Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος, γνωστή στην ιστοριογραφία ως Β΄ Σύνοδος της Νικαίας (787 μ.Χ.), στέκεται ως κρίσιμο σημείο καμπής στην ιστορία της Βυζαντινής Εκκλησίας και της σχέση της Εκκλησίας με την καίσαρο-κρατική εξουσία.
Συγκαλεσμένη στη Νίκαια της Βιθυνίας από τη μητρόπολη εξουσία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, που κυβερνούσε ως επίτροπος για τον ανήλικο γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄, η σύνοδος είχε ως καθοριστικό στόχο την κατάργηση της πρόσφατης πολιτικής του εικονόκλαστου αυτοκράτορα και την αποκατάσταση της τιμητικής προσκύνησης των εικόνων μέσα στη λατρεία της Εκκλησίας.
Η ίδια η συγκρότηση και οι εργασίες της συνόδου αποτελούν απόδειξη του πόσο βαθειά ήταν το εκκλησιαστικό και πολιτικό ρήγμα που προκάλεσε το κίνημα του εικονοκλασμού στον 8ο αιώνα.
Η σύνοδος άνοιξε στις 24 Σεπτεμβρίου 787 και διήρκεσε επτά συνεδρίες, στις οποίες συμμετείχαν περίπου τριακόσιοι επίσκοποι και άλλοι εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, οι πράξεις και τα κανόνια της συνόδου καταγράφηκαν και υπογράφτηκαν από τους παρισταμένους. Στις συνεδριάσεις αυτές παρουσιάστηκαν επιστολές του πάπα Αδριανού Α΄, ενώ εκπρόσωποί του συμμετείχαν στη διαδικασία με την ιδιότητα παπικών λεγκατών, η αποδοχή της θεσμικής θέσης υπέρ της τιμητικής προσκύνησης των εικόνων συνοδεύτηκε από προσεγμένες θεολογικές και πατερικές τεκμηριώσεις.
Η θεολογική καρδιά της συνόδου ήταν η διάκριση ανάμεσα στη «λατρεία» (λατρεία που ανήκει μόνο στον Θεό) και στην «τιμητική προσκύνηση» των εικόνων και των ιερών αντικειμένων (τιμητική προσκύνηση, τῆς ἐν τιμῇ προσκυνήσεως). Η σύνοδος διατύπωσε σαφώς ότι η τιμητική προσκύνηση που αποδίδεται στην εικόνα μεταβαίνει στον προσωποποιούμενο διά του εικονιζομένου, δηλαδή το σεβασμό προς την εικόνα δεν είναι ειδωλολατρία, αλλά σεβασμός προς τον εικονιζόμενο Χριστό ή τους Αγίους. Στα πρακτικά αυτό εκφράστηκε με κανόνες για την παρουσία εικόνων στις εκκλησίες, την απαγόρευση της καταστροφής τους και την υπενθύμιση της παράδοσης της Εκκλησίας ως μαρτυρίας για τη νομιμότητα αυτής της πρακτικής.
Ιστορικά, η σύνοδος δεν αποτέλεσε μόνο θεολογική διευκρίνιση, είχε και αποφασιστικές πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η αποκατάσταση των εικόνων σφράγισε μια ήττα του εικονοκλασμού, τουλάχιστον προσωρινά, και οδήγησε στη μερική επαναδιευθέτηση εκκλησιαστικών και κρατικών θεσμών. Παρά τις εντάσεις και την ύπαρξη κριτικών, κυρίως από το καρλογγιανό και δυτικό χώρο που εξέφρασε τους «Libri Carolini» ως αντίλογο, η πράξη της συνόδου ενδυνάμωσε εκείνη την τάση της Βυζαντινής Εκκλησίας που θεμελίωνε τη σχέση εικόνας–εμφανούς θεάνθρωπου στο μυστήριο της ενσάρκωσης.
Από πλευράς πηγών και τεκμηρίωσης, τα πρακτικά της συνόδου σώζονται σε μεταγενέστερες εκδόσεις και μεταφράσεις, ενώ οι μελετητές βασίζονται σε ποικίλα σώματα τεκμηρίων: τις πράξεις της συνόδου, επιστολές του πάπα, κείμενα πατέρων που προσκομίστηκαν ως τεκμήρια, και τις μεταγενέστερες αναλύσεις από βυζαντινολόγους και θεολόγους.
Η σύγχρονη έρευνα έχει δώσει έμφαση όχι μόνο στο δογματικό περιεχόμενο αλλά και στην κοινωνική δυναμική, τους μηχανισμούς εξουσίας, τις περιφερειακές διαφορές στην αποδοχή των εικόνων, και την επίδραση των αποφάσεων της συνόδου στην τέχνη και τη λατρεία των επόμενων αιώνων.
Η Έβδομη Οικουμενική σύνοδος, έχει μακροχρόνια απήχηση:
- στην Ορθόδοξη παράδοση εορτάζεται ως θρίαμβος (Η Κυριακή της Ορθοδοξίας) και θεωρείται θεμέλιος λίθος για την κατανόηση της εικόνας στη λατρεία
- στην λατινική παράδοση η αποδοχή της υπήρξε πιο επιφυλακτική αλλά τελικώς ενσωματώθηκε στην εκκλησιαστική πρακτική.
Η σύνοδος της Νικαίας του 787, επομένως, δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο σε ένα θεολογικό εγχειρίδιο, είναι ένας ιστορικός κόμβος όπου θεολογία, πολιτική, τέχνη και λατρεία συνυφαίνονται, αναδιαμορφώνοντας την πορεία της χριστιανικής Ανατολής και αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ευρωπαϊκή θρησκευτική κουλτούρα.
