Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

(23η συνέχεια )

Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

(Σύνδεση με το προηγούμενο: Μόνο ένα τηλεφώνημα αρκεί για να τιναχθεί στον αέρα ό,τι χτίστηκε με λαχτάρα και ψέμα. Η Δέσποινα, πληγωμένη, επιστρατεύει κάθε μέσο για να εκδικηθεί — και το τίμημα δε θα το πληρώσει μόνο η Ηρώ. Η πεθερά της, η οικογένειά της, ακόμη και ο ίδιος της ο εαυτός θα μπλεχτούν στο κυκλώνα που προκαλεί η οργή. Γιατί όταν το ψέμα καίγεται, η αλήθεια αφήνει στάχτες που πονούν.)

***

Ο Νίκος; Αχ, ναι… τον ξεχάσαμε λίγο, καθώς τα γεγονότα έτρεχαν. Εκείνος, όμως, θα ξεχνούσε ποτέ την Ηρώ του; Μα τι λέμε τώρα! Η λαχτάρα του γι’ αυτό το κορίτσι είχε γιγαντωθεί τόσο, που αθέτησε ακόμη και τη συμφωνία τους: πως μόνο εκείνη θα του τηλεφωνούσε.

Κι έτσι, μόλις τον ειδοποίησαν από το τηλεφωνικό κέντρο της μονάδας του ότι κάποια κοπέλα τον ζητούσε στο τηλέφωνο, έσπευσε να την πάρει εκείνος. Το βράδυ, στο γνωστό της νούμερο. Δεν πέρασε καν από το μυαλό του ότι ίσως βρισκόταν ακόμα στο σπίτι της “θείας”, όπως του είχε πει.

Το τηλέφωνο κουδούνισε απανωτά στο σπίτι της Δέσποινας.

—Λέγετεεε!, απάντησε εκείνη με φωνή μελιστάλαχτη.

—Ηρώ! Μου λείπεις, μωρό μου, μου λείπεις πολύ! Και θέλω πια να είσαι η Ηρώ μου, όχι η “Στέλλα”. Η δική μου Ηρώ, η αγάπη μου!

Ωιμέεε! Τι αβάσταχτη τσεκουριά τη χτύπησε κατακούτελα! Τι βάραθρο σκοτεινό άνοιξε κάτω από τα πόδια της άμοιρης Δέσποινας! Της έπαιρναν και τη “Στέλλα”; Έκλεβαν τη δική της ζωή, οι προδότες; Εκείνη τη στιγμή η μανία απέκτησε πρόσωπο. Ήταν το πρόσωπο της Δέσποινας! Μόνο που είχε και κόκκινα μάτια! Πολλοί είπαν πως είχε και κέρατα. Άλλοι πρόσθεσαν πως είδαν και ουρά. Τι να πρωτοπιστέψεις, όμως, απ’ τους ανθρώπους, όταν αρπάζονται απ’ τα κουτσομπολιά για να γεμίσουν τη δική τους ζωή;

Ας αφήσουμε τα λόγια, λοιπόν, όσο κι αν απλώθηκαν από στόμα σε στόμα. Η ουσία μάς ενδιαφέρει. Κι αυτή ήταν ότι η Δέσποινα χτύπησε στο “Δόξα Πατρί”.

—Άκου, αγόρι μου, δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά θα μιλήσω για το καλό σου. Δυστυχώς, η Ηρώ που εσύ αγαπάς, σου έχει παίξει αισχρό παιχνίδι απ’ αυτό το τηλέφωνο. Περνάει την ώρα της, σε κοροϊδεύει και γελάει εις βάρος σου με τους φίλους της.

Η φωνή της ήταν σκληρή σαν ατσάλι.

—Μα… ποια είσαστε εσείς; Πώς τα ξέρετε όλ’ αυτά;, απάντησε εμβρόντητος ο Νίκος.

—Μην το ψάχνεις. Είναι μεγάλη ιστορία. Ας όψεται η πεθερά μου που ήθελε να τη φιλοξενήσουμε μέχρι να βρει δουλειά. Μακρινή συγγενής απ’ την επαρχία… καταλαβαίνεις! Εγώ, όμως, δεν αντέχω το άδικο. Είναι κρίμα να σε κοροϊδεύει έτσι ένα παλιοκόριτσο!

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν βαριά. Πολύ βαριά για την ερωτευμένη καρδιά της. Και λύγισε.

—Νίκο!, της ξέφυγε με αγωνία.

—Πώς; Η φωνή σου… Ποια είσαι εσύ; Τι γίνεται, τέλος πάντων; Η φωνή σου μοιάζει με της κοπέλας που γνωρίζω. Και… πώς ξέρεις τ’ όνομά μου; Τι μου σκαρώνετε;

Φώναζε θυμωμένος. Και πονούσε πολύ — ήταν ολοφάνερο. Η Δέσποινα, όμως, είχε ταμπουρωθεί πίσω απ’ το μίσος της. Κι απαντούσε ατάραχη:

—Η φωνή μου; Πολλές φωνές μοιάζουν, παιδί μου. Όσο για τ’ όνομά σου, το λέει η Ηρώ όταν σε περιγελάει. Εγώ είμαι παντρεμένη γυναίκα. Το καλό που σου θέλω… Η Ηρώ, πάντως, δε μένει πια εδώ. Ευτυχώς, ξεκουμπίστηκε! Άντε… πάρε κι εσύ τον δρόμο σου. Και… καλή τύχη!

«Το φαντάζεσαι να κλείνεις ένα σπουδαίο κομμάτι ζωής με μία απλή φράση;», σκεφτόταν η Δέσποινα και καιγόταν η καρδιά της. Αλλά… «ας πρόσεχε ο σμηνίτης!», απαντούσε το μυαλό της. Τον είχε καθαιρέσει ήδη από μέσα της και είχε γίνει ένας «άγνωστος Χ». Του ευχήθηκε, πάντως, με όλη της την ψυχή το «καλή τύχη», γιατί η ιστορία μαζί του ήταν το καλύτερο κομμάτι της ζωής της.

«Ας ήταν όλο ένα ψέμα… για μένα ήταν η αλήθεια μου!», βούρκωσε λίγο η Δέσποινα. Μα τα δάκρυα δε χωράνε στην ώρα της μάχης. Τα στέγνωσε γρήγορα-γρήγορα με το μεταξωτό της μαντίλι και περίμενε.

«Όπου να ’ναι, θα μαθευτούν τα νέα. Και τότε, να δούμε τι χρώμα θα πάρουν τα μπλε μάτια σου! Θα ξεθωριάσουν και θα είσαι για φτύσιμο! Ωραία της δεκάρας!», μουρμούριζε, καθώς “έδερνε” κάτι αυγά σ’ ένα βαθύ πιάτο.

—Τι κάνεις εκεί, κόρη μου; Θα σπάσεις το πιάτο!, μπήκε η μαμά-Χαρίκλεια στην κουζίνα.

—Έφερες ψωμί;, πρόσθεσε, κι αφού είδε τις ροδοψημένες φραντζόλες πάνω στο τραπέζι, ρώτησε με απορία: Μα γιατί χτυπάς αυγά; Η πεθερά σου μαγείρεψε σουτζουκάκια.

—Να τα κάνει κατάπλασμα! Εγώ θα φάω ομελέτα!, δήλωσε επαναστατικά.

Η μαμά-Χαρίκλεια κρυφοκαμάρωσε.

—Φτυστό σ’ εμένα το καμάρι μου! Μύγα στο σπαθί μας δε χωράει!, μουρμούρισε και παραμέρισε από την κουζίνα.

«Αυτό ήταν το σφάλμα μου!», χτυπιόταν αργότερα. Γιατί, όπως έλεγε, δεν πρόλαβε να εμποδίσει την αγριεμένη Δέσποινα απ’ το να αναποδογυρίσει την κατσαρόλα με τα σουτζουκάκια στη λεκάνη της τουαλέτας και να τραβήξει το καζανάκι με απίστευτη λύσσα — τόση που ακόμα και η μαμά-Χαρίκλεια φοβήθηκε κι έκανε βήματα πίσω.

—Εμείς, μητέρα, δεν τα τρώμε αυτά τα φαγητά! Οι σάλτσες βλάπτουν και τα πολλά κρέατα βλάπτουν! Κι άμα εσείς θέλετε να πεθάνετε από χοληστερίνη και συκώτι, να πεθάνετε ευχαρίστως! Εγώ, όμως, όχι! Το καταλάβατε, μητέρα; Το καταλάβατε;

Ούρλιαζε πάνω από το κεφάλι της πεθεράς της, ταρακουνώντας τη από τους ώμους, χωρίς να της αφήνει ανάσα. Τα μάτια της καημένης γυναίκας γούρλωσαν. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Τι κακό είχε πέσει στο σπίτι της; Έφταιγε αυτή; Γιατί τη μάλωναν τόσο;

—Σε καλό σου! Θα την πεθάνεις!, όρμησε η μαμά-Χαρίκλεια και άρπαξε την πεθερά μισολιπόθυμη.

Το βραδάκι ήρθε ο γιατρός. Τα μεσάνυχτα, ο Αργύρης. Τα ξημερώματα, το ασθενοφόρο.

Τι έγινε μετά; Δεν ξέρουμε. Το γηροκομείο που τη δέχτηκε ήταν μακριά. Είχε, όμως, και νοσοκομείο στις παροχές του.

Επομένως, για ποιον λόγο να διαμαρτυρηθεί μια ανήμπορη πεθερά;

—Κάναμε το καλύτερο!, δήλωσε η Δέσποινα. Και, για πρώτη φορά, συμφώνησε μαζί της ο Αργύρης.

Η αλήθεια είναι πως η ταλαίπωρη γιαγιά στάθηκε τυχερή. Στο μεγάλο εκείνο σπίτι — «γηροκομείο» το έλεγαν — υπήρχαν καλές κοπέλες που τη φώναζαν με τ’ όνομά της:

—Κυρία Σοφία!, της έλεγαν και της χαμογελούσαν γλυκά.

Αυτό πολύ της άρεσε. Αν και δεν θυμόταν πώς βρέθηκε εκεί, πίστευε πως μάλλον εκεί είχε γεννηθεί, κι επειδή ήταν μωρό, την έβγαζαν στον κήπο με το καροτσάκι.

—Τι καλά, τι καλά!, χτυπούσε τα χεράκια της με χαρά.

***

Ξεφύγαμε όμως από το θέμα — και δεν είναι πρέπον. Εδώ γίνονται “πράματα και θάματα” στη ζωή των άλλων κι εμείς ασχολούμαστε με την πεθερά;

Να κάνει τόπο! Αρκετά έζησε!

«Όπως θα έλεγε κάθε νοήμων άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη Γη», τόνισε η Δέσποινα στον φούρναρη, όταν πήγε την επόμενη μέρα να πάρει ψωμί — αλλά και κανένα νεότερο για τα σχέδιά τους.
Η συνωμοσία κατά της ανυποψίαστης Ηρώς είχε γίνει πια το θέμα τους.

***

22η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Απόδειξη της ενοχής

e-enimerosi

Βλέπω το μέλλον μου

e-enimerosi

Χαμένος

e-enimerosi