Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
(36η συνέχεια)
Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
( Σύνδεση με το θέμα: Και η Ηρώ έγινε πια μία “αμαρτωλή”! Αφού έμαθε να λέει ψέματα, πώς αλλιώς θα την χαρακτήριζαν οι γονείς της; Η ίδια- αν τη ρωτούσαμε- θα είχε να μας δώσει μία άλλη απάντηση: “Μα, έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στο να αφανιστώ ή στο να υπάρξω”, θα μας έλεγε!)
***
«Εγώ, τώρα πια, είμαι επίσημο μέλος του Λυκείου των Ελληνίδων! Θα παρακολουθώ ανελλιπώς όλα τα προγράμματά τους!»
Τονίζοντας το «ανελλιπώς» και θέλοντας να υπογραμμίσει τη σπουδαιότητα της κάθε παρουσίας της, η Ηρώ έδειξε στους γονείς της την κάρτα μέλους, με τυπωμένο το όνομά της, σφραγίδες και επίσημες υπογραφές.
Είχε κάνει την εγγραφή της το πρωί της Δευτέρας. Την Τρίτη το πρωί παρακολούθησε το μάθημα της Χειροτεχνίας. Την Τετάρτη το βραδάκι θα πήγαινε στο τσάι του Λυκείου, ντυμένη καλά — γιατί, όπως ενημέρωσε η μαμά: « Το καλό ντύσιμο είναι κανόνας ευπρέπειας, σ’ αυτές τις εκδηλώσεις».
Και για του λόγου το αληθές, η Ηρώ κάρφωσε στον τοίχο, πάνω από το νεροχύτη, το “Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων και Εκδηλώσεων του Λυκείου των Ελληνίδων”.
«Τι είναι τούτο πάλι;» απόρησε ο πατέρας Ιωάννης, μόλις αντίκρισε το χαρτί.
«Το κορίτσι μας είναι επίσημο μέλος του Λυκείου Ελληνίδων! Θα παρακολουθεί τα προγράμματά τους ανελλιπώς!», παπαγάλιζε τα λόγια της κόρης της η μαμά Ευαγγελία — και η αλήθεια είναι πως ένιωθε ήδη σαν να έμπαινε νέα πνοή και στη δική της ζωή.
«Δεν πας κι εσύ μαζί της, για να ’χουμε το κεφάλι μας ήσυχο;» την προσγείωσε ο ανελέητος σύζυγός της, ρίχνοντάς την από το ροζ συννεφάκι της.
«Ιωάννηηη!» τον αγριοκοίταξε, για να του τραβήξει λίγο τα λουριά.
Σαν πολύ θάρρος του ’χω δώσει τελευταία!, σκέφτηκε.
Έλα, όμως, που το ύφος του την προειδοποίησε πως η κόντρα δεν θα περνούσε. Άσε που υπήρχε και ο φόβος να της φορτώσει, στα καλά καθούμενα, κι άλλον μπελά.
Είμαι εγώ για να πηγαινοέρχομαι σε Λύκεια και εκδηλώσεις; Αυτό μας έλειπε!, ξανασκέφτηκε και αμέσως άλλαξε ύφος και τακτική.
«Έλα, έλα, μην ανησυχείς! Έχω το νου μου εγώ! Θέλεις ένα τσαγάκι με μέλι;» τον καλόπιασε.
Ο κύριος Ιωάννης κάλμαρε. Αφού η Ευαγγελία είχε το νου της, γιατί να σκοτίζεται εκείνος; Απλώθηκε στον καναπέ του κι απόλαυσε το μοσχομυριστό του τσαγάκι με μπόλικο μελάκι. Όλα καλά!
Πράγματι, όλα κυλούσαν καλά. Μέλι-γάλα πια η Ηρώ με τη μαμά. Ούτε γκρίνιες, ούτε αντιρρήσεις, ούτε τίποτα.
«Πώς τα πάει η μικρή; Κουβεντιάζει για ’κείνον τον αχαΐρευτο;» ρωτούσε πού και πού ο πατέρας Ιωάννης, έτσι… για να υπενθυμίζει τον ρόλο του.
«Μπα! Ούτε κουβέντα! Έχει άλλα ενδιαφέροντα τώρα η κόρη μας!» καμάρωνε η κυρία Ευαγγελία.
Για να δείξει την ευγνωμοσύνη της, άναβε κερί σε κάθε εκκλησία που συναντούσε στον δρόμο της.
«Ευχαριστώ, Παναγιά μου και Χριστέ μου, που της βάλατε μυαλό και γλιτώσαμε τα ρεζιλίκια…» μουρμούριζε μπροστά στις εικόνες και σταυροκοπιόταν. Έδινε και μερικές δεκάρες σε κανέναν ζητιάνο, έτσι, για το καλό, κι έφτυνε τον κόρφο της.
«Φτου, φτου, να μη μας ματιάσουν οι κακόγλωσσες!» συμπλήρωνε από μέσα της και γύριζε ξαλαφρωμένη στο σπίτι της.
Ο κύριος Ιωάννης, επίσης, δεν γκρίνιαζε. Η Ηρώ, βέβαια, ήταν άφαντη… αλλά τέλος πάντων, πολλή δουλειά φαίνεται πως είχε αυτό το Λύκειο, ώστε να λείπει ακόμα και τις Κυριακές.
«Ετοιμάζεται για τον ετήσιο χορό!», τον πληροφόρησε η Ευαγγελία, λύνοντας την απορία του. Και με ικανοποίηση πρόσθεσε:
«Θα χορέψει και η δική μας με το τμήμα παραδοσιακών χορών. Θα φορέσουν σεγκούνια. Άσε… μια χαρά πάνε τα πράγματα».
Πράγματι, η χαρά της Ηρώς ήταν ολοφάνερη. Τα μάτια της έλαμπαν, το κορμί της γεμάτο ζωντάνια, τα λόγια της γλυκά.
«Ναι, μαμά μου», «Ό,τι θέλεις, μπαμπά μου»… Πώς να αμφιβάλλει κανείς ότι το κορίτσι αυτό είχε γίνει “τύπος και υπογραμμός”;
Γι’ αυτό και τα λουριά ξέσφιξαν. Φαντάσου, της επέτρεπαν να επιστρέφει στο σπίτι ακόμη και μία ώρα μετά τις οκτώ το βράδυ! Τόση εμπιστοσύνη!
Ούτε μία φορά δεν πήγαν να ρωτήσουν, εκεί παρακάτω, αν ήταν πράγματι στο μάθημα Χειροτεχνίας ή Οικοκυρικής ή Χορού ή Λαογραφίας, μια και η Ηρώ τα παρακολουθούσε όλα.
Τι; Θα έδιναν το δικαίωμα στις «κυρίες του Λυκείου» να πιστέψουν ότι οι γονείς δεν εμπιστεύονταν το παιδί τους; Με τίποτα!
Κι έτσι, με τον απλούστερο τρόπο, η Ελληνική Παράδοση έγινε ο θεμέλιος λίθος μιας νέας κατάστασης στο σπιτικό τους. Ούτε αγριοκοίταγμα πια ανάμεσά τους.
Βρε, πώς αλλάζουν τα πράγματα από μία απόφαση… Απίστευτο!
Κι επάνω σ’ αυτό το «απίστευτο», χτίστηκε η βαθύτερη γνωριμία της Ηρώς με τον Νίκο.
Από το απόμερο ζαχαροπλαστείο, αρχικά –κι αφού είχαν δοκιμάσει όλες τις πάστες και τα ρυζόγαλα– στις επόμενες συναντήσεις τους μετακόμισαν στο γωνιακό παγκάκι, πίσω από τις φουντωτές πικροδάφνες.
Η αρμύρα της θάλασσας στον αέρα πότιζε την επιδερμίδα τους, ανακατευόταν με την αναπνοή τους και έδινε μια νέα γεύση στα φιλιά τους.
Απολαμβάνοντας χούφτες πασατέμπο, ονειρεύονταν έναν καλύτερο κόσμο.
Αφού χόρτασαν το αγιάζι και βεβαιώθηκαν ότι ακόμα και το κρύο του χειμώνα τούς ένωνε αδιάσπαστα, εγκαταστάθηκαν στην αίθουσα του μεγάλου κινηματογράφου, μια και έφερνε έργα πρώτης προβολής. Έμπαιναν στην απογευματινή προβολή και έβγαιναν στο τέλος της βραδινής.
Φυσικά, αυτή η αργοπορία τάραξε κάπως τον πατέρα Ιωάννη.
«Είναι λογικό», σκέφτηκε, «να υπάρχουν προγράμματα στο Λύκειο των Ελληνίδων πέραν των 8:00 μ.μ., και μάλιστα τα Σαββατοκύριακα;»
Συμφώνησε, όμως, με την απάντηση της γυναίκας του, μιας και παραδεχόταν πως δεν ήταν κοινωνικός τύπος.
«Ιωάννη», του είπε εκείνη, «πού ζεις; Βραδινές είναι οι κοινωνικές εκδηλώσεις σε τέτοιους χώρους. Δεν είναι πανηγύρι στο χωριό, να χορεύουν στην πλατεία μετά την εκκλησία!»
Και «ο νοών νοείτω»! Από τότε δεν ξανανακατεύτηκε. Δεν το ’χε σε τίποτα η Ευαγγελία να τον ξαναπεί “χωριάτη”.
Για τις πρωινές ώρες της Κυριακής, η Ηρώ με τον Νίκο είχαν ανακαλύψει τα προγράμματα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, με τις διαλέξεις. Ποιητές, πεζογράφοι, άνθρωποι των γραμμάτων και των επιστημών είχαν πάντα κάτι να πουν. Ακόμα και η μυρωδιά από τα βιβλία στα ράφια ολόγυρα προστέθηκε στον δικό τους κόσμο και του έδωσε μια νέα προοπτική – ένα όμορφο όνειρο:
«Να έχουμε μια πλούσια βιβλιοθήκη στο σπίτι μας!», είπαν.
Τώρα, το ποιος από τους δύο το είπε πρώτος, δεν το ξέρουμε. Μπερδεύτηκαν τα γεγονότα με κάτι εξορμήσεις στο κοντινό δασάκι και χάσαμε τις λεπτομέρειες. Άσε που αυτή την πρωτοβουλία του Νίκου κόντεψαν να την πληρώσουν ακριβά.
Η μαμά Ευαγγελία ανακάλυψε στο παλτό της Ηρώς ένα ξερό κλαδάκι. Λες και της το είχαν καρφιτσώσει πίσω στην πλάτη.
«Πού ήσουν;», την αγριοκοίταξε.
«Στο Λύκειο, όπως ξέρεις», απάντησε ψύχραιμα.
«Κι αυτό; Πώς βρέθηκε κολλημένο στην πλάτη σου;»
Γυάλιζαν τα μάτια της σαν πυρωμένο ατσάλι.
«Αυτό το κλαράκι είναι κομματάκι από τα ξερά φυτά που μαζέψαμε για να κάνουμε συνθέσεις και κατασκευές στο μάθημα της Χειροτεχνίας. Κατάλαβες, αγαπητή μου μαμά, που σ’ αρέσει να με κατασκοπεύεις;»
Αυθαδίασε η Ηρώ για να σωθεί, αφού από μέσα της έτρεμε.
«Και από πού τα μαζέψατε;», επέμενε η μαμά, κάπως καλμαρισμένη.
«Από το δασάκι, πέρα από τη γέφυρα. Πήγαμε όλες μαζί, εκδρομή. Ευχαριστήθηκες τώρα;»
«Και πότε θα κάνετε τις συνθέσεις, όπως είπες;» — ανάκριση η μαμά.
«Την Τρίτη, στο μάθημα της Χειροτεχνίας. Θα σου φέρω να δεις τι έφτιαξα… όταν θα είναι έτοιμο!»
Αυτό ήταν αλήθεια, γι’ αυτό και η Ηρώ ήταν πειστική. Στο μάθημα της Χειροτεχνίας μάθαιναν πολλά, αλλά τα υλικά τα έφερνε η δασκάλα τους από την Αθήνα. Οι μαθήτριες μόνο τα αγόραζαν, με μικρή οικονομική συμμετοχή. Κι αυτό, ως ομάδα.
Η κυρία Ευαγγελία κάπως… σαν να ντράπηκε για όσα υποψιάστηκε και μαζεύτηκε. Η Ηρώ όμως, από εκείνη την ώρα και μετά, άκουγε «δασάκι» και πάθαινε υπόταση. Γι’ αυτό και αυξήθηκαν οι διαλέξεις που παρακολουθούσαν μαζί, τα πρωινά κάθε Κυριακής. Ακόμα και παιδίατρο άκουσαν. Εξηγούσε, ο επιστήμονας, τα σφάλματα των μαμάδων στο θέμα της παιδικής διατροφής. «Ενδιαφέρον το θέμα!», συμφώνησαν και οι δύο.
Στο ξεμονάχιασμα όμως, που τόσο παρακαλούσε ο Νίκος, εκείνη έλεγε σταθερά «όχι»!
«Ο Μεταξάς είπε το “Όχι” για την πατρίδα. Εσύ γιατί το έχεις κάνει σύνθημα ζωής, αγάπη μου;», τη ρωτούσε φανερά απογοητευμένος.
«Για να συνεχίσω να είμαι η αγάπη σου!», του απαντούσε, δίχως να ξέρει και η ίδια τι εννοούσε μ’ αυτά τα λόγια.
Έτσι, τα πέταξε στον αέρα κι εκείνος δε συνέχισε. Έτσι κι αλλιώς, το είχε πάρει απόφαση: αυτό το κορίτσι το ήθελε τόσο πολύ στη ζωή του, που και μόνο το χέρι της μέσα στο δικό του να κρατούσε, του ήταν αρκετό.
Εκτός αυτού, η ώρα που θα έπαιρνε το δίπλωμά του πλησίαζε. Και μετά… η υποτροφία του, η Ηρώ του, η Αμερική και το μέλλον τους! Γιατί να βιαστεί; Δική του ήταν και του άρεσε πολύ ό,τι κι αν έκαναν μαζί. Γέμιζε η ψυχή του και το κορμί του από χαρά, ακόμα κι όταν έτρωγαν φιστίκια ή κοίταζαν αμίλητοι τον ήλιο να χάνεται πίσω από το βουνό.
Μετά… δεν υπήρχε το «μετά», παρά μόνο το παρόν και μετρούσε με το πόσες ώρες ήταν μαζί. Όλα τα άλλα έχτιζαν απλώς ένα παρασκήνιο.
Στο παρασκήνιο, λοιπόν, υπήρχε και ο δάσκαλος του Χορού στο Λύκειο Ελληνίδων, που όλο παραπονιόταν:
«Αχ, Ηρώ! Αν ερχόσουν πιο συχνά, θα σ’ έκανα πρώτη χορεύτρια. Στην Ευρώπη θα σ’ έβγαζα με τα προσόντα σου. Γιατί, παιδί μου, τόσες απουσίες;»
«Τι να κάνω, δάσκαλε; Υποχρεώσεις! Η μητέρα μου έχει ανάγκη από τη βοήθειά μου και… καταλαβαίνετε!», έκανε, δήθεν στεναχωρημένη.
«Κρίμα, κρίμα! Είσαι πηγαίο ταλέντο!», κούναγε το κεφάλι του εκείνος, απογοητευμένος.
Αυτό της θύμιζε πολύ τη μαμά Ευαγγελία. Έτσι κούναγε κι εκείνη το κεφάλι της, κάθε φορά που η Ηρώ κατέβαινε δυο-δυο τα σκαλιά για να πάει… στο μάθημα χορού. Με τη διαφορά ότι η μαμά το έκανε καμαρώνοντάς την…
«Αχ, αχ, αυτά τα μέλη του Λυκείου! Πολυάσχολα!», σιγομουρμούριζε.
***
Πόσοι μήνες πέρασαν; Α, αυτό δεν το έχουμε υπολογίσει. Έτσι κι αλλιώς, οι ερωτευμένοι δεν κοιτάνε το ημερολόγιο. Μετρούν τον χρόνο με την καρδιά τους και με όλα όσα τούς κάνουν να νιώθουν «ένα».
«Ένα γίνομαι μαζί σου όταν με κοιτάς, όταν με φιλάς, κι όταν μιλάμε για πολλά και για τίποτα. Ένα και μόνο, μ’ εσένα!»
Του το εξομολογήθηκε η Ηρώ ένα βροχερό απόγευμα, την ώρα που έμπαιναν βιαστικά στη ζεστή αίθουσα του κινηματογράφου. Έξω ψιλόβρεχε.
«Επομένως… έχουμε γνωριστεί πια. Δε νομίζεις;» τη ρώτησε με μια δόση ελπίδας, μόλις κάθισαν αναπαυτικά στις θέσεις τους.
«Τι να νομίζω;» ξαφνιάστηκε εκείνη, λες και την ξύπνησε από λήθαργο.
«Λέω… να… πόσο ακόμα θα “γνωριζόμαστε” σε παγκάκια και σε διαλέξεις;»
«Γιατί; Δεν είναι ωραία;» έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
Το ύφος της, για πρώτη φορά, τον εκνεύρισε. Και με το δίκιο του. Τόσες υποχωρήσεις είχε κάνει για χάρη της. Γι’ αυτό και συνέχισε:
«Πόσο θα κρατήσει αυτό το παιχνίδι, Ηρώ; Θέλω να ξέρω αν θα φύγουμε μαζί. Να προγραμματίσω τις κινήσεις μου. Υπερατλαντικό ταξίδι έχω μπροστά μου. Αρκετά παίξαμε και… ναι, θέλω να σε κρατάω ολόκληρη στην αγκαλιά μου και όχι μόνο από το χεράκι σου, γεμάτο από τα αλάτια του πασατέμπο!»
Καλά, ε! Τούτο το ξέσπασμα θα προβλημάτιζε οποιονδήποτε άλλον εγκέφαλο, όχι όμως και της Ηρώς! Το δικό της κεφάλι το αποκοίμιζε ένας ανοικονόμητος φόβος. Και αυτός ξύπνησε από τη φράση —τι την ήθελε ο χριστιανός;— «αν θα φύγουμε μαζί…».
Στο «μαζί» έλεγε «ναι»! Στο «θα φύγουμε μαζί»… το κορίτσι πάθαινε σύγχυση, αδιέξοδο, πανικό.
«Τι είναι αυτό που παθαίνεις; Δεν μπορώ να το εξηγήσω!» συνέχισε ο Νίκος.
Και η Ηρώ έψαξε στις τσέπες της για καμιά ασπιρίνη. Βρήκε μόνο δύο καραμέλες του γάλακτος. Έβαλε τη μία στο στόμα του Νίκου και την άλλη στο δικό της. Ο ουρανίσκος της γέμισε από τη γλύκα του ζαχαρωμένου γάλακτος και… ξαφνικά βρήκε και την απάντηση:
«Το άλλο Σάββατο γίνεται ο μεγάλος χορός του Λυκείου. Θα χορέψω με την ομάδα Παραδοσιακών Χορών. Θέλεις να έρθεις; Θα είσαι καλεσμένος μου.»
Τον κοίταζε σαν να ήταν αυτό το μοναδικό τους θέμα. Την κοίταζε κι απορούσε, ακόμα μία φορά.
«Αλήθεια… γιατί σ’ αγαπώ τόσο πολύ; Γιατί θέλω μόνο εσένα στη ζωή μου;»
Η ζεστή φωνή του, το βλέμμα του, το φιλί του… όλα έδειχναν ότι ο θυμός του είχε τελειώσει — προς το παρόν, τουλάχιστον.
Κι η Ηρώ συνέχισε, αυτή τη φορά μιλώντας πολύ σοβαρά:
«Μετά τον χορό θα μιλήσουμε για το θέμα. Απλώς… είναι μεγάλη η απόφαση και φοβάμαι.»
Η αλήθεια της που εκφράστηκε άλλαξε τη διάθεσή τους. Πέρασαν καλά με τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ στην Καζαμπλάνκα — έργο που το έβλεπαν για δεύτερη φορά. Αλλά… τι να έκαναν; Έξω έκανε πολύ κρύο.
***