Για την ύπαρξη μαύρου ταμείου στη Siemens, για παράνομες πληρωμές σε πολλές χώρες και στη χώρα μας, μίλησε η εισαγγελέας στη δίκη για τις πρακτικές του γερμανικού κολοσσού Ελένη Σκεπαρνιά, ξεκινώντας την αγόρευση της για την ενοχή ή μη των κατηγορούμενων.
Η εισαγγελέας, η οποία πρότεινε ενοχή για τα μεγάλα ονόματα της δίκης αυτής και απαλλαγή για πολλούς από τους εμπλεκόμενους, χωρίς να ολοκληρώσει το σύνολο της πρότασης της, αναφέρθηκε στο δίκτυο των μαύρων ταμείων της γερμανικής εταιρείας.
Υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι τελικώς διατέθηκαν για τις επίμαχες συμβάσεις του ΟΤΕ (η περίφημη σύμβαση 8002) και για τις επεκτάσεις της, συνολικά 69 εκ. Γερμανικά μάρκα με διάφορους αποδέκτες.
Στην υπόθεση δεν βρέθηκαν ως αποδέκτες πολιτικοί από την πολυετή ερευνα της δικαιοσύνης, πλην του Θεόδωρου Τσουκάτου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έχει υποστηρίξει ότι τα χρήματα δόθηκαν στο κομματικό ταμείο.
Οι κατηγορούμενοι είναι είτε στελέχη της γερμανικής εταιρείας, μητρικής ή της εδώ, είτε στελέχη του ΟΤΕ καθώς και επιχειρηματίες ή ιδιώτες που διευκόλυναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις παράνομες πληρωμές.
Η εισαγγελέας αναφέρθηκε αναλυτικά σε όλους τους τρόπους των μαύρων πληρωμών από τη Siemens σε εμβάσματα που πέρασαν μέσα από εταιρείες, εξωχώριες εταιρείες, εταιρείες παροχής συμβούλων, αλλά και σε μετρητά, λέγοντας χαρακτηριστικά «ότι ήταν πάγια τακτική της μητρικής εταιρείας για όλες τις χώρες με τις οποίες συνεβλήθη από το 1980 έως το 2006 (…) Στην Ελλάδα οι δωροδοκίες ήταν μακραίωνη παράδοση. Μέχρι την σύμβαση με αριθμό 8002 που υπεγράφη το 1997 στη χώρα μας τον ΟΤΕ για λογαριασμό Siemens, φαίνεται, κατέληξε η εισαγγελέας ότι η εταιρεία έδινε ανά έτος, για τις δουλειές της σε πολλές χώρες 15 εκατομμύρια ευρώ».
Η εισαγγελέας ειδικότερα πρότεινε την ενοχή του Μιχάλη Χριστοφοράκου, πρώην επικεφαλής στη Siemens στη χώρα μας, ο οποίος όμως μόνον τυπικά δικάζεται, επί της ουσίας, από την ελληνική δικαιοσύνη καθώς έχει δικαστεί ήδη στη Γερμανία και ουδέποτε πρόκειται να εκδοθεί.
Ενοχή ζήτησε η εισαγγελέας και για άλλους κατηγορούμενους της υπόθεσης όπως τους Χρήστο Καραβέλα, διαφεύγει τη σύλληψη, Πρόδρομο Μαυρίδη, Μικαέλ Κουτσενρόιτερ, Ρολάντ Κοχ και άλλους, ενώ για πολλούς την απαλλαγή τους, ενώ η αγόρευση της θα συνεχιστεί καθώς οι κατηγορούμενοι είναι συνολικά 64 πρώην στελέχη της γερμανικής εταρείας, στελέχη του ΟΤΕ, ιδιώτες και άλλοι.
Αναφερόμενη σε κάθε κατηγορούμενο χωριστά η Εισαγγελέας ξεκίνησε το «κατηγορώ» με τον μεγάλο απόντα της δίκης Μιχάλη Χριστοφοράκο αναφέροντας πως ο επί σειρά ετών επικεφαλής της ελληνικής Siemens «γνώριζε και ενέκρινε όλες τις παράνομες πληρωμές», ενώ τόνισε πως με τον συγκατηγορούμενο του, πρώην στέλεχος της εταιρείας, Πρόδρομο Μαυρίδη «είχαν κατανείμει τους ρόλους: Ο Μαυρίδης χρημάτιζε με το 8% επί του συνολικού κόστους της σύμβασης την κατώτερη βαθμίδα του ΟΤΕ και ο Χριστοφοράκος με το 2% την ανώτερη βαθμίδα και άλλες επαφές του».
Κατά την Εισαγγελέα δεν υφίσταται κανένα δεδικασμένο, όπως προβάλει ο Χριστοφοράκος επικαλούμενος καταδίκες του στην Γερμανία για την «υπόθεση Siemens» καθώς «οι ποινές αυτές αφορούν την διακίνηση επτά εμβασμάτων» τα οποία «δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τις δωροδοκίες στον ΟΤΕ την περίοδο 1997-2004 με τις καταβολές διαφορετικών ποσών για την σύμβαση 8002». Κατά την εισαγγελέα η παρούσα υπόθεση έχει διαφορετικό χρόνο τέλεσης και διαφορετικά εμπλεκόμενα πρόσωπα από εκείνα για τα οποία δικάστηκε στην Γερμανία. Εκτίμησε μάλιστα η κ. Σκερπανιά πως ο Χριστοφοράκος στις καταθέσεις του στην Γερμανία προσπάθησε να πείσει ότι τα χρήματα που του καταλογίζεται πως διακίνησε αφορούσαν αποκλειστικά χρηματισμό κομμάτων, ώστε να αντιμετωπίσει κατηγορία μόνο για παράνομες χορηγίες και όχι για χρηματισμούς κρατικών υπαλλήλων.
Η Εισαγγελέας καταλόγισε στον Χριστοφοράκο για την επίτευξη της σύμβασης 8002 την διακίνηση ποσών που υπερβαίνουν τα 7 εκατομμύρια ευρώ μόνο μέσω εταιριών, έμπιστων σε αυτόν παρένθετων προσώπων, με πλαστά παραστατικά και εικονικά τιμολόγια αλλά και πολλά εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά όπως η περίπτωση βαλίτσας που του είχε παραδώσει ο Μαυρίδης στο αεροδρόμιο της Γενεύης με 2 εκατομμύρια μάρκα μετρητά.
Πάντως η ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας για μια τόσο μεγάλη υπόθεση που έχει απασχολήσει 13 χρόνια τη δικαιοσύνη και κατ’ επανάληψη τη Βουλή και την πολιτική αντιπαράθεση, όταν γίνεται με τόσο μεγάλη καθυστέρηση και απόσταση από τα γεγονότα, η σημασία της όποιας απόφασης μειώνεται δραματικά.
Πρώτον, διότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει, ο ΟΤΕ δεν ανήκει πλέον στο δημόσιο, οι περισσότεροι κατηγορούμενοι είναι υπερήλικες και γιατί το νομοθετικό περιβάλλον, κι αυτό μεταβάλλεται.
Για το λόγο αυτό, δικαστικές πηγές, σημείωναν ότι οι φωνές που ακούγονται για καθυστέρηση στην ψήφιση των ποινικών κωδίκων, ώστε να εκδοθούν με το παλιό νόμο αποφάσεις για διάφορα σκάνδαλα, προκειμένου να έχει επικοινωνιακά οφέλη η κυβέρνηση, δεν μπορεί να είναι πειστικό επιχείρημα, ώστε μείζονος σημαςίας νομοθετήματα να μην ψηφιστούν ή να μην τεθούν σε εφαρμογή.
πηγή: kathimerini.gr