Γράφει ο Μουρτζούκος Χρήστος
Ο Κωνσταντίνος έκλεισε τον υπολογιστή του, αφήνοντας πίσω του τις πολύωρες εργασίες, μα κυρίως εκείνες τις σκέψεις που σαν κύματα τον χτυπούσαν αδιάκοπα, σκέψεις γεμάτες εικόνες της γυναίκας που αγαπούσε.
Δεν άντεχε άλλο τη φυλακή του μυαλού του. Έπρεπε να πάρει μια ανάσα, να βγει έξω, να νιώσει τον ήλιο να ζεσταίνει το πρόσωπό του, να αφήσει τον άνεμο να καθαρίσει το μυαλό και την ψυχή.
Μόλις κατέβηκε στον δρόμο, πήρε το γνώριμο μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι, το αγαπημένο του μέρος, εκεί όπου η φύση φώλιαζε ήρεμη και οι σκέψεις του έβρισκαν καταφύγιο. Ήταν αρχές της Άνοιξης, τέλη Μαρτίου, μια μέρα γεμάτη φως και ελαφρύ αεράκι που χάιδευε τις φυλλωσιές. Ο κόσμος ήταν ελάχιστος, μερικοί περιπατητές μονάχα, μα ο ίδιος γνώριζε καλά τη διαδρομή που θα του χάριζε τη μοναξιά που λαχταρούσε.
Όπως συνήθιζε, όταν έφτασε στη γέφυρα όπου οι περισσότεροι περνούσαν στην απέναντι όχθη, ο Κωνσταντίνος συνέχισε ευθεία, προς το κομμάτι του μονοπατιού που οδηγούσε στο αδιέξοδο. Εκεί που δεν τον ενοχλούσε κανείς, εκεί που άφηνε το βλέμμα του να χάνεται στο νερό και τα δέντρα που λικνίζονταν με το φύσημα του ανέμου. Εκεί ήταν το δικό του καταφύγιο.
Μα το σύμπαν, σκέφτηκε χαμογελώντας πικρά, έχει τον δικό του τρόπο να παίζει μαζί μας. Γιατί ενώ είχε βγει να διώξει κάθε θύμηση από γυναικεία χαμόγελα, στο βάθος του δρόμου είδε να πλησιάζουν τρεις κοπέλες, η καθεμιά με ένα μικρό σκυλάκι. Του φάνηκε παράξενο, τόσες φορές είχε περπατήσει αυτό το μονοπάτι και σπάνια συναντούσε ψυχή. Για μια στιγμή ήθελε να γυρίσει πίσω, να αποφύγει κάθε επαφή, μα έσφιξε τα δόντια και συνέχισε να περπατά με σταθερό βήμα.
Οι τρεις κοπέλες χώρισαν καθώς πλησίαζαν: η μία έμεινε στη μέση, οι άλλες δύο πήραν τις άκρες του δρόμου. Η μία, μάλιστα, γύρισε ελαφρά το σώμα της, σχεδόν επιδεικτικά, και το βλέμμα της φάνηκε να τον καρφώνει, στέλνοντας ένα ρίγος μέσα του, μια παράξενη θύελλα που διαπέρασε το στήθος του. Ο Κωνσταντίνος είχε αποφασίσει: αν δεν του μιλούσαν, θα περνούσε αδιάφορος, όπως έκανε πάντα.
Μα πριν καν προλάβει να φτάσει κοντά τους, είδε ξαφνικά τα σκυλάκια να τινάζονται από τα λουριά τους και να τρέχουν προς το μέρος του, σπρώχνοντάς τον με τα μικρά τους πόδια, κουνώντας χαρούμενα τις ουρές τους. Έσκυψε αυθόρμητα να τα χαϊδέψει, νιώθοντας μια αδιόρατη ζεστασιά να πλημμυρίζει το στήθος του, λες και ο ίδιος ο ήλιος κατέβηκε στην καρδιά του.
Οι κοπέλες τον πλησίασαν, κρατώντας ξανά τα λουριά, και σχεδόν με μια φωνή του είπαν: «Καλημέρα!» με πλατύ χαμόγελο. Εκείνος ανταπέδωσε, νιώθοντας ξαφνικά πως η μοναξιά του είχε σπάσει, πως το ποτάμι της σιωπής είχε γεμίσει ψίθυρους, φωνές και χρώματα.
«Πρώτη φορά σας βλέπω σε αυτή τη διαδρομή», είπε αυθόρμητα. «Συνήθως εδώ έρχομαι για να ηρεμήσω, έχει αδιέξοδο και σπάνια βλέπω κόσμο.»
Η κοπέλα που είχε γυρίσει προηγουμένως την πλάτη του χαμογέλασε παιχνιδιάρικα: «Κι εμείς πρώτη φορά ήρθαμε από εδώ. Συνήθως περπατάμε στην άλλη πλευρά του ποταμού… δεν ξέρουμε πώς, αλλά σήμερα και οι τρεις, σχεδόν χωρίς να το πούμε, νιώσαμε την ανάγκη να πάρουμε αυτόν τον δρόμο… Σαν να μας έσπρωχνε κάτι να έρθουμε εδώ.»
Ο Κωνσταντίνος ένιωσε το πεπρωμένο να παίζει τα δικά του παιχνίδια, σαν αόρατο χέρι που τραβούσε τα νήματα. «Μάλλον το σύμπαν έχει τον δικό του τρόπο να μας φέρνει κοντά…» απάντησε διστακτικά, μα με ένα αληθινό χαμόγελο που έσπασε την εσωτερική του παγωνιά.
«Εγώ είμαι η Σοφία», του είπε η κοπέλα με το παιχνιδιάρικο βλέμμα. «Κι αυτές είναι η Αλίς και η Κρουνίλντα.»
Σύστησε κι εκείνος τον εαυτό του, νιώθοντας για πρώτη φορά έπειτα από καιρό μια γλυκιά αναστάτωση. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, δέχτηκε την πρόταση που του έκαναν να περπατήσουν μαζί προς το ξέφωτο δίπλα στο ποτάμι, εκεί που θα άφηναν τα σκυλιά να τρέξουν ελεύθερα.
Περπατώντας δίπλα τους, άκουγε τα γέλια τους να γίνονται ένα με το κελάηδισμα των πουλιών. Τα δέντρα πάνω τους φιλτράριζαν το φως, στέλνοντας ασημένιες λωρίδες ήλιου στα πρόσωπά τους. Μιλούσαν για τη μέρα, για τον ήλιο, για την ομορφιά της Άνοιξης, για την ανεξήγητη έλξη που τις οδήγησε σε εκείνο το μονοπάτι.
Κάπου μέσα του, κάτι άρχισε να ξυπνά. Ένας σπόρος ελπίδας, μια φλόγα ζεστή που έλιωνε την παγωμένη μοναξιά του χειμώνα της καρδιάς του. Μπορεί να ήταν τυχαίο. Ίσως το σύμπαν να μην έπαιζε παιχνίδια. Μα εκείνη τη μέρα, στον ανοιξιάτικο ήλιο, στο άδειο μονοπάτι του ποταμού, ανάμεσα σε τρεις όμορφες παρουσίες που χαμογελούσαν σαν ξαφνικά αγγελούδια, ο Κωνσταντίνος πίστεψε, έστω για μια στιγμή, πως η ζωή μπορεί να ανθίσει ξανά.
Κι όσο άκουγε το γέλιο τους να πλημμυρίζει τον χώρο, κατάλαβε πως ίσως η αγάπη να μην είναι πάντα μια ιστορία γραμμένη από πριν, μα ένα μονοπάτι που ανοίγεται μπροστά σου απρόσμενα, αρκεί να έχεις το θάρρος να το περπατήσεις. Μαζί τους, έκανε το πρώτο βήμα. Στη νέα άνοιξη. Στην άνοιξη της καρδιάς του.
Κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.