Γράφει η *Μαρία Σταυρίδου
Τ΄ανόητα χαμόγελα που έκρυβαν, όχι μόνο μια σπάνια αθωότητα, μα και εκείνα τα όνειρα για έναν έρωτα δυνατό …για μια αγάπη, που όμοια της δεν θα υπάρξει …έτσι πιστεύαμε οι ανόητοι ρομαντικοί…
Αναπολώ τα νιάτα…
Εκείνη την αδάμαστη αγωνία, που σου έκοβε την ανάσα, που έκανε την καρδιά σου να σφίγγεται, σαν κάποιο αόρατο χέρι να είχε καταφέρει να τρυπώσει μέσα σου και να την είχε αιχμαλωτίσει μέσα στην παλάμη του …καταραμένη παλάμη …. Σχεδόν πονούσες, ένιωθες τ΄αόρατα δάχτυλα να τη σφίγγουν και εσύ ν΄αγκομαχάς να πάρεις ακόμη μια ανάσα και άλλη μία …και άλλη μία….
Μέχρι να φανεί …ν΄αντικρύσεις τη φιγούρα που είχες την ψευδαίσθηση, πως μπορούσες να ξεχωρίσεις από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, εκείνη τη φιγούρα που της είχες φορέσεις τη φορεσιά του Έρωτα του πρωτάρη, του άπειρου, του ανυπάκουου…
Εκείνη τη φιγούρα που σ΄ακολουθούσε σαν πρωταγωνιστής σ΄όλα τα όνειρα, που τον έχανες από βαριά λαβωματιά σ΄όλους τους εφιάλτες, που έλαμπε μέσα στην ασυνήθιστα συνηθισμένη ύπαρξη του και εσύ καμάρωνες….
Αλήθεια πόσο πολύ καμάρωνες …που τα χείλη του πάλευαν τρέμοντας να βρουν τα δικά σου, που η ανάσα του σαν κλεμμένη Αυγή βιαζόταν να ξημερώσει την ηδονή πάνω στ΄άγουρα κορμιά σας…
Αναπολώ τα νιάτα…
τους ψιθύρους που όσο και αν πάλευες να κρύψεις μέσα στο σκοτάδι, ήταν αδύνατο να μείνουν μυστικοί.
Πως να κρατηθεί μυστική η φωνή του Έρωτα;
Όλα πάνω σου και πάνω του κραύγαζαν πως τα χείλη είχαν ανταλλάξει τη λαχτάρα, πως τα χέρια είχαν προδώσει τους πόθους, πως η μυρωδιά είχε γίνει δανεικό, δεύτερο πουκάμισο της σάρκας …
Αναπολώ τα νιάτα….
τώρα που τα γεράματα μου χτυπούν ασταμάτητα την πόρτα, αναπολώ όσα δεν τόλμησα να γευτώ, όσα δεν τόλμησα να προδώσω, όσα δεν τόλμησα να εξομολογηθώ και κυρίως αναπολώ όλα αυτά που δεν θα προλάβω να ντύσω μ΄ένα μεγάλο …μεγάλο ‘Σ΄αγαπώ!’
* Η Μαρία Σταυρίδου είναι Αρθρογράφος Λογοτέχνιδα