Το ποιοι είμαστε σήμερα αρχίσαμε να το χτίζουμε από την στιγμή που γεννηθήκαμε, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε φυσικά και χωρίς να το γνωρίζουμε.
Το ποιοι είμαστε σήμερα αρχίσαμε να το χτίζουμε από την στιγμή που γεννηθήκαμε, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε φυσικά και χωρίς να το γνωρίζουμε. Πως γίνεται αυτό; Μα πολύ απλά, αντιγράφοντας συμπεριφορές και τρόπους από τους γονείς μας ή τα άτομα που μας μεγάλωσαν, συγγενείς και οικογενειακούς φίλους, άλλα παιδάκια, δασκάλους, γενικότερα όλους όσους είχαμε επαφές ως παιδιά.
Λογικό λοιπόν να επηρεάζεται ο ψυχικός μας κόσμος από τις συμπεριφορές που «κατάπιαμε» τότε, χωρίς να τις φιλτράρουμε. Αποτέλεσμα, να αναπτύσσονται με αυτό τον τρόπο προβλήματα, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχη και φοβίες, ενοχικά συναισθήματα, εξαρτητική συμπεριφορά ή/και εξαρτήσεις, άγχος αποτυχίας, κλπ.
Ας δούμε πώς μπορούν οι γονείς να προφυλάξουν τα παιδιά τους από τις δικές τους συμπεριφορές που θα κουβαλάνε τα μικρά τους ως αυριανοί ενήλικες.
Η σύγκριση ανάμεσα στα παιδιά, είτε πρόκειται για αδέλφια είτε για άλλα παιδιά, είναι γεγονός πως δεν βοηθάει. Αντίθετα, δημιουργεί στο παιδί την αίσθηση ότι δεν αξίζει, ότι τα άλλα παιδιά είναι καλύτερα από το ίδιο ενώ πολλές φορές νιώθει πως δεν χρειάζεται να προσπαθήσει για κάτι εφόσον δεν θα το κάνει καλά. Δημιουργείται ένα παιδί κλειστό που ίσως δεν νιώθει άξιο να αγαπηθεί και να αγαπήσει, ένα παιδί που ζηλεύει όλους τους άλλους καθώς δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί όλοι οι άλλοι είναι καλύτεροι, ένα παιδί γεμάτο ανασφάλειες και κόμπλεξ που θα προσπαθεί να αποδείξει ότι αξίζει για να γίνει αποδεκτό και θα ματαιώνεται διαρκώς στην ενήλικη ζωή του, αφού ποτέ δεν θα νιώσει αρκετό ή ένα θυμωμένο παιδί, όπου μέσα από την παραβατικότητα και την πρόκληση, προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή και να επιβληθεί. Ακόμα και υπέρ του να είναι η σύγκριση, μπαίνει στο ρόλο να προσπαθεί ακόμα περισσότερο μη τυχόν και πέσει από το βάθρο που το έχετε τοποθετήσει, αυξάνεται το άγχος του και δεν είναι σχεδόν ποτέ ικανοποιημένο γιατί θέλει όλο και κάτι παραπάνω, εφόσον οτιδήποτε καλύτερο από το ίδιο, θεωρείται απειλή, φοβάται πιο απλά μην χάσει την αγάπη των γονιών του. Δυστυχώς, η σύγκριση μεγαλώνει αυριανούς ενήλικες που φέρονται σκληρά στον εαυτό τους προσπαθώντας να αποδείξουν ότι αξίζουν ή ζουν παγιδευμένοι μέσα στην χαμηλή τους αυτοεκτίμηση.
Αντίστοιχα, όταν ο γονιός είναι διαρκώς πίσω από το παιδί του και δεν του αφήνει χώρο να κινηθεί, να δοκιμάσει και ας αποτύχει σε κάτι ή το γνωστό «ας φάει τα μούτρα του και λίγο», το παιδί αισθάνεται πως πάντα το αόρατο μάτι του γονιού βρίσκεται από πάνω του και το κρίνει. Έτσι, μαθαίνει πως πρέπει να ανταποκριθεί στις γονεϊκές προσδοκίες και απαιτήσεις, ότι πρέπει να είναι αλάθητο και «τέλειο» για να γίνει αποδεκτό από τον γονιό του και στην πορεία και από τους άλλους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω του, λανθασμένα χτίζει την πεποίθηση πως η αποδοχή μέσα από την τελειότητα σημαίνει αγάπη, άρα «πρέπει» να επιτύχει σε υψηλό επίπεδο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν οι γονείς διαρκώς «κοπανάνε» τις δικές τους θυσίες για να έχει το ίδιο «όλα τα καλά» απαιτώντας την ανταπόδοση των κόπων τους, πχ. μέσα από τους καλούς βαθμούς, τις επιδόσεις τους, την κοινωνικότητά τους, κλπ. Γίνονται δηλαδή χειριστικοί – είτε το γνωρίζουν, είτε όχι – προκαλώντας ενοχές στα μικρά τους, ενοχές όπου συνήθως τις κουβαλάνε και ως ενήλικες. Χτίζεται δηλαδή η πεποίθηση , πως δεν θα μπορούν να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες άλλων με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι ενοχές, να πέφτει η αυτοεκτίμηση και ίσως ακολουθεί και η σχετική απομόνωση…
Οι γονείς που δεν μπορούν να εκφράσουν τον συναισθηματικό τους κόσμο – είτε επειδή και οι ίδιοι δεν το έμαθαν από τους δικούς τους γονείς, είτε επειδή δεν μπορούν. Γονείς που πιστεύουν πως την αγάπη τους την δείχνουν μέσα από την προσφορά υλικών αγαθών, χωρίς όμως να είναι οι ίδιοι δίπλα τους και διαθέσιμοι συναισθηματικά. Αποτέλεσμα, τα παιδιά να έχουν έλλειψη της συναισθηματικής εγγύτητας, να μην ξέρουν πώς να πλησιάσουν τους άλλους με ζεστασιά αλλά και να θεωρούνται ψυχρά ως άτομα, παρουσιάζοντας έναν φόβο οικειότητας και δημιουργώντας προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις…
Η κριτική γύρω από συμπεριφορές και πράξεις αλλά και τις συνέπειες επίσης, ως μία διαρκή υπενθύμιση γύρω από το τι έκαναν λάθος και ποιον έβλαψαν ως συνέπεια, μπορεί να οδηγήσει σε παραίτηση από κάθε προσπάθεια να κάνουν το σωστό, εφόσον διαρκώς κατακρίνονται. Αποτέλεσμα να αισθάνονται μόνα τους, χωρίς κάποιος να παίρνει το μέρος τους, να έχουν στήριξη ή και σύμμαχο και δυστυχώς ίσως αναζητήσουν «παρηγοριά» μέσα από παρέες και άτομα που θα τα αποδεχτούν ασχέτως αν πρόκειται για «κακές παρέες με κακές συνήθειες».