Όταν η ποίηση χωρίζει τον νου από την ψυχή
Υπάρχουν δύο μορφές ποίησης που, αν και μοιάζουν εκ πρώτης όψεως ως αδελφές, προέρχονται από εντελώς διαφορετικά εδάφη.
Η μία γεννιέται από τον νου, ευθυγραμμισμένη, επιμελημένη, ορθολογική.
Η άλλη αναδύεται από την ψυχή, ακατέργαστη, ριψοκίνδυνη, γεμάτη ρωγμές και αίμα.
Η ποίηση του νου είναι πειθαρχημένη.
Φροντίζει τη συμμετρία, τη ροή, την ακρίβεια του λόγου.
Ακολουθεί τη λογική του ρυθμού, την αρμονία της δομής, την ασφάλεια της σκέψης. Είναι η ποίηση που γνωρίζει πώς να γράψει, αλλά συχνά ξεχνά γιατί γράφει. Μπορεί να εντυπωσιάσει, να διδάξει, ν΄αποσπάσει ένα «ωραίο», όμως σπάνια κάνει την καρδιά να σταματήσει για μια στιγμή, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που γεννιέται η αληθινή συγκίνηση.
Αντίθετα, η ποίηση της ψυχής είναι ατίθαση.
Δεν λογαριάζει την τελειότητα, μόνο την αλήθεια.
Σπάει τον ρυθμό, αψηφά τη μορφή, δεν τη νοιάζει η συμμετρία,
τη νοιάζει η πληγή. Γράφεται τη στιγμή που το χέρι τρέμει και η ανάσα κόβεται, όταν η λέξη δεν είναι επιλογή, αλλά ανάγκη.
Αυτή η ποίηση δεν στοχεύει να πείσει, στοχεύει να λυτρώσει.
Η πρώτη ποίηση είναι τεχνίτης, η δεύτερη είναι μάρτυρας.
Η πρώτη μετρά τις συλλαβές, η δεύτερη τις απώλειες.
Η μία φοβάται το σκοτάδι, η άλλη το αναγνωρίζει ως πατρίδα της.
Και όμως ας συνειδητοποιήσουμε και ας αποδεχθούμε πως και οι δύο είναι απαραίτητες. Ο νους χαρίζει στη γλώσσα πειθαρχία, η ψυχή της χαρίζει πυρκαγιά.
Χωρίς τον νου, η ποίηση θα παρασυρόταν στο χάος.
Χωρίς την ψυχή, θα γινόταν μηχανική, άψυχη, ένα ωραίο περίβλημα χωρίς καρδιά.
Το ιδανικό ποίημα δεν επιλέγει πλευρά.
Είναι η στιγμή που ο νους υποτάσσεται στην ψυχή και η ψυχή εμπιστεύεται τον νου. Τότε γεννιέται εκείνη η σπάνια ισορροπία, όπου η λέξη δεν είναι πια εργαλείο, αλλά αποκάλυψη.
Η αληθινή ποίηση, λοιπόν, δεν ανήκει σε κανέναν από τους δύο.
Είναι ο τόπος όπου ο νους σωπαίνει και η ψυχή μιλά με λόγια που δεν ήξερε πως ήξερε.
Εκδόσεις Γλαύκα
