Γράφει η *Μαίρη Μάκρα
(11η συνέχεια)
(Σύνδεση με το θέμα: Όταν ολόκληρο το σπιτικό σου χωράει σε ένα μπαούλο, τί να σκεφτείς; Ότι δεν έχεις στον ήλιο μοίρα ή ότι δεν έχεις πια τίποτε να φοβηθείς; Αναπάντητη η ερώτηση…προς το παρόν…γιατί -προς το παρόν- έχουμε άλλες δουλειές: Να δούμε πώς είναι να έχεις ένα “φανάρι” για τα λιγοστά τρόφιμα και όχι ένα μεγάλο ντουλάπι-όπως της γιαγιάς.
-Να μάθεις ότι δεν είναι για σένα τα παιχνίδια, που βρίσκονται σκόρπια στην αυλή, αλλά είναι κάποιου άλλου παιδιού, που το ταΐζουν κάθε μέρα με χτυπητό αυγό.
– Και τέλος να μάθεις και τη λέξη “λογοκρισία” που δεν ξέρεις τί πάει να πει, αλλά σου θυμίζει τα άγρια μάτια του Ροπακιά, που δεν ήξερε να διαβάζει, ήξερε όμως να δέρνει όσους δεν χώνευε το αφεντικό του και Πρόεδρος του χωριού,ο Τσώνης, που είχε μπακάλικο κι αν μπορούσε θα έκλεβε στο ζύγι και τον ίδιο τον Θεό….Τέλος πάντων…προχωράμε…)
ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΑΟΥΛΟ
Εγώ και η μητέρα δεν ήμασταν μόνες μας. Είχαμε κι ένα μπαούλο. Το γεμίζαμε με τα πράγματά μας και φεύγαμε. Έτσι, το σπίτι μπορεί να άλλαζε, μα το μπαούλο μας ήταν πάντα εκεί. Το βάζαμε κοντά στον τοίχο, το σκεπάζαμε με ένα κεντημένο τραπεζομάντηλο κι ήμασταν πάλι όλοι μαζί.
Έτσι κι αυτήν τη φορά. Βάλαμε το μπαούλο κοντά στο παράθυρο. Στρώσαμε το μεγάλο κρεβάτι. Αγοράσαμε ένα «φανάρι» για να βάζουμε μέσα το ψωμί και το φαγητό μας, κι ανοίξαμε το παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο.
«Εδώ θα είναι καλά. Θα μείνουμε μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Η κυρία Τασία είναι καλή γυναίκα και θα έχουμε τουλάχιστον την ησυχία μας», μονολογούσε η μητέρα, ενώ σφουγγάριζε το πάτωμα.
Κοίτα τώρα! Αλλάξαμε πάλι σπίτι και ούτε που το κατάλαβα. Μα, τι γίνεται; Δε με ρωτάει κανένας εμένα; Θα έλεγα, “ναι, θέλω να φύγουμε από την Ερασμία”, όπως και φύγαμε. Όμως να με είχαν ρωτήσει! Τέλος πάντων, ας μην το σκέφτομαι. Δεν ήταν και τόσο κακό.
Εδώ ήταν πιο καλά. Και δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά μας βρήκε και ο παππούς. Άνοιξε μια μέρα την πόρτα φωνάζοντας, με τύλιξε στην κουβέρτα που στρώναμε στο κρεβάτι, με φόρτωσε στον ώμο του και φώναζε, χοροπηδώντας μέσα στο δωμάτιο:
«Πατάαατες! Πουλάω καλές πατάαατεες!»
Ύστερα με πέταξε πάνω στο κρεβάτι. Ώσπου να ξαναβρώ την αναπνοή μου, ξεσκέπασε την κατσαρόλα, έφαγε ένα κομμάτι κρέας κι έφυγε.
«Θα γυρίσω!», μου φώναξε από την πόρτα.
Το βράδυ, όταν ήρθε στο σπίτι, βρήκε μαζί μας τον γιατρό.
—Η κόρη σου, κυρ-Παντελή, έβγαζε αίμα από μπρος κι από πίσω. Ευτυχώς που το παιδί έφαγε μόνο ρύζι. Αν είχε φάει κρέας, θα πέθαινε. Ήταν σοβαρή δηλητηρίαση αυτή, επειδή εσύ, κυρ-Παντελή, άφησες την κατσαρόλα ξεσκέπαστη και πήγε στο φαγητό η κακιά μύγα κι άφησε τ’ αυγά της! —τον κατακεραύνωσε η κυρία Τασία.
Ο παππούς κατέβασε το κεφάλι και έφυγε. Αργήσαμε πολύ να τον ξαναδούμε. Τον περίμενα κάθε μέρα και κυνηγούσα τις μεγάλες μύγες όπου τις έβρισκα, γιατί φοβόμουν μην πάθει ξανά κανένα κακό η μητέρα.
*
Η κυρία Τασία ήταν η σπιτονοικοκυρά μας σ’ αυτό το σπίτι. Γελούσε πολύ και μύριζε όμορφα. Είχε στρογγυλά μάγουλα και μαύρα μαλλιά, τραβηγμένα σε κότσο. Είχε και τον γιο της, τον Τάκη, που ήταν πιο μικρός από μένα — «ένα χρόνο», έλεγε — και είχε κι έναν πεθαμένο άντρα. Μας τον έδειχνε στη μεγάλη φωτογραφία που ήταν κρεμασμένη στην ωραία σάλα της, κι έτσι έμαθα ότι υπάρχουν και παντρεμένες γυναίκες με πεθαμένους άντρες, που δεν έρχονται πια στο σπίτι τους. Γι’ αυτό, λέει, αφήνουν στις γυναίκες τους πολλά λεφτά, κι αυτές αγοράζουν ό,τι τους αρέσει.
Της κυρίας Τασίας της άρεσαν τα γλυκά και του Τάκη της τα ωραία παιχνίδια. Μέχρι και ποδηλατάκι τού είχε αγοράσει, για να κάνει βόλτες στην αυλή.
Του αγόρασε και πατίνι, και βώλους, και κουρδιστό στρατιωτάκι, και ωραία ρούχα, και αυγά, και ζάχαρη.
Τάκ, τακ, τακ… ακουγόταν το κουταλάκι να χτυπάει το αυγό με τη ζάχαρη μέσα στην κούπα.
— Τάκηηη! Το χτυπητό σου αυγό!, φώναζε η κυρία Τασία.
Ο Τάκης κρατούσε την κοιλιά του και, κουταλιά-κουταλιά, το έτρωγε. Κατάπινε, έκανε μετά εμετό και αρρώσταινε. Του έκανα παρέα, αλλά δεν έμοιαζε σε τίποτε με τον Λευτεράκη, που δεν αρρώσταινε ποτέ.
Αλλά δεν πειράζει. Καλός ήταν και ο Τάκης. Μόνο που δεν θα έβγαινα ποτέ μαζί του στον δρόμο. Θα φοβόμουν μην πέσει και λερώσει τα ρούχα του. Τα παιχνίδια του μου τα έδινε, αν τα ζητούσα, αλλά δεν τα ήθελα. Το να κάθομαι στο τζαμωτό τους δωμάτιο, αυτό ήθελα.
Γύρω-γύρω τζαμαρία. Μία μεγάλη σόμπα στη μέση, καναπές με λουλουδένιο σκέπασμα κι απ’ έξω ο κήπος. Οήλιος το έκανε να λάμπει ολόκληρο, και δίπλα, στην κουζίνα, η κυρία Τασία έφτιαχνε χαλβά.
Ε, λοιπόν, δεν ονειρεύτηκα στη ζωή μου τίποτε τόσο πολύ, όσο ένα τζαμωτό! Μπορεί και να το αποκτήσω… Ποιος ξέρει;
— Ποιος ξέρει…, σιγομουρμούριζε η μητέρα συχνά, και ήταν σαν κάτι να περίμενε. Όχι τα γράμματα του πατέρα. Αυτά τα λαβαίναμε, και ήταν κάρτες. Τις διαβάζαμε. Δεν έγραφε πολλά.
— Κάνουν λογοκρισία, έλεγε η μητέρα, και η φωνή της είχε πίκρα. Φαίνεται ότι αυτή η λέξη είχε σχέση με το νησί και με τις κάρτες του πατέρα, μα δεν ρώτησα. Δεν ήθελα να μάθω. Αφού δεν ξέραμε ούτε πώς περνάει στο νησί… Μα, αφού μας έγραφε, πάει να πει ότι ζούσε.
Κάθε φορά που ερχόταν ο ταχυδρόμος, βάζαμε την κάρτα του πατέρα στο τραπέζι, και τα βράδια κάναμε την προσευχή μας.
Αυτό πάει να πει ότι εγώ έκανα την προσευχή μου, και η μητέρα καθόταν στην καρέκλα, δίπλα μου, και περίμενε να τελειώσω. Είχα πολλά να πω στον Θεούλη και αργούσα. Του έλεγα να φυλάει τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, και στη συνέχεια όλους εκείνους που αγαπούσα και τους ήθελα κοντά μου. Τελευταία, είχα προσθέσει και τον Τάκη με την κυρία Τασία. Και μετά έβαζα κάτι πολύ σπουδαίο για μένα και έλεγα:
— Να φυλάς, σε παρακαλώ, όλους τους καλούς ανθρώπους. Τους κακούς να μην τους αγαπάς!
Αυτό το τελευταίο το έλεγα πολύ δυνατά, για να το ακούμε όλοι πολύ καλά και να έχουμε τον νου μας!
— Δεν είναι ανάγκη να το λες αυτό για τους κακούς ανθρώπους. Ξέρει ο Θεός τι να κάνει, μου είπε η μητέρα, και το έκοψα.
— Και όλους τους καλούς ανθρώπους, έλεγα μόνο.
Αυτό όμως δε μου άρεσε. Θα έλεγα εγώ στον Θεούλη τι να κάνει; Ε, όχι δα! Ντράπηκα, και το έκοψα κι αυτό.
Ύστερα έπεσα σε μεγάλη περισυλλογή. Πώς τα κατάφερνε ο Θεός να ξεχωρίζει ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί; Πολύ δύσκολη δουλειά αυτή! Ας πούμε… η κυρία Τασία ήταν καλή, πολύ καλή. Μα όταν τσακωνόταν με την κυρία Αμαλία και της έκοβε την «καλημέρα»;
— Στρίγγλα!, τη φώναζε η κυρία Αμαλία. Και η κυρία Τασία μας έδινε εντολή να μη της μιλάμε.
— Μα πώς να μη της μιλάμε, που μας χωρίζει μία πόρτα; έκανε να διαμαρτυρηθεί η μητέρα.
Γιατί, βλέπεις, η κυρία Αμαλία είχε νοικιάσει το διπλανό δωμάτιο από ’μας.
— Εσείς οι δύο να κάνετε ό,τι θέλετε. Εμένα μη μ’ ανακατεύετε με τα δικά σας, αποφάσισε η μητέρα, και λέγαμε «καλημέρα» σε όλους.
Ο Θεός όμως, που έπρεπε ν’ ανακατεύεται για να ξεχωρίζει τους καλούς από τους κακούς, πώς τα κατάφερνε; Τη μια φορά θα τους βάζει από ’δώ, την άλλη από ’κει;
Πολύ μπερδεύτηκα, πολύ ζαλίστηκα, και στο τέλος φωτίστηκα:
— Ο Θεός καταφέρνει όσα δεν καταφέρνουν οι άνθρωποι. Γι’ αυτό είναι Θεός!
Σαν να μου το είπε το κεφάλι μου. Ουφ! Ησύχασα!
Το βράδυ έκανα την προσευχή μου και είπα: Σε παρακαλώ, να φυλάς… και αυτό… και το άλλο… και όλους τους ανθρώπους!
Έτσι! Πολύ το ευχαριστήθηκα. Τους έβαλα όλους μαζί κι αυτοί ας κοίταζαν τώρα «να κάνουν καλά-καλά τις δουλειές τους», όπως έλεγε πάντα η γιαγιά.
Ακολουθήστε μας και στο Google news
