Γράφει η *Μαίρη Μάκρα
Αυτό το ταξίδι το σκεφτόμουν από καιρό. Τα υπολόγισα όλα με προσοχή και μετρούσα τις μέρες με αγωνία. Μία ήταν η σκέψη μου: να ξεκινήσω. Να πάω εκεί. Δεν ήταν μία επίσκεψη σε τόπους που βλέπεις συχνά και με το πέρασμα του χρόνου αλλάζουν μαζί σου. Είκοσι ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από τότε και δεν είχα ξαναβρεθεί στα μέρη εκείνα. Κάπου στο βάθος της ψυχής μου με τρόμαζε αυτό που θα έβλεπα σήμερα, γυρίζοντας στον χρόνο πίσω.
“Θα κάνω μια επίσκεψη στον εαυτό μου. Σε αυτό που ήμουν πριν από είκοσι χρόνια” είπα και το αποφάσισα.
Προορισμός, Graz Αυστρίας! Αυτό θα ήταν ο πυρήνας του ταξιδιού μου και η επίσκεψη στον χρόνο πίσω. Το πρόγραμμα όμως συμπεριλάμβανε πέρασμα από την Γιουγκοσλαβία και από την Γερμανία, έστω και βιαστικά, μέσα στην πίεση του χρόνου.
Ξεκίνησα πολύ πρωί. Νωρίς το απόγευμα περνούσα τα σύνορα. Το είχα πάρει απόφαση, να χαρώ την κάθε στιγμή από αυτό το ταξίδι. Το παρελθόν δεν με απασχολούσε δεν ήθελα να με απασχολεί. Σαν ερχόταν η στιγμή, ας μιλούσε, αν είχε κάτι ακόμα να μου πει.
“Μα δεν είναι κουραστικό;” απορούσαν πολλά άτομα από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον μου.
Αν κρίνεις με τα χιλιόμετρα, ναι! Ελλάδα, Αυστρία, Γερμανία κι από κει πάλι πίσω σε μία εβδομάδα, είναι κουραστικό και δαπανηρό. Μα τα χρήματα και η κούραση πάνε για κάτι που με γεμίζει με χαρά. Πόσες φορές δεν έκλαψα τις δύο ώρες που ξόδεψα, καθισμένη μπροστά σε ένα τραπέζι με μεζέδες και ορεκτικά! Κι ύστερα η καλοψημένη μπριζόλα ή κάτι άλλο θαυμάσιο γευστικά με σάλτσα εξωτική! Και να φεύγεις με γεμάτο στομάχι, άδειο μυαλό και γεμάτη με ανία! Κι όλα αυτά για “να βγούμε”, αφού έτσι κάνει ο περισσότερος κόσμος…”βγαίνει” σε μία μορφή και ένα καλούπι. Ο χώρος μόνο αλλάζει κάθε φορά για ποικιλία. Ε, λοιπόν, εγώ δεν θέλω να “βγαίνω” επειδή πρέπει να “είμαι κοινωνική” και να κάνω ότι διασκεδάζω. Θα κλαίω και το τέταρτο του χρόνου που θα χάσω. Θα κλαίγομαι και για το κάθε ευρώ που θα ξοδέψω.
Μα γι΄αυτό που με γεμίζει με χαρά…αυτό είναι άλλο! Και είναι στιγμές, που αυτή τη χαρά τη βρίσκω και μόνο που κοιτάζω την αγριοτριανταφυλλιά, που ανθίζει στον απέναντι φράχτη.
Και τώρα χαίρομαι που βρίσκομαι μέσα σε ένα αυτοκίνητο και διασχίζω την Γιουγκοσλαβία. Αυτή την εποχή είναι καταπράσινη. Διασκεδάζω με τους Γιουγκοσλάβους μεταφορείς, που δουλεύουν στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού και πέντε μαζί φορτώνουν ένα καφάσι με λαχανικά στο τραίνο.
Ο πρώτος κρατάει ψαρόκολλα, ο δεύτερος μία μεγάλη ετικέτα. Την τεντώνει προσεχτικά! Ο τρίτος δείχνει το μέρος που θα την κολλήσουν και κρατάει στυλό για να υπογράψει. Ο τέταρτος κουβαλάει, έτοιμο πια, το καφάσι ως το τραίνο και ο πέμπτος, που στέκεται στην πόρτα του βαγονιού, το παίρνει μέσα.
Περνάω τον σταθμό και βγαίνω στον διεθνή δρόμο. Πρώτη διανυκτέρευση στο VRANJE. Το πρωί αφήνω το μοτέλ να χάνεται μέσα στην ομίχλη και παίρνω τον δρόμο για βόρεια. Αφήνω ευχαρίστως το VRANJE. Εκτός από την τηγανισμένη – και πολύ γευστική- πέστροφα που έφαγα χθες το βράδυ δεν αξίζει να πάρω κάτι άλλο μαζί μου…εκτός…ναι, εκτός από το χαμόγελο της μικρής Γιουγκοσλάβας, που με χαιρέτησε μπροστά στη reception και προσπέρασε με ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι. Το βράδυ, την ώρα του φαγητού, μου χαμογελούσε από το απέναντι τραπέζι. Όταν έφυγε, με τους γονείς της, στάθηκε κοντά μου, κάτι είπε ψιθυριστά και μου έβαλε στο χέρι ένα πολύχρωμο φυλλάδιο. Είχε πάρει πολλά από τη reception και μου χάριζε ένα. Χάιδεψα με το χέρι μου τα ξανθά της μαλλιά. Τα μάτια της γέμισαν με γαλάζιο φως. Παρακολούθησα το ξανθό της κεφαλάκι, ώσπου έστριψε στη σκάλα κι έκρυψα το χρωματιστό χαρτί στην τσάντα μου.
“Το πιο όμορφο κομμάτι του κόσμου είναι η φύση και τα παιδιά” , σκεφτόμουν καθώς πήγαινα για ύπνο.
Και τώρα, πάλι μέσα στο αυτοκίνητο, σε έναν δρόμο που ανοίγεται ατέλειωτος μπροστά μου, έχω παρέα τις σκέψεις μου!
“Ξέρεις τί μου αρέσει από την Γιουγκοσλαβία;” λέω στον εαυτό μου…”,,τα κόκκινα κεραμίδια των σπιτιών της και ο απέραντος κάμπος με τους χωματένιους καταπράσινους λόφους. Τα καταπράσινα χωράφια της και οι ανθισμένες κερασιές. Αυτά, τώρα την Άνοιξη! Βυθίζεις το βλέμμα σου στο πράσινο και χάνεται ο χρόνος. Κι όταν αυτό ανεβαίνει στον λόφο, σού΄ρχεται, να έτσι ν΄απλώσεις το χέρι σου και να χαϊδέψεις ολόκληρη την πλαγιά. Μα τον χειμώνα, σαν βλέπεις τον κάμπο ατέλειωτο με το αλέκιαστο χιόνι, χάνεται η πραγματικότητα και μένεις εσύ με το παραμύθι σου, τον χιονισμένο κάμπο και της λεύκας την μοναξιά, που κάπου στο βάθος κόβει τον ορίζοντα. Αυτά και δεν αναζητώ άλλα.
Η Γιουγκοσλαβία δεν είναι από τις χώρες που με τραβάνε, ντε και καλά, να μπω στα σοκάκια της για να γνωρίσω τον εσωτερικό παλμό της. Μόνο τα χρώματά της κρατώ στις αναμνήσεις μου: το κίτρινο, το καφέ και το πράσινο. Είναι η γη με τον κρυμμένο καρπό, που μόλις τώρα φυτρώνει. Τα άγουρα σπαρτά, που απλώνονται στον ήλιο και περιμένουν να περάσει ο καιρός για να δέσουν και να χρυσίσουν. Και ξάφνου, το κίτρινο ταπέτο, στρέμματα ολόκληρα. Να είναι αγριολούλουδα; Σπαρμένο φυτό, που ανθίζει αυτή την εποχή; Δεν διακρίνω. Ο δρόμος περνάει από μακριά και το αυτοκίνητο τρέχει. Στις πλαγιές, στα χωράφια και σ΄αυτά τα ρυάκια με το νερό, κυλιούνται στη λάσπη τους κοπάδια από γουρουνάκια.
Τρέχουν, γρυλίζουν ή λιάζονται με κρεμασμένα τα αυτιά, αδιάφορα για το τί γίνεται γύρω τους. Μου αρέσουν κ αυτά με όλη τους τη βρωμιά, με όλο τους το πάχος και την περίεργη μουσούδα τους.
Αφήνω πίσω μου το Βελιγράδι. Κάνει πολλή ζέστη, για την εποχή. Από μακριά βλέπω το τραίνο να χάνεται πίσω από την πλαγιά. Το ραδιόφωνο μεταδίδει την Τόσκα του Πουτσίνι. Η άρια είναι υπέροχη.
Δακρύζω, δίχως να ξέρω γιατί, όταν η φωνή του τενόρου πιάνει τις πιο ψηλές νότες.
Οι ώρες περνούν. Αυτή η Γιουγκοσλαβία είναι ατέλειωτη και τα τελευταία χιλιόμετρα με γεμίζουν με ανία.
Νά ΄μαστε, επιτέλους, στα σύνορα της Αυστρίας. Η “ουρά” στον έλεγχο, χιλιόμετρα. Περιμένω πάνω από μία ώρα, προσπαθώντας να μετριάσω την ανυπομονησία μου, που είχε αρχίσει να κορυφώνεται.
” Και τί έχεις να κάνεις; Γιατί βιάζεσαι;” προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου . Μα όταν ξεμπλέκω με τον έλεγχο , περνάω τα σύνορα και με υποδέχονται τα πρώτα σπίτια με τις κατεβασμένες σκεπές, οι κήποι με τους υάκινθους και τις μανόλιες , ήθελα να πεταχτώ έξω από το αυτοκίνητο και να ζητωκραυγάσω. Όλα γύρω μου μύριζαν Αυστρία!
Προχωράω προς Leibnitz. Οι μηλιές ανθίζουν. Οι καστανιές αρχίζουν να πρασινίζουν. Με αργά βήματα έρχεται η Άνοιξη σε αυτόν τον τόπο. Μοιάζει να σέρνεται χάμω, αγγίζει τη γη, ανεβαίνει στα γυμνά κλαριά κι από κει σκαρφαλώνει στις κορυφές των δέντρων. Κι όταν ποτίσει από άκρη σε άκρη τον τόπο, μυρίζουν τα χωράφια κοπριά, φρεσκοσβαρνισμένο χώμα και ανασαίνει η γη.
Ανεβαίνουν τότε τα σύννεφα στις κορφές των βουνών, αναμερίζουν τα δέντρα και χαιρετούν από τις ψηλές πλαγιές τα σπίτια με τους ξύλινους φράχτες. Τα χιόνια λιώνουν. Οι καταρράκτες βουίζουν στις ρεματιές και οι κερασιές ανθίζουν στον κάμπο.
***
Βράδυ σε μία αυστριακή Stube. Ξύλινα τραπέζια, καρό τραπεζομάντηλα και κεριά, Λουλούδια στο κόκκινο κανάτι της γωνιάς και πράσινα μαξιλάρια στους καναπέδες. Η πάστρα φτάνει ως και στη λεπτομέρεια, που ξεφεύγει συχνά από το μάτι.
Ο νεαρός Shef και οι σερβιτόρες με τις δαντελωτές άσπρες ποδιές και το ανεπιτήδευτο χαμόγελό τους, μοιάζει να βρίσκονται εκεί μόνο για σένα.
Σαν χαλαρώνουν όλα μέσα σου, βουλιάζεις στα μαξιλάρια, κοιτάζεις γύρω σου και ψιθυρίζεις … “όμορφα…! ” εύχεσαι να ήταν όλη σου η ζωή αυτό το συναίσθημα…”όμορφα!”… και πια να μη χρειάζεσαι τίποτε άλλο.
Ο χρόνος, όμως, κυλάει. Η καινούργια μέρα με στέλνει στο Graz. Κλεισμένη στη σιωπή μου περπατάω στους γνωστούς μου δρόμους. Σταματάω στην γέφυρα. Ο ποταμός Μουρ κυλάει βαρύς τα γκρίζα νερά του. Κάθομαι στα παγκάκια του πάρκου Augarden. Τα δέντρα μπουμπουκιάζουν. Τα κοτσύφια πλένονται ατάραχα στο ρυάκι. Άσπρες, μικρές μαργαρίτες φυτρώνουν παντού και οι μαμάδες περνούν με τα μωρά τους και τα καροτσάκια τους από μπροστά μου. Έναν δρόμο πιο πάνω, αριστερά είναι το σπίτι που έμενα τότε.
Ο χρόνος αρχίζει να ανακατεύεται μέσα μου. Αναπνέω βαριά. Λες και δεν έλειψα ούτε μια μέρα από εδώ. Όλα ίδια, όπως τότε, είκοσι χρόνια πριν, σαν ήρθα εδώ γεμάτη με όνειρα και είχα για εφόδια μόνο την ελπίδα.
Αρχίζει να γίνεται βαρύ το κλίμα. Δύσκολο πράγμα η επίσκεψη στον εαυτό σου ύστερα από τόσα χρόνια. Κομματιάζεσαι κι ύστερα προσπαθείς να διακρίνεις τα κομμάτια σου. Να τα ξεκαθαρίσεις από το θάμπωμα που έριξε πάνω τους ο χρόνος. Κοιτάζεις τα πρόσωπα γύρω σου και στην κάθε τους έκφραση βλέπεις τη δική σου αβεβαιότητα τότε. Τότε που όλα φάνταζαν όμορφα, γιατί είχαν όμορφη επιφάνεια. Βλέπεις τη ζωή σου, που θα μπορούσες να την κυβερνήσεις άξια και τρομάζεις με την αδυναμία σου…τότε!
Τί να τα κάνω τώρα τα χρόνια εκείνα; Τί τα θέλω σαν ήμουνα είκοσι χρόνων και η απειρία με έκανε τυφλή; Μια κοπέλα περνάει μπροστά μου. Κάθεται στο απέναντι παγκάκι. Η μορφή της, τα κατσαρά της μαλλιά και το Dirdln που φοράει, μου θυμίζουν τη νεαρή Βιεννέζα, που έβλεπα συχνά στη γειτονιά μου, όταν ζούσα εδώ. Σπούδαζε μία τέχνη ασυνήθιστη για τα στενά μου όρια τότε: να σκαλίζει πολύτιμες πέτρες, να τις δένει με το κατάλληλο υλικό και να φτιάχνει κοσμήματα. Πόσο μου άρεσε! Κρυφά λαχταρούσα αυτή την Τέχνη. Η δημιουργία πάνω στο σκληρό υλικό, η υποταγή της ύλης στη δύναμη της Τέχνης, με μάγευε. Δεν τολμούσα ούτε καν να το σκεφτώ, πόσο μάλλον να το αποφασίσω. Στην πόλη μου, στη γειτονιά μου, στην οικογένειά μου, στη χώρα μου, καμάρωναν μόνο για όσους πήγαιναν στο Πανεπιστήμιο και σπούδαζαν κάποια επιστήμη. Μέχρι που γέμισε ο τόπος από τόσους επιστήμονες, που δεν ξέραμε τί να τους κάνουμε κι εκείνοι πού να σταθούνε.
Κοιτάζω πάλι το κορίτσι απέναντί μου και λυπάμαι πολύ που η γνώση και η δύναμη έρχεται όταν τα χρόνια περνάνε. Μα κι όταν πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η στιγμή που πήρα το τιμόνι της ζωής στα χέρια μου, ήταν πια αργά για να δέσω το νέο κομμάτι ζωής που άρχιζε με εκείνο που άφηνα ακέραιο πίσω μου σε αυτή την πόλη της Αυστρίας. Σ΄αυτή την όμορφη πόλη που την αγάπησα, αλλά σε καμία της γωνιά δεν ζωντανεύει σήμερα εκείνος. Εκείνος που στο “άρμα” της ζωής του έδεσα τότε τα όνειρά μου. Ήταν πάντα απών, γιατί έτσι του άρεσε!
“Χαμένα χρόνια” ψιθυρίζω και σηκώνομαι. Θέλω να φύγω από αυτό το πάρκο και να μην ξανακοιτάξω πίσω μου.
Πηγαίνω πάλι στην κεντρική πλατεία. Οι μικροπωλητές πουλάνε ακόμα τα ζουμπούλια τους, καθισμένοι γύρω από το μεγάλο συντριβάνι. Το κιόσκι της πλατείας με τα ζεστά λουκάνικα, πεντακάθαρο, όπως τότε. Ο ήλιος ανεβαίνει. Φαίνεται τώρα ψηλά στον ουρανό. Τα κτήρια φρεσκοβαμμένα, φωτίζονται. Το ρολόι του Δημαρχείου χτυπάει τις ώρες.
” Έχασε τον χαρακτήρα της η πόλη;” θα με ρωτούσε κάποιος συνομιλητής.
Όχι! Έχουν αλλάξει πολλά, μα η φροντίδα της Πολιτείας και των κατοίκων της έδεσε με αγάπη το “χθές” με το ” σήμερα” σε έναν καινούργιο ρυθμό. Το πέρασμα του χρόνου σε τούτη την πόλη δεν πέφτει σαν κατακάθι πικρό μέσα σου. Στροβιλίζεται γύρω σου, ανακατεύει την ψυχή σου και τέλος σε αρπάζει μαζί του σε ένα κύμα χαράς για εκείνο που δεν χάθηκε αλλά έμεινε, βάση γερή, για τη ζωή που ακράτητη συνεχίζεται.
“Χαμένα χρόνια” είπα λίγο πριν; Μάλλον, όχι! Μπορεί σ΄εκείνα τα χρόνια να το χρωστάω που δεν λυγίζω στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Σ΄εκείνα τα χρόνια χρωστάω και τα παιδιά μου. Κι ακόμα, ότι είμαι περήφανη για το βαθύ τους βλέμμα και που ξέρουν να χαίρονται κι αυτά κοιτάζοντας μία ανθισμένη αγριοτριανταφυλλιά και να δακρύζουν με μία άρια του Πουτσίνι.
***
Ξημερώνει! Μέσα στην πρωινή ομίχλη διαλύω το παρελθόν. Ντύνομαι πάλι την κάπα του ταξιδιώτη και χαίρομαι για το φως που γεμίζει το δωμάτιο.
Δίχως σκέψεις πολλές κατεβαίνω στην Τραπεζαρία. Ο αέρας μυρίζει φρεσκοκομμένο καφέ. Ο νεαρός σερβιτόρος τρέχει κοντά μου. Αφήνει στο τραπέζι μου ζεστό ψωμί, φρέσκο βούτυρο και την πρωινή εφημερίδα. Πόσο χρονών να είναι; Δεκαέξη…δεκαεφτά…! Φοιτά σε επαγγελματική σχολή κι αυτό το διάστημα κάνει την πρακτική του. Υποχρεωτική θητεία στον κύκλο της επαγγελματικής του κατάρτισης.
Στα δεκαεφτά του έχει πάρει κιόλας τον δρόμο του. Έχει ένα επάγγελμα κατοχυρωμένο, ασφάλεια, σιγουριά. Μπορεί να κάνει σχέδια για το μέλλον. Κάποια μέρα θα βάζει κι αυτός τραπέζια σε μια όμορφη σάλα, που θα έχει μεγάλα παράθυρα με θέα το εντικρινό βουνό. Στο λιβάδι, μπροστά, θα βόσκουν καλοθρεμμένα αγελάδια. Θα βλέπει το χορτάρι να κυματίζει με τον άνεμο, μια μεγάλη τρακάδα με ξύλα για τον χειμώνα και στο βάθος τα σπίτια με τις καμινάδες και τους πανσέδες στα παράθυρα. Θα στέκεται στην πόρτα του μαγαζιού του, θα καλημερίζει τους πελάτες του και θα χαίρεται για τον τόπο του και για τον εαυτό του! Χωρίς φόβο για το αύριο, χωρίς αγωνία για το τί θα φέρει η άλλη μέρα! Είμαι σίγουρη για όλα αυτά; Του τα εύχομαι και προχωράω με το αυτοκίνητο.
Είμαι κιόλας στο Salzburg και ούτε το πήρα είδηση! Αντικρύζω τις Άλπεις. Χιόνια στις κορφές, ήλιος στις πλαγιές και τα έλατα, φαίνονται σκούρα στα ψηλά και φτάνουν καταπράσινα ως τα βοσκοτόπια. Εκεί σταματάνε. Αρχίζει το βασίλειο της πατητής γης μέχρι που να κοπεί από τη ρεματιά ή να δώσει τη θέση του σε κάποια λίμνη. Από το ραδιόφωνο ακούγεται η 6η του Μπετόβεν. Η μουσική πέφτει βαριά στην ψυχή, σκάβει βαθιά, σε πονάει. Ύστερα πάλι υψώνεται και μαζί της τραβάει την αναπνοή σου, μαλακά στην αρχή και ξάφνου με ένα σάλτο θεόρατο ακουμπάει τα ύψη. Βογγάς! Τότε οι νότες κατεβαίνουν πάλι μαλακά, κυματίζουν στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, χαϊδεύουν την ψυχή, εκεί που την άγγιξε η ομορφιά και τράνταξε την υφή της.
Να, όμοια με αυτή τη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ολόκληρη η φύση της Αυστρίας. Σαν να μαζεύτηκε ολόκληρη η ζωή εδώ σε όλη της την έκφραση. Χώθηκε μέσα στη γη, ως σπόρος της ομορφιάς και του πόνου Τράφηκε, ζεστάθηκε, ωρίμασε …έκανε ένα μπάμ και τινάχτηκε ! Έτσι φτιάχτηκαν όλα σε τούτη τη χώρα. Ο κάμπος, η ρεματιά, το ψήλωμα και η χαράδρα. Κι ακόμα ο δρόμος ο πατητός, τ΄ανηφόρια, τα δύσβατα περάσματα προτού φανεί το ξάνοιγμα της λίμνης με τα κρυφά μονοπάτια να σε οδηγούν στη σιγαλιά.
Αν η φύση της Γιουγκοσλαβίας είναι σαν την ήρεμη πλευρά της ζωής, ένας κάμπος χωρίς σκαμπανεβάσματα, τούτη εδώ η φύση είναι η ζωή σε οργασμό. Αν τη ζωγράφιζα , τί χρώματα θα διάλεγα για τον πίνακα; Κοιτάζω γύρω μου. “Όλα”, αποφασίζω, Άσπρο, μαύρο, γαλανό. Γύρω πράσινο και καφέ.
Ακόμα και το κόκκινο του πανσέ και το μωβ της μανόλιας. Αλλά κι εκείνο το κίτρινο του σταχυού και το σταχτί του χειμώνα. Στο τέλος θα ζωγράφιζα ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί οι Αυστριακοί χαμογελούν ανεπιτήδευτα, έστω κι αν κάθισαν για λίγη ώρα δίπλα σου, σ΄ένα τραπεζάκι καφενείου.
***
Σταμάτησα στο Alberg- Pass. Να ξεφωνίσεις; Να μείνεις άφωνος; Δεν ξέρεις πια! Στέκεσαι μπροστά στα χιονισμένα βουνά, που κατεβαίνουν ως τα πόδια σου και μ΄ ένα μονοπάτι, μέσα στο αλέκιαστο χιόνι, σε καλούν για να πας πιο ψηλά. Οι πλαγιές λάμπουν κάτω από τον ήλιο. Το φως σου τσούζει τα μάτια. Παίρνω χούφτες χιόνι και τρίβω τα μάγουλά μου. Παίρνουν φωτιά! Ρίχνω μια χιονόμπαλα στην ανθισμένη μηλιά, που γέρνει πανέμορφη πάνω από το κοντινό της ποτάμι. Τα λουλούδια της πέφτουν από τα κλαριά της και χάνονται μέσα στο χιόνι. Κατεβαίνω στην όχθη του ποταμού, βουτάω τα χέρια μου στα νερά του κι εκεί αποφασίζω: να κρατήσω την πατρίδα μου στην καρδιά μου και ν΄ απλώσω τα χέρια μου σε όλο τον κόσμο! Ν΄ ανοίξω τα σύνορα, να μηδενίσω τις αποστάσεις και την άλλη Άνοιξη να πάρω τα παιδιά μου και να τα φέρω εδώ. Θα τα κυλήσω στο χιόνι, θα τα λούσω στους καταρράκτες και το βράδυ, που θα κατεβαίνει το αγιάζι από το βουνό, θα τα ζεστάνω μπροστά στο τζάκι με τα αναμμένα κούτσουρα. Κι όταν η χαρά θα τρέχει από τα μάτια τους, θα την μαζέψω σταλαγματιά-σταλαγματιά, θα την φυλάξω σε ένα κουτάκι, που θα το κρεμάσω στο λαιμό μου για μενταγιόν Μέσα του θα κλείσω ένα χαρτάκι. Θα το ανοίγω από καιρό σε καιρό και θα διαβάζω: “κομμάτια είναι η χαρά, που την σκόρπισε ο άνεμος σε όλη τη γη. Αν δεν την έχεις βρει ακόμα, είναι γιατί κοιτάς μονάχα μπροστά σου”
Αυτό για να μην το ξεχάσω!
***
Σε ένα ταξίδι, που οι ρόδες καταπίνουν τα χιλιόμετρα και οι μέρες γίνονται εικόνες, που εναλλάσσονται, τί να πρωτοκρατήσεις και τί να πρωτοπείς; Αν έκανες το ταξίδι πάνω σε ένα άλογο, θα γινόταν το κάθε μονοπάτι ένα κομμάτι από ΄σένα. Ο χρόνος θα έδενε με την μιλιά σου και θα το ιστορούσες, σαν παραμύθι νοσταλγικό, στα εγγόνια σου. Τώρα, οι ρόδες σε τραβάνε μέσα στις χώρες σαν μονοκονδυλιά. Μαζεύεις εικόνες που, όταν με τον καιρό κατασταλάξουν μέσα σου, θα γίνουν εντυπώσεις. Και μέσα από αυτές ξεπροβάλλει, κάθε φορά, μια ολόκληρη κοινωνία. Μιλάει, εκφράζεται με τις πιο απλές εικόνες, που τότε στο ταξίδι σου πέρασαν απαρατήρητες.
Να, για κοίτα τις εκκλησίες! Μέσα στους τέσσερις τοίχους τους διακρίνω κάθε φορά το πέρασμα των εποχών και την εξέλιξη της κοινωνίας ανάμεσα στους αιώνες. Ύστερα ψάχνω γύρω μου, στους δρόμους της πόλης, στα σπίτια και στα πρόσωπα των ανθρώπων, για να μαντέψω την επίδραση αυτής της εξέλιξης στη μορφή της σημερινής κοινωνίας.
Θυμάμαι τον καθεδρικό ναό της πόλης Worms στη Γερμανία. Στην αρχή με πίεσε ο όγκος του. Ανέβαινε πολύ ψηλά, στη μέση μιας μικρής πλατείας, σε μία ξεπνοϊσμένη προσπάθεια να φτάσει στον ουρανό. Εκείειει… εκείει.. εκεί πάνω και μόνο εκεί! Και τα σπίτια τόσο μικρά τριγύρω του. Σταχτιά χρώματα, μουντοί οι δρόμοι. Σαν μπήκα στο εσωτερικό του ναού, καρφώθηκα μπροστά στο σύμπλεγμα των αγαλμάτων, στο χρυσό και στην πολυτέλεια που χαρακτήριζε το μπροστινό μέρος του ναού. Εκεί ήταν οι θέσεις της βασιλικής οικογένειας. Γύρισα το βλέμμα και κοίταξα τον υπόλοιπο χώρο. Γκρίζα μάρμαρα, τεράστια αγάλματα, γυμνοί τοίχοι. Εκεί στεκόταν ο λαός. Το χάος ανάμεσα στον λαό και στις υψηλές τάξεις τεράστιο. Ο μεσαίωνας σε όλη του την έκφραση.
Ένιωσα να τραντάζονται τα θεμέλια για να γεφυρώσουν το χάσμα. Βγήκα έξω για να πάρω αέρα. Σε λίγη ώρα άφηνα πίσω μου την Worms με το μεσαιωνικό της παρελθόν, τα σκούρα κτήρια και τους σκυθρωπούς ανθρώπους.
Και τώρα, νάμαστε στο Allgeu της Βαυαρίας, κοντά στην Αυστρία. Η ιστορική εξέλιξη που διαμορφώνει την κοινωνία, χειροπιαστή έκφραση σε μία εκκλησία μπαρόκ. Μπαίνω μέσα. Κάθομαι στους πάγκους όσο μπορώ πιο ήσυχα. Και το σούρσιμο της φούστας μου θα ενοχλούσε. Πολλοί άνθρωποι, γονατισμένοι στους πάγκους, προσεύχονται με το κεφάλι βυθισμένο στις ανοιχτές τους παλάμες. Οι τοιχογραφίες παίζουν με το φως, που μπαίνει από παντού. Το μάρμαρο με τις λεπτοσκαλισμένες μορφές ζωντανεύει σε κυματισμούς και τα παχουλά αγγελούδια με τις τρομπέτες τους σαλπίζουν ότι, ο Θεός κατέβηκε πιο χαμηλά για να ευλογήσει την επίγεια ευτυχία.
Αναγέννηση! Ο άνθρωπος ανεβαίνει. Ο Θεός μαλακώνει. Το δικαίωμα της χαράς ξεφεύγει από τις κοινωνικές τάξεις και πάει κοντά στους απλούς ανθρώπους. Κι εσύ τώρα κάθεσαι σ΄ ένα ξύλινο έδρανο εκκλησίας και δεν ξέρεις πια τί να πεις! Ούτε να σκέφτεσαι, θέλεις! Ένα πορτάκι ανοίγει στα δεξιά και μέσα από τα μπαρόκ παιχνιδίσματα ξεπροβάλλει μία κομπανία μοναχών. Οι άνθρωποι ανασηκώνονται. Είναι η ώρα της Θείας Λειτουργίας. Ένα μουρμουρητό σε τόνο βαθύ, σαν ψαλμωδία κι αμέσως μετά το αρμόνιο να κυματίζει τις νότες. Αυτές δένουν αρμονικά με το μουρμουρητό, το παίρνουν μαζί τους, ανεβαίνουν ψηλά κι ολόκληρη η Αναγέννηση γύρω σου γίνεται ζωντανή μελωδία.
Μένω εκεί ακίνητη, με ανοιγμένη ψυχή κι όταν ακόμα οι μοναχοί περνούν το ξύλινο πορτάκι, με τα κεφάλια σκυφτά. Χάνονται! Μετά…ησυχία…σ΄ένα βάθος που σε τραβάει μαζί του δίχως ν ΄αναρωτιέσαι για πού! Μόνο, σαν οι διπλανοί σου ανασηκώνονται και ο θόρυβος σε φέρνει πίσω, πάνω στο ξύλινο έδρανο της προσευχής και μπροστά στην Μαντόνα, σκέφτεσαι: ” γι΄ αυτό, λοιπόν, ο διάλογος με τον Θεό είναι δύσκολος. Πρέπει να συνταιριάζεις τα λόγια σου με τη δική Του τη μελωδία! ”
Βγαίνω έξω από την εκκλησία και δεν βιάζομαι καθόλου ν΄ αφήσω το Βαυαρικό χωριό. Τα λουλούδια στα μπαλκόνια, τα χρώματα και οι ζωγραφιές στους τοίχους των σπιτιών, τα πράσινα λιβάδια ολόγυρα και οι άνθρωποι με τα χαρούμενα πρόσωπα σε δένουν κοντά τους.
***
Δρόμος επιστροφής. Το “ταξίδι στο παρελθόν τελείωσε. Τώρα τα βλέπω όλα ξεκάθαρα. Δέχομαι τις δυσκολίες σε όποια μορφή κι αν έρθουν, αρκεί το πέρασμα από μέσα τους να με μάθει να μην κλαίω για ό,τι άσχημο πέρασε, μα να χαίρομαι για ό,τι όμορφο θα ΄ρθει…έστω κι αν αυτό είναι “Μόνο ένα ταξίδι!”
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Είμαι η Μαίρη Μάκρα. Γεννήθηκα στα Καμάρια Ιστιαίας και μεγάλωσα στη Χαλκίδα Ευβοίας. Οι σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της πόλης Graz -Studienrichtung: Volkswirtschaft (Κοινωνικές Επιστήμες) δεν ολοκληρώθηκαν, λόγω οικογενειακών προβλημάτων.
Επί σειρά ετών συνεργάστηκα με έντυπα του Ημερήσιου και Περιοδικού Τύπου, ως αρθρογράφος, ρεπόρτερ έρευνας σε κοινωνικά θέματα και υπεύθυνη βιβλιοπαρουσίασης…
Σήμερα είμαι συνταξιούχος, έχοντας εργαστεί για χρόνια ως “Σύμβουλος αυτογνωσίας με την προσωπική μου μέθοδο: “Γνώρισε την ψυχή σου- Με Οδηγό τα Ελληνικά Αρχέτυπα”, η οποία είναι καρπός μακροχρόνιας μελέτης έρευνας, και πρακτικής εφαρμογής.
Στην Ιστοσελίδα μου,https://www.gnothidauton1.com/ γράφω θέματα αυτογνωσίας( μέσα από ανάλυση και αποσυμβολισμό των μύθων της “Ελληνικής Μυθολογίας”)-Εναλλακτικής θεραπευτικής, κ.α.
Γράφω: Μυθιστόρημα, Διήγημα, Παραμύθι, Ποίηση, και ζωγραφίζω αγγέλους ερασιτεχνικά.
Η προσωπική μου μέθοδος κυκλοφόρησε με το βιβλίο:
- «ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ – Με Οδηγό τα Ελληνικά Αρχέτυπα».
Συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται ως τριλογία από τις εξής μελέτες: - “ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΡΧΕΤΥΠΑ – Μύθος και Αυτογνωσία με Οδηγό τα Ελληνικά Αρχέτυπα”
- (Γυναικείες θεότητες του Ολύμπου, Νύμφες, Βασίλισσες και ο αποσυμβολισμός τους, με αυτογνωσιακή προσέγγιση)
- “ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΑΓΩΝΑ- Μέσα από την Ελληνική Μυθολογία”
- (Οι ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας και ο αποσυμβολισμός τους, με αυτογνωσιακή προσέγγιση)
Κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.