Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

(35η συνέχεια)

Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

( Σύνδεση με το θέμα: Δεν ξέρουμε ακόμη τί γίνεται, όταν χτυπάει την πόρτα μας το πεπρωμένο.
Μαθαίνουμε, όμως, από πρώτο χέρι, ότι η ίδια η ζωή σου δίνει έτοιμο το πεδίο του αγώνα και απομένει σ΄εσένα να χρησιμοποιήσεις δυναμικά τα “όπλα” σου. Και σε μαθαίνει να λες και ψέματα, ναι,για να σωθείς! Ναι, για να προχωρήσεις σ΄εκείνα που δικαιούσαι και σου τα παίρνουν οι άλλοι. Γιατί; Γιατί εσύ τους έδωσες τον ζωτικό σου χώρο! Και η Ηρώ…προχωράει με όσα αναγνωρίζει ότι διαθέτει. Το τίμημα; Θα το δούμε!)

***

Το πορτρέτο είχε μείνει να περιμένει την απόφαση της Ηρώς. Κρυμμένο μέσα στην ντουλάπα της, από φόβο μην της το καταστρέψουν. Συχνά-πυκνά το έβγαζε κρυφά, το κοίταζε, κι έπειτα το έκρυβε ξανά βιαστικά, κάτω από μια διπλωμένη κουβέρτα.
Όμως το μπέρδεμα μέσα της δυνάμωνε… Τι να κάνει τώρα; Τι θα μπορούσε να κάνει, ακόμη και τώρα;

Σιγά-σιγά, μια σκέψη άρχισε να δυναμώνει και να την ωθεί σε μια απόφαση: τουλάχιστον να του δώσει ένα σημάδι ζωής!
Ναι, έλαβε το γράμμα του… Ναι, δεν τον ξέχασε ούτε στιγμή!
Ουφ! Κάτι αλάφρυνε μέσα της κι ούτε που το πίστευε! Ήταν αλήθεια; Μπορούσε, επιτέλους, να το παραδέχεται και να το ομολογεί ελεύθερα; Ότι ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του;
Θα μπορούσε άραγε —αν, λέμε αν, το αποφάσιζε— να ζήσει μαζί του; Απίστευτο!

«Θεέ μου, μη μου παίζεις παιχνίδια, Σε παρακαλώ!» παρακάλεσε σιωπηλά.
Κι επειδή δεν άντεχε το καρδιοχτύπι που άναψε μόλις γεννήθηκε η ελπίδα, πήρε χαρτί και μολύβι, έγραψε μια σύντομη απάντηση, την έκλεισε σ’ έναν φάκελο κι έτρεξε στο ταχυδρομείο.

«Για πού το ’βαλες;» φώναξε η μαμά από το πλατύσκαλο.

«Για φιστίκια!» της απάντησε στον ίδιο τόνο κι έτρεξε μακριά.

Μόλις έριξε το γράμμα στο ταχυδρομικό κουτί, κατηφόρισε προς την παραλία. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι και κοίταζε τους γλάρους. Ανεβοκατέβαιναν απ’ τον ουρανό ως τη θάλασσα… κι έπειτα ξανά ψηλά… και πάλι κάτω, βουτιά… και ξανά ψηλά-ψηλά, διαγράφοντας κύκλους στον αέρα.

Το στήθος της ένιωσε σαν ν’ άνοιξε ξαφνικά και να χώραγε φρέσκο αέρα. Το κεφάλι της ξαλάφρωσε. Κι αφού δεν είχε κάτι άλλο να κάνει, πήρε τον δρόμο της επιστροφής, τρώγοντας φιστίκια που αγόρασε από έναν μικροπωλητή.

Στη σκέψη της ξανάφερνε το σημείωμα που είχε στείλει στον Νίκο.
«Πώς θα του φανεί;» αναρωτήθηκε κι άρχισε να επαναλαμβάνει από μέσα της όσα του είχε γράψει:

«Δεν έχω ξεχάσει τίποτε. Ούτε μία στιγμή.
Επιτέλους μπορώ να το πω: Είμαι ερωτευμένη μαζί σου.
Εγώ, η Ηρώ —και καμία “Στέλλα”.
Αυτήν, την ευχαριστώ που μ’ έφερε κοντά σου.
Έλα να μιλήσουμε από κοντά για τα υπόλοιπα.
Θα σε περιμένω την Κυριακή –αν μπορείς– και κάθε Κυριακή, μέχρι να βρεις χρόνο.
Ώρα 11 π.μ., μπροστά στη γέφυρα της παραλίας. Θα τη βρεις εύκολα.

Σε περιμένω.
(Η) Χαμογέλασε ευχαριστημένη, τόσο από τα λόγια της όσο και από το μικρό «παιχνιδάκι» με την υπογραφή της. Όπως εκείνος: μία μονογραφή μέσα σε κύκλο… και η αίσθηση πως, σε όλα — ακόμη και στον τρόπο που υπέγραφαν — ήταν μαζί.

Από εκεί και πέρα, ο χρόνος έγινε συνώνυμος με μια τεράστια αναμονή. Ξεκινούσε από τις σκέψεις της, περνούσε στην καρδιά της και απλωνόταν σε κάθε της πράξη, σε κάθε λεπτό της ημέρας. Το αποτέλεσμα; Τα έκανε όλα γρήγορα — μα τόσο γρήγορα — λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα έσπρωχνε τις μέρες να φύγουν, να περάσουν από τη μέση, για να φτάσει, επιτέλους, η Κυριακή.

Και έφτασε! Με μέλι στα λόγια της μίλησε στη μαμά και πήρε την άδειά της να πάει… «να, σ’ εκείνη την έκθεση χειροτεχνίας που οργάνωσε το Λύκειο των Ελληνίδων».

Δύο δρόμους παρακάτω ήταν το νεοκλασικό κτίριο που τη στέγαζε. Και να φανταστείς, αυτό δεν της το απαγόρευαν! Εκεί πήγαιναν μόνο γυναίκες.

«Η αφρόκρεμα της κοινωνίας μας!», είχε καθησυχάσει κάποτε τον πατέρα η μαμά Ευαγγελία. Και… δόξα τω Θεώ, αυτός ο δρόμος δεν είχε κλείσει ακόμη για την Ηρώ. Είχε μάλιστα παραβρεθεί παλαιότερα, σε μια εκδήλωση, μαζί με τη μητέρα της. Άσε που το σκεφτόταν σοβαρά να γίνει και η ίδια μέλος του Λυκείου!

«Αυτό θα πω!», αναθάρρησε. «Ότι καθυστέρησα, επειδή μίλησα με τις κυρίες του Λυκείου γιατί θέλω να εγγραφώ ως μέλος!»

Επιτέλους, είχε μια αξιοσέβαστη δικαιολογία. Αυτό και μόνο την έκανε να “πετάει φτερό”. Έφτασε στο Λύκειο των Ελληνίδων χωρίς δεύτερη ανάσα. Μέσα σε δέκα λεπτά είχε θαυμάσει όλη την έκθεση, είχε πάρει μερικά φυλλάδια με πληροφορίες και… έφυγε.

«Έλα όποτε θέλεις για την εγγραφή», της είπε η Πρόεδρος και πρόσθεσε: «Κρίμα που δεν μπορείς να μείνεις σήμερα. Έχουμε και μια μικρή γιορτή!»

«Κρίμα για σήμερα… Θα έρθω οπωσδήποτε σε άλλη ευκαιρία!», υποσχέθηκε χαμογελώντας.

Κι έφυγε χοροπηδώντας. Τι καλάάά! Είχε εξασφαλίσει το άλλοθι για κάθε της έξοδο!

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ!», μουρμούριζε, τρέχοντας σχεδόν προς την παραλία. Δεν ήξερε σε ποιον τα έστελνε όλα αυτά τα “ευχαριστώ”. Απλώς, είχε γεμίσει η καρδιά της από ευγνωμοσύνη και την άφηνε να ξεχυθεί… προς κάθε κατεύθυνση.

***

Ώρα έντεκα ακριβώς. Το μεγάλο ρολόι της Μητρόπολης χτύπησε την ώρα. Μία γωνία ακόμη, και θα έφτανε στο σημείο της συνάντησης. Από μακριά, διέκρινε τη γέφυρα του Ευρίπου. Η καρδιά της χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ευτυχώς, στην παραλία είχε ελάχιστο κόσμο – χειμωνιάτικο, βλέπεις, το πρωινό, και το κρύο κοφτερό.

Ξαφνικά, λες κι άναψε φωτιά μέσα της, ένιωσε να ζεσταίνεται υπερβολικά. Ξεκούμπωσε το παλτό της και τράβηξε νευρικά από τον λαιμό το μάλλινο κασκόλ. Εκεί μπροστά, λίγα μόλις μέτρα μακριά της, στεκόταν ο Νίκος. Όχι της Δέσποινας, ούτε της “Στέλλας”, ούτε καν της φαντασίας της. Ήταν ο δικός της Νίκος. Το γεροδεμένο σώμα του, που έλαμπε στα μάτια της σαν φάρος στην ομίχλη, θα το αναγνώριζε μέσα σε οποιοδήποτε πλήθος!

Βάδιζε προς το μέρος του με κομμένη την ανάσα. Έφτασε μπροστά του, κοιτάζοντάς τον μόνο στα μάτια. Έσκυψε αμίλητη το κεφάλι και το ακούμπησε πάνω στο στήθος του. Μόνο τότε άφησε να ξεφύγει από μέσα της όλος ο αέρας που κρατούσαν τα πνευμόνια της, όλον εκείνον τον καιρό που προσπαθούσε να αντέξει την απουσία του.

Εκείνος δεν είπε λέξη. Μόνο την αγκάλιασε. Με τα δυο του χέρια σφιχτά δεμένα γύρω από το σώμα της, την κράτησε πάνω του. Πόση ώρα κράτησε αυτή η αγκαλιά; Ποιος να ξέρει…

«Μη μετράς τον χρόνο όταν είμαστε μαζί», της είπε λίγο αργότερα, προσπαθώντας να την εμποδίσει να κοιτάξει – για δέκατη φορά – το ρολόι του τοίχου.

Είχαν καθίσει σ’ ένα απόμερο γαλακτοπωλείο, στην άκρη του παραλιακού δρόμου.

«Ελπίζω να μη φτάνει ως εδώ η… χάρη του πατέρα μου», σκέφτηκε η Ηρώ, υπολογίζοντας πως αυτή η περιοχή ήταν πολύ μακριά από τα στέκια του πατρός Ιωάννη. Κι όμως, είχε τον φόβο του. Δίχως να το καταλάβει, από το πρώτο κιόλας πεντάλεπτο, είχε αρχίσει να ρίχνει ανήσυχες ματιές στην πόρτα και εναλλάξ στο ρολόι του απέναντι τοίχου.

Ο Νίκος έπιασε το χέρι της, το έκλεισε ανάμεσα στις παλάμες του και έγειρε προς το μέρος της. Το άγγιγμά του – τόσο γνώριμο – τη γαλήνεψε. Κοίταξε τα μάτια του κι ένιωσε, για άλλη μια φορά, να βυθίζεται μέσα τους. Το πρόσωπό του, ακατανίκητος μαγνήτης, την απορροφούσε και εξαφάνιζε ό,τι άλλο υπήρχε γύρω τους.

Έσκυβε πάνω της… ένιωθε την ανάσα του… τα χείλη του άγγιζαν τα δικά της… χάθηκε ο κόσμος από τα μάτια της. Και μέσα στα φιλιά του ξαναγεννιόταν το κορίτσι που εκείνος είχε ερωτευθεί. Σιγά που θα τον ένοιαζε αν το όνομά της ήταν Στέλλα, Ηρώ ή αλλιώς. Ήταν η αγάπη του!

«Είσαι δική μου, ολόδική μου αγάπη, και δεν πρόκειται να σε ξαναχάσω. Θα σε πάρω μαζί μου! Θα φύγουμε μαζί! Έτσι δεν είναι; Πες μου ναι! Πες μου!»

Την κατέκλυζε. Με τα λόγια του, με τα φιλιά του, με τα μάτια του! Δεν υπήρχε χώρος για τίποτε άλλο γύρω από την Ηρώ, πέρα από τη δική του παρουσία και τη δική του απόφαση.

Μα την αλήθεια, της ήρθε να κλείσει τα μάτια και να μη νιώσει ούτε την αναπνοή της. Να γίνει ένα αερικό και να εγκατασταθεί για πάντα μέσα στα χέρια του. Εκείνος να σκέφτεται και για τους δυο τους, κι εκείνη να ζει μόνο για να τον αγαπά. Τι καλά! Σχεδόν το πίστεψε πως μπορούσε να τα καταφέρει: να βιώσει με όλο της το κορμί τη θαλπωρή της ανυπαρξίας της. Φτάνει που εκείνος θα ήταν κοντά της!

Στριφογύρισε στην καρέκλα της για να βολευτεί καλύτερα κοντά του. Είχε καταφέρει σχεδόν να μη φαίνεται, έτσι όπως είχε χώσει το κεφάλι της μέσα στην αγκαλιά του, όταν –χωρίς να καταλάβει πώς έγινε– πήρε το μάτι της το “παιδί” του γαλακτοπωλείου.

«Με κοιτάζει παράξενα;» αναρωτήθηκε, κι αμέσως της κόπηκαν τα γόνατα απ’ τον τρόμο. Τραβήχτηκε απότομα από την αγκαλιά του Νίκου. Ένιωθε ντροπιασμένη. «Κοίτα πώς με καρφώνει με τα μάτια του!», της πέρασε απ’ το μυαλό… και πάγωσε. «Σίγουρα ξέρει ποια είμαι. Κι αύριο, πρωί-πρωί, θα πάει στον πατέρα μου. “Κύριε Ιωάννη”, θα του πει… “το και το με την κόρη σας. Σαν καμιά του δρόμου φιλιόταν στο γαλακτοπωλείο, μ’ έναν άγνωστο. Μπροστά στα μάτια μας, η αδιάντροπη!”».

Το μυαλό της παραληρούσε κι η Ηρώ ανατρίχιασε. Άρχισε να κρυώνει πολύ. Ο Νίκος την κοίταξε απορημένος.

“Ηρώ, τι σου συμβαίνει;”

Ένιωσε τα χέρια του στο πρόσωπό της. Μετά άκουσε τη φωνή του. Ύστερα… ένιωσε σαν να γέρασε! Και τότε κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον να πάει μαζί του στην Αμερική!

Τόσο μακριά απ’ τα νερά του Ευρίπου; Ολομόναχη, μαζί του! Παρ’ όλον τον έρωτά της… ε, πώς να το κάνουμε… δεν είχαν ζήσει μαζί! Σχεδόν της ήταν άγνωστος! Κι αν ένιωθε φόβο στη ξένη χώρα; Εδώ, τουλάχιστον, γνωρίζει πολλούς˙ κι όλοι αυτοί γνωρίζουν τον πατέρα της˙ κι όλοι μαζί φτιάχνουν έναν μεγάλο ζωντανό κύκλο που την κλείνει μέσα του. Μπορεί να μην είναι το καλύτερο στη ζωή της, αλλά… τόσο μακριά; Στην άλλη άκρη του Ευρίπου;

“Δε γίνεται να μη φύγεις από την Ελλάδα;”- άκουσε τον εαυτό της να ρωτάει.

Κι αμέσως διέκρινε πως το βλέμμα του είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ήταν εκείνη η στιγμή που κατάλαβε πως τόση ώρα μιλούσε δυνατά. Του έλεγε τις σκέψεις της. Μόλις το συνειδητοποίησε… δεν ήξερε τι άλλο να πει ή να κάνει. Σταύρωσε τις παλάμες της, σαν φρόνιμη μαθήτρια, πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι του γαλακτοπωλείου και… περίμενε την τιμωρία της.

Μετά από τόσα που του ξεφούρνισε –και ποιός ξέρει τι άλλο της είχε ξεφύγει– πω πω, τι έπαθε ο άνθρωπος! Τον κουβάλησε τόσα χιλιόμετρα για να του πει… τι; Ότι δεν τον γνωρίζει καλά;

Τον κοίταξε μουδιασμένη.

Εκείνος την κοίταζε χωρίς να μιλάει, αλλά δεν έδειχνε θυμωμένος. Έμοιαζε να ζυγίζει τα πράγματα, έτσι όπως του παρουσιάζονταν ξαφνικά, σχεδόν απρόσμενα.

“Ωραία, λοιπόν, ας τα πάρουμε από την αρχή!”- πρότεινε μετά από λίγο, και τράβηξε την καρέκλα του λίγο πιο μακριά της.

“Εγώ, είμαι σίγουρος ότι σε θέλω στη ζωή μου. Σε έχω ερωτευτεί, αλλά είναι και κάτι ακόμα… κάτι πιο μεγάλο, πιο δυνατό, αυτό που νιώθω για σένα. Δεν ξέρω πού να το στηρίξω, αλλά… τι να σου πω… μου φτάνει, για να σε ρωτήσω πάλι: θέλεις να ζήσουμε μαζί;”

Του απάντησε χωρίς δισταγμό:

“Θέλω… όμως…”

Σταμάτησε. Δεν ήξερε σε ποιες λέξεις να βάλει όλα όσα πηγαινοέρχονταν στην καρδιά της και την μπέρδευαν.

“Δεν είναι αρκετό που σε θέλω τόσο πολύ, ώστε ν’ αποφασίσεις;”- της παραπονέθηκε.

“Ω, ναι! Μου φτάνει αυτό, για να καίγομαι απ’ την επιθυμία να σε γνωρίσω καλύτερα… να γνωριστούμε, ήθελα να πω. Και μετά… αποφασίζουμε!”

Επιτέλους κατάφερε να βάλει σε λόγια αυτό που ένιωθε. Αυτό και μόνο την ανακούφισε βαθιά. Τον κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα. Ο Νίκος την κοιτούσε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Και ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια.

“Ηρώ, πόσο με ξαφνιάζεις με κάθε συνάντηση!”- κατάφερε να της πει μέσα απ’ τα γέλια του και την αγκάλιασε ξανά.

“Σε απογοητεύω;” ανησύχησε.

“Αντίθετα! Με γοητεύεις. Είσαι τόσα πολλά που δε φαίνονται με την πρώτη ματιά. Γι’ αυτό και μόνο… ναι, συμφωνώ μαζί σου. Θα γνωριστούμε καλύτερα και κατόπιν αποφασίζουμε. Μέχρι το καλοκαίρι, που πρέπει να φύγω, έχουμε καιρό”- χαμογέλασε ευχαριστημένος και πρόσθεσε:

“Είναι σίγουρο πως δε θα βαρεθούμε σ’ αυτό το ταξίδι της γνωριμίας μας”.

Τα χέρια του, τόσο ζεστά! Τα χείλη του, τόσο γλυκά! Γέμισαν την ψυχή της μέχρι να ξανασυναντηθούν.

Τον είχε συνοδεύσει ως τον σταθμό του τραίνου. Θα έπαιρνε την ταχεία των 9:00 μ.μ. για Αθήνα.

Στο γυρισμό για το σπίτι, μύριζε ακόμα το άρωμά του πάνω της και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Για πρώτη φορά, το χειμωνιάτικο αγιάζι δεν την άγγιζε· το κορμί της ήταν ζεστό.

Διηγήθηκε στους γονείς της, με κάθε λεπτομέρεια, τις δήθεν συζητήσεις που είχε κάνει με τις «καλές κυρίες» του Λυκείου των Ελληνίδων. Τους μίλησε για τη ζεστή ατμόσφαιρα σ’ εκείνο τον χώρο της Ελληνικής Παράδοσης, για το πιάνο που έδινε μια νότα ιδιαίτερης κουλτούρας στη συγκέντρωση. Τι να πρωτοπεί! Για τα μεζεδάκια, τα ποτά, τα γλυκά, το κέφι… μετά το άνοιγμα της περιβόητης Έκθεσης Χειροτεχνίας!

“Ήταν υπέροχα!”- κατέληξε.

Τι θαύμα ήταν εκείνο! Ένιωσαν να ενώνονται και οι τρεις μαζί, σε κύματα μιας άγνωστης μέχρι τότε γαλήνης, με ιδιαίτερους τόνους –φυσικά– για τον καθένα τους.

Για τον μπαμπά Ιωάννη, ήταν η βεβαιότητα πως η κόρη του, ως μέλος του Λυκείου, θα ήταν εκεί κοντά, σχεδόν κάτω από τη μύτη του! Θα μπορούσε πια να κοιμάται ήσυχος!

Η μαμά Ευαγγελία δεν μπορούσε να ευχηθεί τίποτα καλύτερο. Η κόρη της είχε μπει σε “πόρτα” κοινωνικής περιωπής! Αυτό, σίγουρα, θα ήταν ένα επιπλέον προσόν για την πολυπόθητη αποκατάστασή της. «Μ’ ένα καλό παιδί… ο Θεός να βάλει το χέρι του!».

Όσο για την κόρη Ηρώ… Ε, τούτο το κορίτσι είχε μάθει να εξαγοράζει ένα κομμάτι ελευθερίας λέγοντας ψέματα.

Αυτό και μόνο την έκανε να νιώθει αμαρτωλή. Το άρωμα, όμως, από το after shave του Νίκου ήταν ακόμα νωπό στο πουλόβερ της και εκμηδένιζε τις ενοχές της.

Ευτυχισμένη, λοιπόν, περίμενε.

Τον περίμενε.

Θα ερχόταν σε δύο εβδομάδες.

Θα τον υποδεχόταν στην πλατφόρμα του τραίνου.

Γι’ αυτό και έπραξε τα δέοντα. Πώς αλλιώς θα εξασφάλιζε τον ελεύθερο χρόνο;

***

34η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Η γύμνια της αλήθειας

e-enimerosi

Χάσιμο χρόνου

e-enimerosi

Αναπολώντας το χτες

e-enimerosi