Στις 9 Ιουλίου 1956 σημειώθηκε ένας πολύ ισχυρός και καταστροφικός σεισμός μεγέθους 7,5 Ρίχτερ, με επίκεντρο τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Αμοργού, Ανύδρου και Ανάφης.
Τα περιορισμένα μέσα της εποχής είχαν ως αποτέλεσμα οι γνώσεις μας για τον σεισμό αυτό να είναι λίγες και ο ακριβής εντοπισμός του επίκεντρου, αδύνατος. Εξήντα επτά χρόνια μετά, μια διεθνής ωκεανογραφική αποστολή επιχειρεί να εντοπίσει, με τη βοήθεια εξελιγμένου ρομπότ, πληροφορίες για αυτόν τον ισχυρότερο σεισμό της Μεσογείου τα τελευταία 200 χρόνια.
Δεν ήταν μόνο ο κύριος σεισμός της 9ης Ιουλίου καταστροφικός. Τον διαδέχτηκε 13 λεπτά αργότερα ισχυρότατος μετασεισμός μεγέθους 7,2 Ρίχτερ κοντά στη Σαντορίνη, που προκάλεσε ζημιές και κόστισε πολλές ανθρώπινες ζωές. Επίσης, προκλήθηκε μεγάλο τσουνάμι που πλημμύρισε τις ακτές από τη Φολέγανδρο ως την Τουρκία, με τα κύματα να φτάνουν μέχρι και τα 20 μέτρα στην Αμοργό. Το επίκεντρο και τα ρήγματα του σεισμού δεν ήταν γνωστά και οι λίγες μελέτες που έγιναν τότε στην ξηρά και τη θάλασσα δεν αποκάλυψαν τι πραγματικά συνέβη.
Κατά τη διάρκεια προηγούμενων ωκεανογραφικών αποστολών έγιναν γεωφυσικές μελέτες, όπου αποτυπώθηκε η μορφολογία του υποθαλάσσιου πυθμένα ανάμεσα στη Σαντορίνη, την Αμοργό, την Ανάφη και την Αστυπάλαια και εντοπίστηκαν σε μέγιστο βάθος 750 μέτρων τρία υποθαλάσσια ρήγματα παράλληλα το ένα με το άλλο, σε απόσταση 70 χιλιομέτρων.
Μια διεθνής ομάδα εκτελεί υποθαλάσσιες έρευνες στην ίδια περιοχή τα τελευταία δύο χρόνια, για να ρίξει φως στον μηχανισμό που ενεργοποίησε τον καταστροφικό σεισμό και το επακόλουθο τσουνάμι. Στην ομάδα συμμετέχουν η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Εύη Νομικού, αλλά και επιστήμονες από ερευνητικά ιδρύματα της Γαλλίας, οι Φρεντερίκ Λεκλέρκ από το Πανεπιστήμιο Cote d’ Azur, Ναταλί Φουγιέ από το ινστιτούτο Institut du Physique du Globe του Παρισιού και Χαβιέ Εσκαρτέν από τη Σχολή Ecole Normale Superieure de Paris.
Το υποθαλάσσιο ρήγμα της Αμοργού, εξηγεί η κ. Νομικού στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «είναι ένα από τα πιο ενεργά ρήγματα του ελληνικού θαλάσσιου χώρου και είναι σημαντικό να έχουμε στοιχεία για τη γεωμετρία του, αλλά και για πρώτη φορά οπτικά δεδομένα από τον “καθρέφτη” του ρήγματος, δηλαδή τη λεία επιφάνεια που δημιουργείται κατά τη μετακίνηση του εδάφους έπειτα από σεισμό. Ο στόχος μας είναι να κατανοήσουμε τον μηχανισμό γένεσης του σεισμού του 1956 και του τσουνάμι που προκλήθηκε».
Πολύτιμος βοηθός στην έρευνά τους είναι το ρομποτικό όχημα Ariane, το οποίο έχει τη δυνατότητα να καταδυθεί σε βάθος μέχρι 2.500 μέτρα και να παραμείνει εκεί έως και έξι ώρες σε κάθε κατάδυση. Οι 4Κ κάμερες που διαθέτει καταγράφουν τη μορφολογία του υποθαλάσσιου πυθμένα και επιτρέπουν στους ερευνητές να δουν και να μελετήσουν το ανάγλυφο με μέγιστη ταχύτητα τα 0,5 μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Εξοπλισμένο με δύο μηχανικούς βραχίονες, είναι επίσης σε θέση να συλλέξει ιζήματα σε σωλήνες μήκους 30 εκατοστών που ονομάζονται πυρήνες. Οι οκτώ πυρήνες με ιζήματα που συλλέχθηκαν θα βοηθήσουν στη χρονολόγηση του υποθαλάσσιου αναγλύφου.
Για τις ανάγκες της έρευνας, το Ariane καταδύθηκε εννιά φορές για συνολικά 26 ώρες και διένυσε συνολικά 13 χιλιόμετρα εξερευνώντας τη ζώνη του ρήγματος της Αμοργού και των άλλων ρηγμάτων. Τράβηξε χιλιάδες φωτογραφίες, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή τρισδιάστατων μοντέλων που θα βοηθήσουν τους επιστήμονες να μετρήσουν την παραμόρφωση του θαλάσσιου πυθμένα.
Επιπλέον, στις έρευνες συμμετείχε και το γαλλικό ωκεανογραφικό πλοίο «L’ Europe», που είναι εξοπλισμένο με πολυδεσμικό σύστημα χαρτογράφησης για την καταγραφή της υποθαλάσσιας μορφολογίας σε παράκτιες περιοχές. Κατά τη διάρκεια της νύχτας αλλά και τις μέρες που επικρατούσαν θυελλώδεις άνεμοι που εμπόδιζαν το ρομποτικό σκάφος να καταδυθεί, το «L’ Europe» συγκέντρωσε βαθυμετρικά δεδομένα στην παράκτια ζώνη της Ανάφης και της Αμοργού. Τα υψηλής ανάλυσης βαθυμετρικά δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν στη μοντελοποίηση της διάδοσης του τσουνάμι του 1956, προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα ο μηχανισμός δημιουργίας του.
Εξάλλου, οι ερευνητές εντόπισαν πολλές υποθαλάσσιες κατολισθήσεις που πιθανώς συνδέονται με τον σεισμό του 1956 και οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ενισχύσει τα παλιρροϊκά κύματα.
Αυτή την περίοδο είναι σε εξέλιξη η επεξεργασία και η ερμηνεία των δεδομένων, προκειμένου να σχηματιστεί καλύτερη εικόνα γι’ αυτά τα γεγονότα του παρελθόντος και να υπάρξει καλύτερη κατανόηση του μέλλοντος σε μια από τις πιο ενεργές γεωδυναμικά περιοχές του ελληνικού υποθαλάσσιου χώρου.
Τα πρώτα ερευνητικά αποτελέσματα που προκύπτουν από την έρευνα, όπως αναφέρει η κ. Νομικού στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, είναι ότι ο θαλάσσιος χώρος ανάμεσα στην Αμοργό και τη Σαντορίνη «είναι γεωδυναμικά ενεργός με πολλούς γεωκινδύνους. Έχουμε όμως, πλέον στη διάθεσή μας υψηλής ανάλυσης γεωφυσικά δεδομένα και τρισδιάστατα μοντέλα αναγλύφου, που θα μας βοηθήσουν να μελετήσουμε καλύτερα την παραμόρφωση του πυθμένα μετά τον σεισμό του 1956».