Η 15η Σεπτεμβρίου είναι η μέρα που το 1944, ένα χωριό της Μεσσηνίας, ο Μελιγαλάς, γίνεται γνωστός για μια μάχη. Και παραμένει. Όπως και η «πηγάδα» του.
Η μάχη μέχρι σήμερα μνημονεύεται κυρίως στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης της αριστεράς και της ακραίας δεξιάς, η οποία θεωρεί το Μελιγαλά και την περίφημη «πηγάδα» ως μνημείο πεσόντων «πατριωτών, θυμάτων της κομμουνιστικής βαρβαρότητας»
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι ηττημένοι ήταν Ταγματασφαλίτες δωσίλογοι και εγκληματίες, συνεργάτες των Γερμανών.
Το πρώτο μαζικό Τάγμα Ασφαλείας στην Πελοπόννησο συγκροτήθηκε στα μέσα Μαρτίου του 1944. Οι ταγματασφαλίτες έδωσαν τον «Όρκο του Ταγματασφαλίτη», όρκο πίστης στο Χίτλερ. Το χειμώνα του 1943-44 οι Γερμανοί επιτελικοί, διαπιστώνοντας ότι οι δυνάμεις που είχαν στη διάθεσή τους δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ και προκειμένου να «διασωθεί γερμανικό αίμα» αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού πληθυσμού ώστε να πληγεί το αντάρτικο.
Ο Μελιγαλάς έχει μπει στο στόχαστρο των ανταρτών ήδη από την άνοιξη του 1944, ως το στρατηγείο των Ταγμάτων Ασφαλείας. Από το Μάιο αρχίζουν οι μαζικές στρατολογήσεις ταγματασφαλιτών στην Καλαμάτα και τον Μελιγαλά. Τον Ιούνιο-Ιούλιο λαμβάνουν μαζικά μέρος στις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, στον Ταΰγετο, τον Πάρνωνα και την ορεινή βόρεια Πελοπόννησο και στις θηριωδίες που ακολούθησαν.
ΕΛΑΣ εναντίον Ταγμάτων Ασφαλείας
Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Καλαμάτα, στις 6 Σεπτεμβρίου 1944, η πόλη βρισκόταν στα χέρια των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χωροφυλακής, που έως τότε συνεργάζονταν με τους κατακτητές. Η Χωροφυλακή ήταν έκτοτε η μόνη εξουσία στην πόλη. Ο ΕΛΑΣ περικυκλώνει την πόλη με σκοπό να αιχμαλωτίσει όλη τη δύναμη των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χωροφυλακής. Η επίθεση ξεκινά τα χαράματα της 9ης Σεπτεμβρίου και μέχρι το τέλος της ημέρας η πόλη έχει πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ, με τη συνδρομή των περισσοτέρων κατοίκων, οι οποίοι πήραν τα όπλα αναζητώντας τους ενόχους για τα εγκλήματα εις βάρος τους.
Οι ΕΛΑσίτες με δυσκολία συγκρατούσαν τον κόσμο που ήθελε να λιντσάρει τους ταγματασφαλίτες.
Περίπου 100-120 ταγματασφαλίτες διέφυγαν από την πόλη και κατέφυγαν στο Μελιγαλά. Ο ΕΛΑΣ κινήθηκε απευθείας κατά της πόλης, καθώς ο Μελιγαλάς ήταν σύμβολο αλλά και στρατηγείο των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Η δύναμη των Ταγμάτων που υπερασπίστηκαν το Μελιγαλά ήταν κάτι παραπάνω από 1000 άνδρες, 800 του Μελιγαλά, 100-120 που ήρθαν δύο μέρες πριν τη μάχη από το Κοπανάκι, κι όσοι διέφυγαν από την Καλαμάτα. Η οχύρωση της πόλης ήταν ισχυρή. Η συνολική δύναμη του ΕΛΑΣ που πολιόρκησε το Μελιγαλά ανήλθε σε 1200 άνδρες. Κάποιες απόπειρες για συμβιβασμό απορρίφθηκαν εκατέρωθεν.
Η επίθεση ξεκίνησε στις 5.30 το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου 1944 και ύστερα από τρεις ημέρες άγριων μαχών με βαριές απώλειες και από τις δύο πλευρές, ο Μελιγαλάς έπεσε στα χέρια του ΕΛΑΣ.
Η εκδίκηση
Tη λήξη της μάχης, στις 15 Σεπτεμβρίου, ακολούθησε άγρια εισβολή των αμάχων στο Μελιγαλά και ανεξέλεγκτο πλιάτσικο από πλήθος συγγενών θυμάτων ταγματασφαλιτών που επιζητούσαν εκδίκηση.
Σύμφωνα με μία έκθεση που σώζεται στα αρχεία του ΚΚΕ επρόκειτο για κατοίκους του χωριού Σκάλα που είχε πυρποληθεί από το γερμανικό στρατό. Το πρώτο αυτό εκδικητικό κύμα, το οποίο ευνοήθηκε και από την εσκεμμένα πλημμελή φύλαξη των αιχμαλώτων, ακολούθησαν εκτελέσεις με οργανωμένο τρόπο.
Πέρα από τους περίπου 60 επικεφαλής των Ταγμάτων, στο ανταρτοδικείο που οργανώθηκε με επικεφαλής τους δικηγόρους Βασίλη Μπράβο και Γιάννη Καραμούζη, καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, με λίστες με τα ονόματα των οποίων είχαν προμηθεύσει τους υπεύθυνους του ΕΛΑΣ οι τοπικές εαμικές οργανώσεις, πολλοί ακόμη.
Τα κριτήρια εκτέλεσης ή απαλλαγής δεν ήταν πάντα ξεκάθαρα. Υπήρξαν κατηγορίες για σφαγές αμάχων.
Ο Παντελής Μούτουλας στο έργο του το περιγράφει ως εξής: «Ούτε μπορεί να βεβαιωθεί ότι, ύστερα από τόσες επιδρομές των ταγματασφαλιτών στα χωριά, λεηλασίες, φόνους, βιασμούς κ.λπ., η κρίση της δικαιοσύνης υπήρξε αδιάβλητη στο Μελιγαλά». (Π. Μούτουλας. Πελοπόννησος 1940-1945, Η περιπέτεια της επιβίωσης, του διχασμού και της απελευθέρωσης, σελ. 579-581).
Οι εκτελέσεις έγιναν στην «πηγάδα», ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι έξω από το Μελιγαλά. Όπως ήταν συνήθης πρακτική, για να μην αναγνωριστούν οι δράστες των εκτελέσεων, την πραγματοποίησή τους ανέλαβε ένα τμήμα του ΕΛΑΣ από άλλη περιοχή, μάλλον μια διμοιρία του 8ου Συντάγματος, τα μέλη της οποίας κατάγονταν από την περιοχή Κοσμά-Τσιταλίων-Ασωπού.
Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Άρης Βελουχιώτης πήγε στην Καλαμάτα, όπου οδηγήθηκαν ο νομάρχης Μεσσηνίας Περρωτής και άλλοι δωσίλογοι αξιωματούχοι. Στην κεντρική πλατεία της πόλης το εξαγριωμένο πλήθος έσπασε τις γραμμές της ΕΛΑΣίτικης πολιτοφυλακής και οι αιχμάλωτοι λιντσαρίστηκαν ενώ δώδεκα κρεμάστηκαν από τους φανοστάτες.
Το πλήθος των εκτελεσθέντων υπολογίζεται σε περίπου 700 με 1100. Μετά τη διάδοση της είδησης οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εργάστηκαν στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας για την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας, περιορίζοντας τα φαινόμενα αντεκδικήσεων.
Από το Σεπτέμβριο του 1945 κάθε χρόνο πραγματοποιείται μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες από τον ΕΛΑΣ, οργανωμένο από τις τοπικές αρχές με τη συμμετοχή θεσμικών παραγόντων, έως και κυβερνητικών στελεχών την περίοδο της δικτατορίας.
Με χρήματα που συγκεντρώθηκαν με έναν έρανο το 1953, ανεγέρθηκε στο χώρο της «πηγάδας» ένα παρεκκλήσι και ένας σταυρός, ενώ ξεκίνησε η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, η οποία ολοκληρώθηκε επί δικτατορίας.
Το μετεμφυλιακό καθεστώς παρουσίαζε το Μελιγαλά ως σύμβολο της «κομμουνιστικής βαρβαρότητας» και στο ετήσιο μνημόσυνο για τους νεκρούς του Μελιγαλά και στις ομιλίες που εκφωνούνταν εκεί, παραλειπόταν κάθε αναφορά στη δράση των νεκρών ως μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Το 1982 το Υπουργείο Εσωτερικών κρίνοντας ότι «οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούσαν κηρύγματα μισαλλοδοξίας και τροφοδοτούσαν επί 40 χρόνια το διχασμό» αποφάσισε την παύση συμμετοχής επίσημων κρατικών αρχών στο μνημόσυνο, την οργάνωση του οποίου ανέλαβε πλέον ο «Σύλλογος Θυμάτων Πηγάδας», που είχε δημιουργηθεί το 1980.
Ο Μελιγαλάς ήταν μια άγρια εκδικητική απόδοση δικαιοσύνης. Από τη μια πλευρά, ήταν η τελευταία πράξη ενός δράματος που τελείωσε. Και από την άλλη, μια από τις πρώτες πράξεις ενός νέου δράματος.