Του θεολόγου Β. Χαραλάμπου.
Θυμάμαι αρκετά χρόνια πριν, θα ήταν κοντά στο έτος 1985, πήγαινα με το αυτοκίνητό μου ένα κυριακάτικο πρωινό στην εκκλησία, εκείνη τη μαυροφορεμένη γιαγιά, με τη μαύρη παραδοσιακή μαντήλα, που αργόσερνε τα βήματά της στην άκρη του δρόμου. «Τέτοια ώρα στην εκκλησιά θα πηγαίνει», σκέφτηκα. Σταμάτησα και τη ρώτησα : «στην Εκκλησία πηγαίνεις γιαγιά;» «Ναι γιέ μου σ’ ευχαριστώ», και μπαίνοντας μέσα με ρώτησε «Με ξέρεις;» «Όχι γιαγιά» της είπα, απλά σκέφτηκα ότι τέτοια ώρα στην εκκλησία θα πηγαίνεις. Νόμισα πως με ξέρεις από το γιό μου. Και στην ερώτηση «ποιός είναι ο γιός σου» έμαθα ότι ήταν η μάνα του ήρωα του Εθνικοαπελευθερωτικού και Ενωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ Ιάκωβου Πατάτσου.
Θυμάμαι αυτό που είπε για το Ιάκωβο, με τόση απλότητα. Το μόνο κατόρθωμα που βρήκε να μου πει, ήταν ότι «αγαπούσε πολύ την Εκκλησία ο Ιάκωβος γιέ μου. Κάθε Κυριακή πήγαινε στην Εκκλησία. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή». Δεν μου είπε τίποτε άλλο. Αυτός ήταν ο Ιάκωβος, που δεν λυπήθηκε καθόλου να δώσει και τη ζωή του για την Πατρίδα του. Ο Ιάκωβος Πατάτσος, ήταν από τους πρώτους ήρωες που οδηγήθηκαν στην αγχόνη, μετά τους ήρωες Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου.
Αντηχεί ακόμα στους τοίχους των Φυλακών, η ερώτηση που με τόση Ορθόδοξη απλότητα έκανε στον πάτερ Αντώνιο, τον ιερέα των φυλακών, μετά που εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Αχράτων Μυστηρίων, «Όταν μας παίρνουν (στην αγχόνη) τι να ψάλλομε;» Ο Ιάκωβος, γνώριζε καλά τη Βυζαντινή Μουσική. Κι έτσι οδεύοντας προς την αγχόνη, οι συγκρατούμενοι του τραγούδησαν μαζί του τον Εθνικό Ύμνο, έψαλλαν μαζί του το «Τη Υπερμάχω» κι ο ήρωας Ιάκωβος συνέχισε να ψάλλει «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον», «Έκστηθι φρίττων ουρανέ» και το «Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν».
Ο Ιάκωβος, πολεμώντας για τη Λευτεριά της Κύπρου και την Ένωση της με την Μητέρα Ελλάδα, συνελήφθηκε σε επίθεση που έγινε στον αστυνομικό σταθμό Σεραγίου στη Λευκωσία. Μετά την αποτυχημένη εκείνη επίθεση, ο Ιάκωβος έπεσε από το ποδήλατό του, και ένας Τουρκοκύπριος αστυνομικός τον άρπαξε. Ο σύντροφος του Ιάκωβου πυροβόλησε θανάσιμα τον Τουρκοκύπριο αστυνομικό. Ο Ιάκωβος όμως για λίγο μόνο ελευθερώθηκε, γιατί το μανιασμένο πλήθος των Τουρκοκυπρίων τον συνέλαβε. Κατηγορήθηκε ακολούθως για την εκτέλεση του Τουρκοκυπρίου αστυνομικού, αποδεχόμενος να κατηγορηθεί εις θάνατο, αντί άλλου. Το άλλο μεγαλείο του Ιάκωβου Πατάτσου, του Ιάκωβού μας.
Στην μητέρα του μεταξύ άλλων έγραφε τις τελευταίες του στιγμές από τη φυλακή «Η χαρά μου είναι μεγάλη γιατί σύντομα αι δοκιμασίαι και αι θλίψεις θα σβήσουν και τότε θα μείνη ο ‘’καρπός του Πνεύματος’’. »
Μετά τον χαιρετισμό της εν Χριστώ «Χαίρε», της χαράς που «δύναται να άρη αφ’ ημών», γράφει σε φίλο του λίγο πριν την εκτέλεση : «Ο Θεός με κάνει να χαίρω. Η συναίσθησις ότι σύντομα η ψυχή μου θα φτερουγίζει γύρω από τον ένδοξο θρόνο Του, με κάνει να χαίρω. Ο Θεός με αγαπά γι’ αυτό θα με πάρει κοντά του. Σε ευχαριστώ για το θάρρος που μου δίδεις».
Αυτός ήταν ο Ιάκωβος Πατάτσος, ο Ιάκωβός μας.