Λογοτεχνία

Άγνωστες λέξεις της ζωής

Γράφει η *Μαίρη Μάκρα

(6η συνέχεια)

(Σύνδεση με το θέμα: Στη σημερινή, 6η συνέχεια του μυθιστορήματος, ανοίγουμε την πιο σκοτεινή σελίδα της παιδικής ματιάς σ΄εκείνη την εποχή. Είναι η στιγμή που ένας ολόκληρος κόσμος- ο παλιός, ο ζεστός, ο οικογενειακός- αρχίζει να ραγίζει κάτω από την εισβολή της Διχόνοιας.

Το χωριό Μετόχι, που μέχρι χθες ήταν γέλια, περιβόλια και ήρεμα βράδια γύρω από το τζάκι, τώρα γίνεται τόπος φόβου.Η μικρή μας αφηγήτρια αισθάνεται πρώτα να αλλάζει ο άνεμος… και κατόπιν οι άνθρωποι.

Όλα εκείνα που κρατούσαν το χωριό ενωμένο —η συνεργασία, η φιλοξενία, το «καλό του άλλου»— θρυμματίζονται όταν η πολιτική μανία και ο παραλογισμός του Εμφυλίου εισβάλλουν στην καθημερινή ζωή.

Πρόκειται για μια συγκλονιστική συνέχεια, όπου το αθώο βλέμμα του παιδιού συναντά για πρώτη φορά το παράλογο του κόσμου των μεγάλων. Και μέσα από αυτή τη σύγκρουση, ο αναγνώστης καλείται να δει ξανά, με καθαρή καρδιά, πόσο εύκολα ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ο «άλλος» για τον διπλανό του).

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΑΝ

‘Έχετε δει πώς αλλάζουν οι εποχές; Πώς ο άνεμος στέλνει τα μηνύματα της καταιγίδας και σκιάζει τον ήλιο; Εσύ κάθεσαι στην άκρη του περιβολιού και μετράς της πεταλούδας τα χρώματα. Δεν προσέχεις τα σύννεφα, ούτε ακούς το κρώξιμο της κουρούνας. Μόνο που μέσα σου όλα σφίγγονται. Οσμίζεσαι τον αέρα και νιώθεις, χωρίς να βλέπεις ξεκάθαρα, πως κάτι αλλιώτικο έρχεται.

Είναι κοντά; Είναι μακριά; Δεν ξέρεις τίποτε. Μόνο που ο αέρας κρυώνει. Έτσι αλλάζουν και οι εποχές. Μα η ζωή στο Μετόχι δεν άλλαξε έτσι σιγά-σιγά. Ίσως να γινόταν, αν δεν ήταν εκείνη η φωνή στο προαύλιο της εκκλησίας. Και το μπαστούνι που υψώθηκε. Και η Φαίδρα μας που ούρλιαξε:
«Μηηηη, Πρόεδρε! Μηηη!!!»

Πετάχτηκε μπροστά από όλους με υψωμένα τα χέρια.
«Θεέ μου!» φώναξε η μητέρα και με σήκωσε στην αγκαλιά της.
Οι γυναίκες έκαναν πίσω. Οι άνδρες μπήκαν στη μέση. Οι φωνές δυνάμωσαν… κι εγώ ζαλίστηκα. Δεν με χώραγε πια η αγκαλιά της μητέρας.

«Άσε με κάτω, σου λέω, μαμάαα!» φώναζε η ψυχή μου.
Αυτός εκεί με το υψωμένο μπαστούνι πάει να σπάσει το κεφάλι του πατέρα μου. Και θα τον πάνε πάλι στο κατώι! Θα του φασκιώσουν το κεφάλι με πανιά. Θεέ μου, από ψηλά, κάνε με μεγάλη να τον σκοτώσω! Τι με νοιάζει αν είναι ο Πρόεδρος του χωριού; Τι με νοιάζει αν τον λένε Τσώνη και βγάζει διαταγές και γκαρίζει από τα σκαλοπάτια της εκκλησιάς; Τι με νοιάζουν αυτές οι λέξεις, που γέμισαν γη και ουρανό κι αυτός τις αναμασά και φοβερίζει;

«Δύσκολες ώρες», λέει, και «στρατός» και «βασιλιάς» και «αντάρτες». Πού στο καλό ήταν όλοι αυτοί; Δεν είχαμε δει κανέναν. Ζούσαμε ήσυχα. Κι αυτό θέλαμε.

«Είχα πει να δηλώνετε σε μένα τον κάθε ξένο που θα κοιμηθεί στο σπίτι σας!», ούρλιαζε ο Τσώνης και χτυπούσε το μπαστούνι του στη γη. «Ο δάσκαλος δεν μ’ άκουσε ψες το βράδυ. Στο σπίτι του κοιμήθηκε ο ταχυδρόμος…»

«Δεν είναι ξένος ο ταχυδρόμος, Πρόεδρε! Σε όλο το χωριό είναι γνωστός. Τον φιλοξένησα, όπως έχετε κάνει όλοι σας. Πού είναι το κακό;» διαμαρτυρήθηκε ο πατέρας.

«Κάτσε καλά, δάσκαλε, γιατί θα το φας το κεφάλι σου!» ύψωσε ο Τσώνης τη φωνή μαζί με το μπαστούνι και όρμησε καταπάνω του.

Άρχισα να τρέμω. Ένιωσα τα χέρια της μητέρας να με σφίγγουν στην αγκαλιά της. Έγειρα στον λαιμό της. Αναζήτησα τη ζέστα της, τη μυρωδιά των μαλλιών της. Κρύωνα. Κρύωνα πολύ.

Αλλάζει η γη όταν κλαίνε οι άνθρωποι; Δεν το ήξερα μέχρι τότε. Ούτε πως όλα γίνονται γκρίζα. Κατάλαβα, όμως, πως τον χτύπο της καμπάνας τον περίμενα πια με φόβο.

Νταν, νταν, νταν… τρεις φορές. Κι ήταν για τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Κι εγώ έτρεμα. Η εβδομάδα περνούσε μουντή. Τα βράδια, όταν είχαμε παρέα στο σπίτι, δεν κοίταζα πια τις φλόγες στο τζάκι, αλλά τα γουρλωμένα μάτια του Τσάμπερλεν.

Έτσι φώναζαν τον Κωσταντή, τον πατέρα της Κούκλας, της καλής μου της Κούκλας, που ο πατέρας μου της γιάτρευε τον πόνο με τις αλοιφές. Του έμεινε το παρατσούκλι γιατί στις δέκα κουβέντες που έλεγε, οι μισές ήταν: «Ο Τσάμπερλεν είπε αυτό», «Ο Τσάμπερλεν είπε εκείνο».

Ερχόταν στο σπίτι σαν συγγενής, μα μοίραζε τον εαυτό του ανάμεσα σ’ αυτό που του έλεγε η καρδιά του και σ’ εκείνο που του υπαγόρευαν τα πολιτικά του πιστεύω. Μιλούσε, ύψωνε τη φωνή, γούρλωνε τα μάτια του και τα κάρφωνε κατακόκκινα στο πρόσωπο του πατέρα. Φοβόμουν τα μάτια του. Δεν τον ήθελα πια στο σπίτι. Ερχόταν και έφερνε μαζί του τον φόβο. Και μαζί του ερχόταν η Κυριακή. Και πάλι η καμπάνα: νταν, ντιν, νταν!

Η ώρα της Θείας Λειτουργίας. Κι εγώ έτρεμα.

Με αυτά και με εκείνα, έκλεισαν τα αυτιά μου και σταμάτησα ν’ ακούω. Όταν μιλούσαν δίπλα μου, έσφιγγα την καρδιά μου, έσκυβα το κεφάλι και δεν άκουγα. Πού και πού έφταναν στα αυτιά μου κομματιασμένες φράσεις, μα δεν είχαν συνέχεια. Δεν γελούσαμε πια. Δεν ήξερα αν με αγαπούσαν ακόμα. Δεν ρώτησα ούτε την Αργύρω μας. Το ξέχασα. Μπορεί κι εκείνη να το είχε ξεχάσει. Δεν μιλούσαμε. Ψιθυρίζαμε.

Μόνο ο «Τσάμπερλεν» κραύγαζε κάθε φορά που έλεγε κάτι ο πατέρας κι εκείνος δεν συμφωνούσε.

«Τα μάθατε; Ο βασιλιάς Γεώργιος πέθανε!» ανακοίνωσε μια μέρα γεμάτος ανησυχία στο καφενείο ο Κωσταντής.

«Τι κάνεις έτσι, Κωσταντή; Ο βασιλιάς Γεώργιος πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς Παύλος. Δεν θ’ αλλάξει τίποτε. Μην ανησυχείς», τον καθησύχασε ο πατέρας.

Ο Κωσταντής έφυγε αμίλητος. Την άλλη μέρα, κάποιος ήρθε απ’ τη Χαλκίδα και έφερε εφημερίδα:

«Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΠΕΘΑΝΕ! ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΑΥΛΟΣ»

Οι τίτλοι φάνταζαν ολοκάθαροι, με μεγάλα γράμματα στην πρώτη σελίδα. Σαν βόμβα έσκασε μπροστά στη μύτη τους και τάραξε την παρέα του Τσώνη.

Ο δάσκαλος είχε πει τις ίδιες ακριβώς φράσεις. Πού τις ήξερε;
«Φως φανερό! Έχει πομπό! Έχει επαφή με τους αντάρτες κάτω απ’ τη μύτη μας και μας κοροϊδεύει. Είναι επικίνδυνος!»
Έτσι έδωσαν την εξήγηση.

Κι έτσι, η εποχή πήρε τα γκρίζα της χρώματα και χαράχτηκε μέσα μου με ακαταλαβίστικες –για το μπόι μου– λέξεις και φράσεις: Δημοκρατικός Στρατός, ενέδρες, ανεφοδιαστική φάλαγγα…

Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο κόσμος ανακατεύτηκε γύρω μου και όλα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, όπως τα περιβόλια, το κλαρί, τα τραγούδια και τα μελίσσια.

Η μητέρα ξέχασε τους μεταξοσκώληκες κι ο πατέρας δεν πήγαινε πια για κυνήγι. Κι εγώ… δεν ήξερα. Να πάω να παίξω με τη Δροσούλα ή να μη πάω;
Κι αν πήγαινα, θα έβρισκα τους δικούς μου στο σπίτι όταν γύριζα ή θα τους είχε σκοτώσει ο Τσώνης;
Κι αν όχι ο Τσώνης, μπορεί να τους σκότωνε κρυφά ο Ροπακιάς.

Μέχρι πριν λίγο καιρό, κανένας στο χωριό δεν πολυλογάριαζε τον ανεπρόκοπο Ροπακιά. Τώρα όμως τον είχε διορίσει ο Τσώνης «πρωτοπαλίκαρο» κι εκείνος γύριζε και έδερνε όποιον δεν ήταν με τους «δικούς τους».

Ποιοι ήταν πάλι οι «δικοί τους»; Ψάξε να βρεις…
Λίγο το ’χει να μπει στο σπίτι μας και να δείρει και τους δικούς μου;

Όχι, δεν έφευγα. Δεν πήγαινα πουθενά. Ήμουν εκεί, όλη μέρα, και πρόσεχα να μην έρθει κανένας από την παρέα τους. Δεν είχα αποφασίσει τι θα έκανα, αλλά ήξερα πως θα μπορούσα να του δώσω μια γερή κλωτσιά στο καλάμι.
Να τον ξεράνω. Να του ματώσει η ψυχή και να του πέσει απ’ τα χέρια το μπαστούνι. Να του το πάρω και να του σπάσω μ’ αυτό το κεφάλι.

Αχ, Θεέ μου! Γιατί να μην έρθει ο ίδιος ο Τσώνης να του το σπάσω το κεφάλι; Δεν άντεχα πια να φοβάμαι.

Κι εκεί που δεν το περίμενα… κάτι έγινε πάλι τριγύρω. Το ένιωσα. Τώρα πια δεν είχα ανάγκη να ζω τα συμβάντα για να βλέπω τον κίνδυνο. Τον «έπιανα» από μακριά. Τον μύριζα στον αέρα.
Κι έτσι… εδώ και μέρες στριφογύριζα ανήσυχη και δεν με χώραγε το σπίτι, ούτε το ίδιο μου το κορμί. Μου κοβόταν η ανάσα. Τι είχε γίνει; Γιατί, σίγουρα, κάτι είχε γίνει!

«Βασιλική, πρέπει να φύγετε. Ο δάσκαλος κινδυνεύει. Ο Τσώνης ζητάει αφορμή για να τον σκοτώσει».

Ήταν ο γείτονάς μας, ο Μάγειρας, που μιλούσε στη μητέρα.
Κι ύστερα από λίγο μάθαμε και τις λεπτομέρειες: Στου Τσώνη το μαγαζί έγινε φασαρία. Αιτία; Τα πολιτικά. Κάποιος από τη Στενή, ονόματι Δαφνής, που βρέθηκε τυχαία εκεί, τράβηξε παράμερα τον πατέρα – δήθεν κάτι να του πει – και απομακρύνθηκαν…

Το μπράτσο του Δαφνή αγκάλιαζε τις πλάτες του πατέρα, κι όλο του σχεδόν το κορμί έμοιαζε να τον σκεπάζει… σαν να τον προστάτευε. Ο πατέρας παραξενεύτηκε με αυτή την τόσο… στενή συνοδεία, μα δεν είπε τίποτα.

Όταν έστριψαν τη γωνία του δρόμου κι απομακρύνθηκαν από το μαγαζί, ο Δαφνής του είπε:

-Δάσκαλε, κινδυνεύεις. Ο Τσώνης σήκωσε την καραμπίνα να σε χτυπήσει πισώπλατα απ’ το κατώι. Γλίτωσες γιατί η γυναίκα του μπήκε στη μέση, κλαίγοντας, για να τον εμποδίσει να γίνει φονιάς. Φύγε απ’ το χωριό.

– Μα τι του είπες πάλι και δεν του άρεσε; ρωτούσε η μητέρα με φανερή απελπισία.

– Τίποτα δεν είπα. Δε μιλάω πια. Γυρεύουν αφορμή. Ό,τι κι αν πω, το καταλαβαίνουν όπως τους συμφέρει, απαντούσε ο πατέρας με την ίδια απελπισία. Και πρόσθεσε:
– Από πομπό, λέει, άκουσα τη φράση «Ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς…»; Όλα τα βιβλία Ιστορίας τη γράφουν! Επαναλαμβάνεται κάθε φορά, εδώ και αιώνες, μόλις πεθάνει κάποιος βασιλιάς. Γι’ αυτούς όμως είμαι προδότης. Έχω, λέει, πομπό. Πάνε στη Χωροφυλακή και λένε: “Ο δάσκαλος έχει επαφή με τους αντάρτες.” Πάει, τελείωσε. Είμαι ξεγραμμένος. Μισούν αυτό που νομίζουν ότι είμαι.

– Είναι αδειανά κεφάλια, χωρίς μυαλό! είπε με αγανάκτηση η μητέρα.

– Γι’ αυτό και είναι επικίνδυνοι, μουρμούρισε ο πατέρας.

Μερικές μέρες αργότερα, ο Διοικητής της Χωροφυλακής κάλεσε τον πατέρα στο Μεγαλοχώρι, στη Στενή. Δεν ξέρω τι ειπώθηκε ακριβώς. Είναι κι αυτό από τα πράγματα που έμαθα μισά και δεν τα συζήτησα ποτέ με κανέναν… γιατί ήθελα να τα ξεχάσω.

Πολλά χρόνια μετά έμαθα πως, εκείνη τη μέρα στη Στενή, ο πατέρας δεν ήταν μόνος. Δεκαεπτά άντρες από το χωριό τον συνόδευαν, ως επιτροπή υποστήριξης. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν τα ίδια πολιτικά πιστεύω με τον Τσώνη κι όμως στήριζαν τον πατέρα. Είχαν ειδοποιήσει και τον Πρόεδρο του γειτονικού χωριού, της Σέτας, τον Κοτρογιάννη. Είχε κι αυτός κάτι να πει. Και το είπε με λίγα λόγια:

– Αν όλοι οι κομμουνιστές είναι σαν τον Μάκρα, τότε κομμουνισμός σημαίνει ανθρωπισμός.

Ο Κοτρογιάννης ήταν άνθρωπος της Δεξιάς Παράταξης, σοβαρός και έντιμος. Δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Όπως και δεν είπαν ποτέ ψέματα εκείνοι που είχε προστατέψει και περισώσει ο πατέρας στο σπίτι του, στα Καμάρια, λίγα χρόνια πριν. Τους τάιζε, τους κοίμιζε, κι όταν έβρισκε την ευκαιρία, τους βοηθούσε να φύγουν και να επιστρέψουν ασφαλείς στα χωριά και στα σπίτια τους. Ήταν παιδιά ή γονείς ανθρώπων της Δεξιάς, που τους είχε συλλάβει το ΕΛΑΣ.

– Δεν έκαναν τίποτα! Αν έχετε κάτι εναντίον κάποιου, να συλλάβετε αυτόν τον ίδιο. Δεν θα πληρώνουν τα παιδιά για τους γονείς ούτε οι γονείς για τα παιδιά! έλεγε ο πατέρας.

-Αυτός ήταν ο Μάκρας, είπε ο Κοτρογιάννης. Μοίρασε το ψωμί του με όλους και με τα δυο μου παιδιά, όταν τα είχε συλλάβει το ΕΛΑΣ και βρέθηκαν, χωρίς κατηγορία, στη βόρεια Εύβοια. Τα πήρε στο σπίτι του και τα έσωσε. Τώρα θα τον πάρω εγώ, στο χωριό μου, στο σπίτι μου.

Αυτά τα έμαθα, όπως είπα, χρόνια αργότερα, όταν καταλάβαινα πια τι θα πει «δεξιός» και τι «αριστερός», τι σημαίνει «συμμορίτης» και τι «αγωνιστής». Τότε όλα ήταν μπερδεμένα στο παιδικό μου μυαλό. Στην αρχή άκουγα μόνο «δεξιοί» και «αριστεροί».

«Για κοίτα», σκεφτόμουν, «μας χώρισαν φαίνεται σε δύο ομάδες, όπως οι τσοπάνηδες χωρίζουν τα κατσίκια απ’ τα πρόβατα».

Ύστερα άκουγα: «συμμορίτες, αντάρτες, στρατός».

Τον στρατό τον ήξερα. Όλες οι ιστορίες με πολέμους είχαν στρατιώτες. Πάει καλά. Αλλά οι αντάρτες; Και μετά οι συμμορίτες; Τι ήταν πάλι τούτοι; Από όσα άκουγα, πρέπει να ζούσαν στα βουνά. Ποιος τους είχε βάλει εκεί; Με ποιους ήταν; Σίγουρα θα ήταν εχθροί μεταξύ τους. Αλλά ποιοι ήταν «μαζί μας» και ποιοι με τους «άλλους»; Και ποιοι ήμασταν «εμείς» και ποιοι οι «άλλοι»;

Έπρεπε να μάθω! Όλοι ήξεραν κι όμως κανένας δεν μου εξηγούσε!

Κι ο κόσμος όλο και πιο πολύ μοιραζόταν γύρω μου. Κι όταν άκουσα και για άλλες ομάδες —τους «κατσαπλιάδες» και τον «Δημοκρατικό Στρατό»—, ε, τότε πια μπερδεύτηκα τελείως… και με έπνιξε η αγωνία. Όλους τους αγριοκοίταζα. Κι αν ήταν από τους «άλλους»;

Μια μέρα έπεσα απ’ το ταρατσάκι της Μαριγούλας και στραμπούληξα το χέρι μου.

«Αυτό το άχρηστο, το Λουλουδάκι, θα μ’ έσπρωξε στα κρυφά! Σίγουρα είναι απ’ τους άλλους…» σκέφτηκα και συνέχισα…
«Λες να είναι με τους κατσαπλιάδες;…»

Το μεσημέρι ήρθε το Λουλουδάκι στο σπίτι της γιαγιάς και μου έφερε καρύδια και αμύγδαλα. Κοίταζα κρυφά τα κόκκινα μάγουλά της, κι όλο και πιο απίστευτο μου φαινόταν να είναι με τους κατσαπλιάδες. Αυτή η λέξη δεν μου άρεσε καθόλου. Μάλλον με τους αντάρτες θα ήταν. Ή με τον στρατό.

Ουφ! Ησύχασα! Καθόλου δεν μου άρεσε να μην αγαπώ το Λουλουδάκι μου. Ήταν η φιλενάδα μου. Δεν γίνεται να μας χωρίσουν κι εμάς!

5η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news, και στο Youtube και κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Ο ουρανός στον καθρέφτη

e-enimerosi

Σάρκα ή ψυχή

e-enimerosi

Λάμπει η Ψυχή

e-enimerosi