Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν απλώς λάτρεις του κρασιού, ήταν οινοποιοί με βαθιά γνώση γύρω από τον οίνο.
Η κατανάλωσή του ήταν καθημερινή συνήθεια, συνδεδεμένη με τα γεύματα αλλά και με τα περίφημα συμπόσια, όπου ο οίνος λειτουργούσε ως κοινωνικός και πνευματικός καταλύτης.
Οίνος και μέτρο: Η πρακτική του αραίωσης
Σε αντίθεση με τη σύγχρονη συνήθεια κατανάλωσης κρασιού αυτούσιο, οι Αρχαίοι Έλληνες αραίωναν το κρασί τους με νερό. Η ανάμιξη γινόταν σε ειδικό αγγείο, τον κρατήρα, το οποίο είχε κεντρική θέση στο συμπόσιο. Η αραίωση δεν ήταν μόνο ζήτημα γεύσης, αλλά και ένδειξη πολιτισμού και μέτρου, καθώς η μέθη θεωρούταν απρεπής.
Στον κρατήρα προσέθεταν φυσικά αρωματικά και βότανα, όπως μέλι, γλυκάνισο, μέντα, θυμάρι και δεντρολίβανο, δίνοντας στον οίνο μοναδικά χαρακτηριστικά. Αυτή η πρακτική δεν είχε μόνο γευστικό στόχο, αλλά και φαρμακευτικό υπόβαθρο, αφού πολλά από τα προστιθέμενα υλικά είχαν ευεργετική επίδραση στον οργανισμό.
Ανάλογα με την ποικιλία και τη μέθοδο οινοποίησης, προτιμούνταν κυρίως οι γλυκείς, σκουρόχρωμοι οίνοι, κυρίως κόκκινοι ή μαύροι. Το λευκό κρασί χαρακτηριζόταν από ελαφρύτερη, πιο εύπεπτη φύση, ενώ οι κιτρινωποί οίνοι ήταν πιο όξινοι. Οι γευστικές επιλογές ποικίλλαν ανάλογα με την εποχή και το κλίμα.
Η θερμοκρασία του κρασιού είχε σημασία: το χειμώνα το προτιμούσαν χλιαρό, ενώ το καλοκαίρι το κατανάλωναν δροσερό, χρησιμοποιώντας ακόμη και πρόχειρα μέσα ψύξης, όπως δροσερό νερό ή χιόνι.
Η οινική παράδοση των Αρχαίων Ελλήνων αποτελεί θεμέλιο της σύγχρονης μεσογειακής οινολογίας. Ήταν γνώστες, όχι μόνο της παραγωγής, αλλά και της υπεύθυνης και αισθητικά ολοκληρωμένης κατανάλωσης του κρασιού, με σεβασμό και μέτρο.
