Λογοτεχνία

Άγνωστες λέξεις της ζωής

Γράφει η *Μαίρη Μάκρα

(7η συνέχεια)

(Σύνδεση με το θέμα:Σ’ αυτή τη νέα συνέχεια, η μικρή μας αφηγήτρια αφήνει οριστικά πίσω της την εποχή της αθωότητας. Ο Εμφύλιος περνά σαν σκιά πάνω από τη ζωή της οικογένειας και αναποδογυρίζει τα πάντα: τη ζεστασιά του σπιτιού, την ασφάλεια της καθημερινότητας, ακόμη και τις ίδιες τις λέξεις που προσπαθεί να καταλάβει.

Μέσα στην αβεβαιότητα, η παιδική ματιά παλεύει να ερμηνεύσει τη σιωπή, τους ψιθύρους, τις αποφάσεις των μεγάλων. Ταυτόχρονα όμως, η αφήγηση φωτίζει την παρουσία ανθρώπων που γίνονται σιωπηλοί πυλώνες δύναμης, όπως ο Μήτσος, ένα “αγόρι-στήριγμα” που ωριμάζει πριν την ώρα του και κρατά την οικογένεια δεμένη.

Η πορεία προς το χωριό Σέτα δεν είναι μόνο μια μετακίνηση για όλη την οικογένεια, αλλά ένα πέρασμα σε έναν νέο, άγνωστο κόσμο. Και το βλέμμα της μικρής μας αφηγήτριας τον καταγράφει με ευαισθησία, φόβο, αλλά και μια παράξενη, επίμονη ελπίδα: εκεί όπου υπάρχει πατέρας που «είναι μπροστά», μπορεί να χαραχτεί νέος δρόμος).

Πηγαίνοντας μπροστά

Τελεία και παύλα. Πέφτουν τα φύλλα, αλλάζουν οι εποχές. Οι στιγμές εκμηδενίζονται και μιλούν πια μόνο οι ώρες. Ατέλειωτες, βαριές. Και το τζάκι μας έχει σβήσει.

«Δεν έχουμε ξύλα», λέει η μητέρα.

«Κάτι πρέπει να κάνω…», μουρμουρίζει ο πατέρας.

«Μαμά, τι να κάνω;» ρωτάω εγώ.

«Θα σου φτιάξω ένα τηγανόψωμο», λέει η μητέρα και πλάθει το ζυμάρι με τυρί και λάδι.

Δεν το θέλω. Η μυρωδιά του μου κάθεται στο στομάχι.

«Άμα δεν τρως, θ’ αρρωστήσεις…», μου το τονίζει για να καταλάβω ότι θα πάθω «αναφαγιά» —όπως συμπληρώνει η γιαγιά— και σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι σημαίνει αυτή η λέξη.

«Πρέπει να φύγουμε…», αποφασίζει ο πατέρας. Η φωνή του πέφτει βαριά στ’ αυτιά μου.

«Γιατί φωνάζουν όλοι τους; Δε θέλω να φωνάζουν! Με πονάει το κεφάλι μου!» διαμαρτύρομαι με αδύναμη φωνή.

«Δε φωνάζουν, Μάρω μου, κουβεντιάζουν», μου ψιθυρίζει στο αυτί η γιαγιά.

Κουβεντιάζουν; Τι φοβερό πράγμα! Γιατί να κουβεντιάζουν; Πρέπει να κλείσουμε το στόμα μας κι από ’δω και πέρα οι άνθρωποι να γεννιούνται χωρίς στόμα. Έτσι θα ήταν καλά. Να πνιγούμε στη σιωπή. Τότε μπορεί να γίνει καλά και το κεφάλι μου. Να μη βουίζει.

Το γεγονός ότι έφυγε ο πατέρας δεν μου το είπε κανείς. Ότι είναι στο χωριό Σέτα και μας περιμένει, μου το ανακοίνωσαν λίγες μέρες αργότερα.

Δεν παραξενεύτηκα καθόλου. Ήταν κάτι που… έτσι ήταν να γίνει.

Στην αρχή, μοιάζει να υπάρχει κάτι το μουντό και ασφυκτικό γύρω σου. Μοιάζει σαν την άπνοια τις καλοκαιρινές μέρες, όταν δεν φυσάει ο άνεμος. Σε περισφίγγει ολόγυρα και οι κουβέντες φτάνουν σαν ψίθυροι στ’ αυτιά σου. Οι μέρες και οι νύχτες γίνονται ένα. Μια ολόιδια μονοκοντυλιά με γαλαζωπό χρώμα.

Κι αν συμβαίνει κάτι, δεν το ξέρεις. Κι αν δεν γίνεται τίποτα, πάλι δεν το ξέρεις.

Κι όταν σου λένε ξαφνικά:
«Εμείς θα φύγουμε από το χωριό της γιαγιάς και θα πάμε στη Σέτα. Είναι εκεί ο πατέρας σου και μας περιμένει. Θα έχεις παρέα, πολλά παιδιά, και θα παίζεις…»,
«Α, μάλιστα», λέω από μέσα μου. «Αυτό ήταν. Μας περιμένει!»

Και είναι τώρα σαν να στήθηκε μπροστά μας, ολόρθος, πάνω σ’ ένα καταπράσινο ψήλωμα, και η κάθε μέρα χαράζει μόνο γι’ αυτό:
Για να πάμε εκεί.
Να περάσουμε από το δρόμο που πέρασε.
Να πιούμε νερό από τις βρύσες που ήπιε.
Να ξεκουραστούμε δίπλα στο ποτάμι που κι εκείνος ξαπόστασε.
Ν’ ανηφορίσουμε στο μονοπάτι με τις κουμαριές και να φτάσουμε!
Και θα φτάσουμε.
Διότι εκείνος ο πατέρας είναι μπροστά.
Κι όταν είναι «μπροστά», σπάζει το ακίνητο της μέρας γύρω σου και σου χαράζει νέους δρόμους.

«Φτάσαμε!», μας πληροφόρησε ο Μήτσος μας. «Να, αυτήν ακόμα την πλαγιά να κατεβούμε, και φτάσαμε».

Είχαμε φορτώσει τα πράγματά μας στον Κίτσο, το άλογό μας. Ψηλό και δυνατό, με φαρδιά καπούλια και καμαρωτό κεφάλι. Κανελί το χρώμα του, και τα μάτια του μια σκούρα θάλασσα γεμάτη ηρεμία. Τα θυμάμαι καλά, γιατί βρέθηκα μπροστά τους, μούρη με μούρη, όταν γλίστρησα από τα καπούλια του, εκεί που είχα στρογγυλοκαθίσει. Πέφτοντας, έσφιξα τα μπράτσα μου γύρω από τον λαιμό του Κίτσου. Ένιωσα τα ζεστά του χνώτα στα μάγουλά μου. Κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια του, και ο Κίτσος σταμάτησε απότομα. Βήμα δεν έκανε πιο πέρα. Τα πόδια μου κρέμονταν στον αέρα και περίμενα.

-Μάρω μου! Πώς έπεσες;

Ο Μήτσος έτρεξε κοντά μου, ταραγμένος. Ξέμπλεξε τα χέρια μου, που σφιχτά αγκάλιαζαν τον λαιμό του Κίτσου, και με πήρε στην αγκαλιά του.

-Πώς δεν χτύπησε το παιδί! Τι ιδέα ήταν κι αυτή να το βάλω να καθίσει πάνω στα φορτωμένα μπαγκάζια μας!

Αυτή ήταν η μητέρα, και οι φωνές της πολύ με ικανοποίησαν. Δεν είχα φοβηθεί από το πέσιμο. Ο λαιμός του Κίτσου ήταν γερός. Τον ένιωσα κάτω από τα χέρια μου, όπως σφίχτηκα πάνω του, και ούτε που φοβήθηκα.

Όμως… μου άρεσε που ανησύχησε για μένα η μητέρα. Γιατί της το είχα πει απ’ την αρχή του ταξιδιού ότι δεν ήθελα να καθίσω πάνω στα φορτωμένα μπαγκάζια μας. Ήθελα να κάθομαι πάνω στα καπούλια του αλόγου.

– Θα γλιστρήσεις. Ενώ πάνω στα δέματα θα έχεις φαρδιά θέση. Εγώ θα κάθομαι στο σαμάρι, δίπλα σου, και θα σε κρατάω- επέμενε η μητέρα.

Κι έτσι έπεσα από τη παλιοθέση που με ντρόπιαζε. Ακούς εκεί, πάνω στα δέματα! Σαν τα μωρά!

Ενώ στα καπούλια… Ε, αυτά ήταν ανώτερη θέση. Μια θέση περιωπής, όπως θα έλεγε ο πατέρας. Εκεί ανέβαιναν τα μεγάλα παιδιά.

Πολύ το ευχαριστήθηκα που τρόμαξαν. Μετά έφαγα με πολλή όρεξη το ψωμί και το τυρί που μου έδωσε ο Μήτσος. Μέχρι και το ακριβό μοσχοσάπουνο έβγαλαν για χάρη μου απ’ τη βαλίτσα – μας το είχαν στείλει, μαζί με άλλα ωραία πράγματα, οι μπαρμπάδες της μητέρας από την Αμερική, και το φυλάγαμε για τις καλές ώρες, όπως όταν πηγαίναμε στην εκκλησία- Έπλυνα τα χέρια μου στη βρυσούλα, με το κρύο νερό που έτρεχε λίγο πιο πέρα, και πάλι ξεκινήσαμε. Τούτη τη φορά καθόμουν μεγαλοπρεπής…πού αλλού; Στα καπούλια του Κίτσου!

Φτάσαμε. Ο πατέρας μας περίμενε στο μεγάλο πουρνάρι, στην άκρη του χωριού. Τον είδαμε από μακριά. Του κουνήσαμε το χέρι για να μας δει. Φωνάξαμε δυνατά για να μας ακούσει. Τρέξαμε κοντά του!

Και ο Μήτσος… απομακρύνθηκε από τις παραστάσεις της εποχής, μα όχι απ’ τη μνήμη μου. Ούτε απ’ την καρδιά μου. Ήταν η παρηγοριά της γιαγιάς. Μπορούσα να τον ξεχάσω; Τον Μήτσο μας, που θα μεγάλωνε και θα γινόταν άντρας, θα δούλευε και θα παράστεκε στις κοπέλες της, ώσπου να βρουν τον γαμπρό!

Θα φρόντιζε και τον Θανάση, να τον πάει στους γιατρούς, να γίνει καλά. Μπορεί να μίλαγε σοβαρά και στον παππού. Θα του ’λεγε πως δεν είναι πράγματα αυτά που κάνει! Να τραγουδάει με το λαούτο του στα πανηγύρια και να ξεχνάει τα χωράφια!

Όχι να τον μαλώσει. Δεν μαλώνουμε τα ταξιδιάρικα πουλιά. Για χάρη της Μαρίας μόνο θα μιλούσε. Της Μαρίας που έγινε γυναίκα του και τώρα τη λέμε “γιαγιά”, αλλά τη λέμε και “μάνα”. Έχει ξανθές κοτσίδες και έξι παιδιά. Κι ο Μήτσος ήταν πάντα παρών όταν όλη η οικογένεια τον είχε ανάγκη. Και πάλι έφευγε για κάπου αλλού, κάτι να φέρει σε πέρας.

Τα χρόνια που πέρασαν δεν τον άλλαξαν ούτε τον γέρασαν. Αυτός ήταν από πάντα μεγάλος. Ένας μικρός, αμούστακος “παππούς” με κοντά παντελόνια.

– Πω πωωω! Μας τέλειωσε το αλεύρι, απελπιζόταν η γιαγιά.

Τότε έτρεχε ο Μήτσος σε κάποια κρυψώνα, που μόνο αυτός την ήξερε, και ξετρύπωνε ένα δεματάκι με αλεύρι, καλά φυλαγμένο.

— Να, μάνα, αλεύρι. Το φύλαξα τότε που είχαμε πολύ.

— Γιε μου, φέρε μου ένα χαρτί να σου γράψω το χωράφι με τις μηλιές. Να είναι καταδικό σου.

Έφερνε ο Μήτσος την πλάκα με το κοντύλι, που είχε για το σχολείο. Τράβαγε πάνω της κάτι γραμμές η γιαγιά, και από κάτω ζωγράφιζε έναν σταυρό για υπογραφή.

— Πάρ’ το. Σου ’γραψα τη διαθήκη μου!

Ο Μήτσος ήταν ευτυχισμένος. Την άλλη μέρα, στο σχολείο, έσβηνε τη «διαθήκη» απ’ την πλάκα κι έγραφε την προπαίδεια.

– Και τώρα, εσύ, Μητσάκη μου, όπως σε έλεγε η γιαγιά, τι θέλεις να σου δώσω, που μας έφερες τότε στη Σέτα με τον Κίτσο μας;

–Τίποτα! Εγώ δεν έμαθα να ζητάω τίποτα!

Εκείνος μίλησε; Όχι, δα! Μέσα στο κεφάλι μου ακούγεται η φωνή του.
Ο Μήτσος, από μόνος του, δεν μίλησε ποτέ για αυτό που θα ήθελε.
Και κανένας ποτέ δεν τον ρώτησε.
Κάνει τα χατίρια σε όλους κι άμα το θυμηθούμε, του λέμε «ευχαριστώ».
Και τότε γελάει χαρούμενος.

– Ευχαριστώ, Μητσάκη, που μας έφερες τότε στη Σέτα. Μόνο που το χωριό ήταν ξένο. Και η Δροσούλα έλειπε. Το ίδιο κι εσείς, όλοι εσείς που αγαπούσα… ήσασταν μακριά.

6η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news, και στο Youtube και κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Έκλεψα μια ματιά

e-enimerosi

Δεκέμβριος

e-enimerosi

Αφηγήματα αγάπης: Τα κόκκινα γράμματα της Ελένης

e-enimerosi