Γράφει η *Μαρία Σταυρίδου
Ένα… δυο… τρία… τέσσερα….
Είναι δυνατόν οι αριθμοί να μετρούνται τόσο αργά;
Παλεύω να συγκρατήσω το βλέμμα χαμηλωμένο, δε θέλω να το σηκώσω, δε θέλω να απελευθερώσω τον θυμό που έχει εγκλωβιστεί ανάμεσα στα δόντια και τη γλώσσα μου… Μια ανάγκη ν΄αρχίσω να παίζω με το φαγητό, με το γεμάτο πιάτο που λαχταράω να το αφήσω αδειανό… ν΄απλώσω το χέρι και να του το πετάξω με φόρα στο πρόσωπο, να ζωγραφίσω το σοβαρό του πρόσωπο με τα πιο καλομαγειρεμένα υλικά ζωγραφικής…
Γιατί όχι;
Άραγε θα΄ταν τόσο τολμηρό αν τολμούσα να γίνω ζωγράφος, χρησιμοποιώντας το φαγητό που μαγείρεψα;
Σοβαρός και λιγομίλητος συνεχίζει ακούραστα να μασάει το ομολογουμένως νοστιμότατο κοκκινιστό. Με προσοχή, κόβουμε το κρέας σ΄ένα μικρό κομμάτι και ήρεμα το φέρνουμε στο στόμα, μετά έχει σειρά το ρύζι και τέλος η ψιλοκομμένη πράσινη σαλάτα.
Μια επαναλαμβανόμενη ιεροτελεστία που μήνες τώρα έχει αρχίσει να με κουράζει κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι. Πιάτα παραταγμένα σαν λόχος προς επιθεώρηση, μα το καλασερβιρισμένο πρωινό ή μεσημεριανό ανίκανα να ικανοποιήσουν τη γεύση, που κάποτε ήξερες πως αφηνόταν σ΄ένα αίσθημα πληρότητας Είναι τόσο περίεργο, είναι σαν να κύρηξαν απεργία όλες οι τροφές και φτάνουν στο στόμα σαν άχυρο.
Μα τω Θεώ κουράστηκα. Ένα αφόρητα βαρετό σκηνικό, την ίδια ώρα που η σιωπή έχει καταφέρει να μας επιβληθεί, ως ο πιο αυστηρός στρατονόμος της τραπεζαρίας μας και όμως… εκείνος απτόητος συνεχίζει… η κούπα του καφέ αδειάζει, το ποτήρι του κρασιού ξαναγεμίζει, ενώ οι λέξεις ανάμεσα μας δεν υπάρχει περίπτωση να ξεμυτίσουν από τον φάρυγγα… είμαι σίγουρη πια πως φοβούνται… ναι, αυτό είναι, φοβούνται μήπως γίνουν δηλητηριασμένα βέλη που θα μας πληγώσουν ή μήπως τελικά μας αναγκάσουν ν΄αυτοκτονήσουμε από την πλήξη…
Συνεχίζω να μετράω… πέντε… έξι … επτά….
Παλεύω να δώσω ακόμη λίγο χρόνο στον θυμό μου, στην τρέλα που νομίζω πως είναι πια έτομη να εγκατασταθεί στο θυμικό μου. Ίσως να φταίω μόνο εγώ, ίσως όλες αυτές οι σκέψεις και οι αντιδράσεις να μην είναι φυσιολογικές… ίσως…
Οκτώ… εννέα… δέκα…
Σχεδόν δεν αναγνωρίζω τον άνδρα, που κάποτε του έδωσα τον τίτλο ‘Παθιασμένος εραστής’, είναι σαν να τον κατάπιε ολόκληρο ένα αίσθημα ευθύνης και σοβαρότητας, που τρέμω να το χαρακτηρίσω διαφορετικά.
Πως γίνεται δυο παθιασμένοι εραστές να έχουν καταντήσει δυο σιωπηλά στρατιωτάκια… Θέλω να ξέρω… Πώς;
Οι μπουκιές επιτέλους τελείωσαν, τα χέρια άρχισαν να χαϊδεύουν ρυθμικά το ιδρωμένο κρύσταλο από το δροσερό κρασί, ενώ η ματιά πάντα καρφωμένη στο κενό.
Πόσο το ζηλεύω τελικά αυτό το κενό… έχει γίνει η πιο αγαπημένη του ερωμένη, ενώ εγώ διψασμένη για κείνα τα φιλιά που έχουν μετακομίσει μακριά μας, θέλω να τραβήξω με όλη μου τη δύναμη το καλοσιδερομένο τραπεζομάντηλο και να το πετάξω από το παράθυρο… να σπάσω γυαλικά, να σπάσω διακοσμητικά, να σπάσω επιτέλους αυτήν τη διαολεμένη σιωπή. Να την πληγώσω, να τη χαρακώσω για πάντα, να τη διατάξω να φύγει για πάντα από το σπιτικό μας… αυτό ήταν πάντα το δικό μου καταφύγιο, ο μικρός μου παράδεισος και αυτή η ανάγωγη τον μετέτρεψε στον μεγάλο μου τάφο.
‘Θα πιώ τον καφέ στο γραφείο
’Αλλαγή σκηνικού και η επιθυμία να καταστρέψω τα πάντα γύρω μου ξεκινά βιαστικά να ξύνει τα νύχια της στους τοίχους…
Η επιθυμία σας διαταγή… ο καφές μετά από λίγο σερβιρισμένος στο υπέροχο δρύινο γραφείο, που για χρόνια φιλοξενούσε κάποιες από τις πιο τρελές μας στιγμές, στιγμές γεμάτες ηδονή και πάθος, γεμάτες ψιθυριστά σ΄αγαπώ και κραυγές απόλυτης παράδοσης.
Τι περίεργα παιχνίδια παίζει τελικά η ζωή… ποτέ δε φανταζόμουν πως αυτό θα ήταν το τέλος αυτής της αβάσταχτης ανακωχής…
Ένας μικρός δίσκος μ΄ένα πορσελάνινο σερβίτσιο καφέ, ένα παγωμένο ποτήρι νερό και ένα ‘φεύγω’ που κατάφερα επιτέλους να γράψω βιαστικά πάνω σ΄ένα σκισμένο κομμάτι χαρτί…
* Η Μαρία Σταυρίδου είναι Αρθρογράφος Λογοτέχνιδα