αποθηκευτικούς χώρους, αγωγούς αποχέτευσης από κεράμους λακωνικού τύπου, ενώ διάσπαρτα υπήρχαν 6 πηγάδια για την άντληση νερού.
Στη βορειοδυτική νησίδα και στο άκρο του οικισμού οι κατασκευές ήταν πιο αραιές και ανασκάφηκαν δύο μεγάλοι κυκλικοί κλίβανοι που παραπέμπουν σε εργαστήριο κεραμικής για την παρασκευή αβαφών αγγείων καθημερινής χρήσης, ενώ ένας τρίτος κλίβανος βρέθηκε στο νοτιοδυτικό άκρο του οικισμού.
Η καθημερινή ζωή, η βιοτεχνική δραστηριότητα
Στα σπίτια αναγνωρίζονται χαρακτηριστικά ελληνικού σπιτιού, με εσωστρέφεια την οποία ενισχύει μια εσωτερική αυλή με πλάκες ή κροκάλες, εντός της οποίας τελούνταν και αρκετές οικιακές εργασίες.
Ο προσανατολισμός τους ήταν τέτοιος ώστε τα σπίτια να είναι ζεστά τον χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως δεν εντοπίστηκαν κάποιοι χώροι όπως η παστάδα-υπόστεγο για οικιακές εργασίες που απαιτεί φως και συγχρόνως προστατεύει από τον ήλιο και τη βροχή.
Στα βόρεια διαμερίσματα των σπιτιών φαίνεται πως υπήρχε το συγκρότημα της κουζίνας, αλλά λίθινη εστία βρέθηκε μόνο σε ένα από αυτά, έτσι οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι η θέρμανση γινόταν με φορητά μαγκάλια.
Κανένας χώρος δεν ταυτίστηκε με ανδρώνα, χωρίς αυτό να αποκλείει την τέλεση συμποσίων στις ήδη υπάρχουσες κλίνες των οικιών. Ο εντοπισμός κρατήρων που αποτελεί βασικό σκεύος για το ανακάτεμα του κρασιού με το νερό οδηγεί στο συμπέρασμα πως τέτοιοι χώροι υπήρχαν, δεν είχαν όμως την πολυτέλεια ανάλογων οικιών με ψηφιδωτά δάπεδα και περίτεχνες διακοσμήσεις, ενώ ο πάνω όροφος σχετίζεται με τον γυναικωνίτη.
Σε ό,τι αφορά την κεραμική, στην αρχαία πόλη βρέθηκαν τα χαρακτηριστικά αγγεία της εποχής του 4ου π.Χ. αιώνα, πιάτα, μαχαίρια, πιρούνια, κανάτια, σκύφοι για τα συμπόσια, όπως επίσης και λυχνάρια για τον φωτισμό.
Σε ένα θραύσμα κρατήρα υπάρχει παράσταση, ίσως κάποια που να σχετίζεται με τα Ελευσίνια Μυστήρια, καθώς φαίνεται να απεικονίζεται η Δήμητρα και η Κόρη. Σε κάποια από τα θραύσματα υπάρχουν τα αρχικά των ιδιοκτητών, ενώ μεταξύ των χαριτωμένων ευρημάτων είναι μια φτερωτή Νίκη με έντονο διασκελισμό που ίσως αποτελούσε διακόσμηση σε χάλκινο καθρέφτη.
Μεγάλος -πάνω από 750- είναι και ο αριθμός των νομισμάτων. Πρόκειται κυρίως για χάλκινα και αργυρά νομίσματα του 4ου π.Χ. αιώνα, η κοπή των οποίων ανάγεται στον Περδίκα Γ΄, τον Αμύντα Δ΄, τον Φίλιππο Β΄, τον Αλέξανδρο Γ΄ και τους απογόνους τους.
Στην πόλη αυτή υπήρχε έντονη βιοτεχνική δραστηριότητα και τα όστρεα για την παραγωγή πορφύρας -ανεξίτηλη βαφή που χρωματίζει κόκκινα τα υφάσματα- μαρτυρούν ότι υπήρχε μαζική παραγωγή.
Δολώματα για αλιευτικές δραστηριότητες, υφαντικά βάρη και βέλη για το κυνήγι μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι ασχολούνταν με πολλές δραστηριότητες, ενώ λίθινα και πήλινα πώματα, όπως και μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη προϊόντων και αγαθών.
Πλήθος κοσμημάτων από αυτά που απαντώνται στον μακεδονικό χώρο βρέθηκαν διάσπαρτα σε όλη την πόλη, ανάμεσά τους μενταγιόν, πόρπες-καρφίτσες με περόνη, δαχτυλίδια. Εντοπίστηκαν επίσης πήλινα ειδώλια για οικιακή λατρεία και θραύσματα από λουτήρια για την υγιεινή και τους καθαρμούς.
Η εγκατάλειψη της αρχαίας πόλης
Η πόλη που ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα ερήμωσε σταδιακά και στο τέλος του 3ου αιώνα δεν υπήρχε πια. Η εικόνα δείχνει μια σταδιακή εγκατάλειψή της κι όπως φαίνεται κάθε οικογένεια μάζευε τα υπάρχοντά της χωρίς βιασύνη και έφευγε για αλλού. Αυτό ξεκίνησε στις πρώτες δεκαετίες του 3ου π.Χ. αιώνα και συνδέεται ασφαλώς με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 316/315 π.Χ.
Τμήματα τείχους που να περιέβαλε τον οικισμό δεν βρέθηκαν, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπήρχε. Δεν αποκλείεται μετά την οριστική εγκατάλειψη τα υλικά κατασκευής του τείχους να κάλυψαν τις ανάγκες οικοδόμησης της Θεσσαλονίκης.
Ακολουθήστε μας και στο Google news. Διαβάστε μας για να ενημερώνεστε για όλα τα νέα, από την Ελλάδα και τον κόσμο, πατήστε το καμπανάκι για να ενημερώνεστε πρώτοι έγκαιρα και έγκυρα.