Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
(37η συνέχεια)
Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
( Σύνδεση με το θέμα: Έχετε διαβάσει τις συνέχειες του μυθιστορήματος; Αν,όχι…μη χάσετε-τουλάχιστον-τη συνέχεια! Οι ανατροπές είναι ασύλληπτες και …είναι κρίμα να χάσετε το τέλος, το απίστευτο! )
Η ετήσια χοροεσπερίδα του Λυκείου των Ελληνίδων ήταν… πανέτοιμη!
Το ίδιο και η Ηρώ!
Οι προσκλήσεις είχαν ήδη μοιραστεί και η μεγάλη αίθουσα του γνωστού σε όλους ξενοδοχείου είχε στολιστεί πανηγυρικά.
Η Ηρώ είχε φροντίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια για τη συνάντησή της με τον Νίκο. Με καρδιοχτύπι περίμενε την ώρα και τη στιγμή!
«Θα χορέψεις πρώτη στην Καραγκούνα και να μη σε καμαρώσουμε;» κλαψούρισε η μαμά.
Αχ, αυτή η αφέλειά της —πώς αλλιώς να την χαρακτηρίσει κανείς;— πολύ εκνεύριζε τον Κύριο Ιωάννη.
«Είσαι μέλος του Λυκείου, εσύ, κυρία Ευαγγελία;» της υπενθύμισε, μ’ εκείνον τον γνωστό τόνο της “επιβεβλημένης τάξης”.
Κι επειδή εκείνη ξεροκατάπιε, ψάχνοντας να βρει μια αποστομωτική απάντηση, πρόλαβε να της κόψει τον αέρα.
«Προτού ανοίξεις το στόμα σου, να σκέφτεσαι, κυρία Ευαγγελία. Τα μέλη συμμετέχουν σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, όχι όποιος κι όποιος!»
Την κοίταξε με νόημα, πάνω από τα μισοκατεβασμένα, στη μύτη, γυαλιά του και βυθίστηκε ξανά στην εφημερίδα του.
«Αυτό μας έλειπε τώρα… να ξεκινήσουμε και τις κοσμικές αγγαρείες!» μουρμούρισε, συνοφρυωμένος.
Αυτό ήταν το σήμα του: «όχι πολλά-πολλά μαζί μου αυτή τη στιγμή».
Το δεύτερο σημάδι —τελικό και αδιάσειστο— προς τη συμβία του ήταν η προσφώνηση «κυρία Ευαγγελία». Όταν ξεστόμιζε έτσι τυπικά το όνομά της, με αυτόν τον κοφτό και ειρωνικό τρόπο, ήταν σαν να της έριχνε μια σφαλιάρα ακριβείας στον σβέρκο. Χωρίς χέρια, χωρίς φωνές, αλλά με ατόφιο το βάρος της εξουσίας του. Με άλλα λόγια: «Μην τολμήσεις να αντιμιλήσεις. Σε έχω διαγράψει από τον χάρτη με τους ισότιμους. Το χώνεψες το νόημα, γυναίκα;»
Και το «όποιος-όποιος», που πέταξε με παγερή ευκολία, έδειχνε μία ακόμα ακατανίκητη ικανότητά του: είχε αναγάγει την υποτίμηση σε τέχνη! Κι έτσι προσγείωνε κάθε φιλοδοξία της με δύναμη και στόμφο. Ποιος μιλούσε τώρα για χοροεσπερίδες και χαρές;
Ήξερε την Ευαγγελία. Ήξερε καλά τη ροπή της να ξεσηκώνεται από τις επιθυμίες της σαν πεταλούδα που ξεγελιέται από μια λάμπα πετρελαίου. Και ήξερε ακόμη καλύτερα πώς να τη μαζεύει πριν τα κάνει θάλασσα. Της έκοβε τη φωνή στη ρίζα.Και μέχρι να βρει λόγο και στόμα, η αφορμή της διαφωνίας τους είχε ήδη ξεθυμάνει, κι έμοιαζε πια σαν παλιό χαρτί, ανάξιο δεύτερης ανάγνωσης.
Έτσι γλίτωνε τις «τρικλοποδιές». Τις κοσμικές, εννοείται. Αυτές που του έστηνε η κυρία Ευαγγελία κάθε τόσο, τάχα αθώα —αλλά πάντα με τη γνωστή της πονηριά, όπως έλεγε μέσα του, σχεδόν με συγκατάβαση.
Να, όπως τώρα. Με το Λύκειο. Τι ήθελε πάλι; Να φορτωθεί κι αυτός τα προγράμματα της «Ελληνικής Παράδοσης»; Με τραγούδια, χορούς και… παλιές αναμνήσεις; Άσε, καημένε! Όχι πως δεν αγαπούσε την πατρίδα με τις παραδόσεις της! Απλώς, δεν έβρισκε χώρο να τα εντάξει όλα αυτά στο πρόγραμμά του. Είχε άλλα να κάνει. Σοβαρότερα.
Κι ύστερα… δεν ήταν αφελής. Είχε πάρει τα μέτρα του, πολύ προτού αρχίσει η Ευαγγελία να καταστρώνει τα δικά της “προστατευτικά” πλάνα για το κορίτσι. Εκείνος είχε τον δικό του άνθρωπο μέσα στο Λύκειο. Έναν αθόρυβο αλλά αποτελεσματικό παρατηρητή, που θα του μετέφερε έγκαιρα κάθε παρέκκλιση της κόρης του από τη νόμιμη ηθική τάξη που ο ίδιος είχε ορίσει. Για τη δική του οικογένεια. Για την τιμή του.
Αυτό, φυσικά, δεν το είχε πει ούτε στην ίδια του τη γυναίκα. Γιατί την ήξερε. Θα έπιανε το νήμα και θα το έκανε κουβάρι. Θα το γύριζε, θα το ξετύλιγε, και στο τέλος θα είχε πλάσει ένα δικό της σενάριο —συνήθως πιο δραματικό κι από την πραγματικότητα. Και βαριόταν. Βαριόταν αφόρητα αυτή την έμφυτη της ανάγκη να γνωρίζει, να επεμβαίνει, να συμπεραίνει.
Μόνο ο ίδιος και ο “δικός του άνθρωπος”- γένους θηλυκού, που έτυχε να είναι και πελάτισσά του— ήξεραν τη συμφωνία. Έφθασε ένα χαμόγελο μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. Μία κίνηση κατάφασης του κεφαλιού και έκλεισε μια συμφωνία εχεμύθειας και αλληλοεκτίμησης – με φόντο, κοινές αξίες ηθικής και κοινωνικής τάξης.
«Δεσποινίς Μεγακλή, σας εκτιμώ βαθύτατα…» είχε ξεκινήσει με τη γνωστή του “ευγένεια-πανοπλία”, ο κύριος Ιωάννης, σκύβοντας μετρημένα μπροστά της και φιλώντας με αβρότητα το απαλό της χεράκι —όπως ακριβώς φιλούσε κανείς ένα σπάνιο πορσελάνινο αντικείμενο που δεν του ανήκει, αλλά το δανείστηκε για λίγο.
Κόρη απόστρατου στρατηγού ήταν η δεσποινίς Μεγακλή. Καλοαναθρεμμένη, με πιάνο, ξένες γλώσσες, υπηρέτρια και νταντά —το πλήρες πακέτο. Μια γυναίκα που είχε μάθει να αναγνωρίζει την καλή ανατροφή και να την ανταμείβει με συνέπεια στην κάθε συμφωνία. Δεν της πέρασε απαρατήρητο το ύφος του κυρίου Ιωάννη. Το αντίθετο: έδειξε έντονο ενδιαφέρον για το «αίτημά» του. Και ίσως, βαθιά μέσα της, να ευχαριστήθηκε που ήταν εκείνη ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης του.
«Εσείς είστε από τα υψηλά ιστάμενα μέλη του Λυκείου των Ελληνίδων της πόλης μας», συνέχισε ο κύριος Ιωάννης, με το ύφος ανθρώπου που γνωρίζει, αναγνωρίζει και τιμά τις κοινωνικές αξίες.
«Παρακαλώ, παρακαλώ, με τιμάτε!», του χαμογέλασε με μετριοφροσύνη η δεσποινίς Μεγακλή και αφουγκράστηκε τον πόνο του.
«Είναι ο πόνος του πατέρα»- της εκμυστηρεύτηκε- «Έχω εμπιστοσύνη στην κόρη μου, αλλά… ξέρετε… το νεαρόν της ηλικίας… Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, αν τύχει να παρατηρήσετε κάτι το μεμπτόν στη συμπεριφορά της, στις προτιμήσεις της… ξέρετε εσείς να κρίνετε… ειδοποιήστε με, σας παρακαλώ! Θα σας το χρωστώ ως μεγάλη χάρη».
«Μείνετε ήσυχος, αγαπητέ μου κύριε Ιωάννη. Θα είναι κάτω από το άγρυπνο βλέμμα μου. Μέχρι στιγμής δεν έχω παρατηρήσει κάτι, αλλά… θα την προσέχω σαν δικό μου παιδί!»
Αυτά τα λόγια καθησύχασαν τον πατέρα Ιωάννη, κι από τότε δεν επανήλθε στο ζήτημα. Άλλωστε, συναντήθηκε αρκετές φορές ακόμη με την καλή του πελάτισσα, την κόρη του αείμνηστου στρατηγού, που τον εκτιμούσε τόσο πολύ. Φαντάσου, ότι ολόκληρος στρατηγός του μιλούσε στον ενικό και τον συμβούλευε σχεδόν πατρικά:
«Ιωάννη, κορώνα στο κεφάλι σου την κόρη σου! Άνθρωποι σαν κι εμάς οφείλουν να διαφυλάττουν το ήθος και τις αξίες της ελληνικής οικογένειας. Όχι όποιος κι όποιος για γαμπρός σου! Τα μάτια σου δεκατέσσερα στην πολύτιμη κορούλα σου! Μην σου την πάρει κανένας ανεπρόκοπος, κανένας ψευτοδανδής, και πάνε χαμένοι οι κόποι σου!»
Ήξερε καλά τι έλεγε ο στρατηγός. Γι’ αυτό και τα κατάφερε: η ατράνταχτη περιουσία του έμεινε ανέπαφη στα μυρωδάτα χέρια της μοσχαναθρεμμένης του, όταν εκείνος αποδήμησε εις… Κύριον. Η σύζυγος —η κυρία στρατηγού— είχε προηγηθεί κατά πολύ, για να του ετοιμάσει, λένε, μια θέση ακριβοδίκαιου στον Παράδεισο. Έτσι, δεν πρόλαβε να δει πόσο ευτυχισμένη ήταν η κορούλα τους, όταν έφτασε τα 85 κιλά. Αγόρασε διπλούς κορσέδες, αναδείχθηκε ανώτερη στο Λύκειο της πόλης και γιόρτασε παρθένα ακριβοθώρητη τα πενήντα της χρόνια, ανάβοντας λαμπάδα ίσα με το μπόι της στον πολιούχο της πόλης.
«Κανένας άντρας δεν ήταν άξιός μου… δηλαδή, άξιος γαμπρός του μπαμπά», εξομολογήθηκε κάποτε στον κύριο Ιωάννη, όταν του ανέθεσε στην λογιστική εμπειρία του τη διαχείριση της περιουσίας της.
«Ο μπαμπάς σας εκτιμούσε πολύ!», πρόσθεσε με μάτια βουρκωμένα, κοιτάζοντας τον υπερήφανο στρατηγό-πατέρα της, που πόζαρε ευθυτενής στη μεγάλη φωτογραφία του σαλονιού. Φορούσε τη στολή του με το σπαθί και ατένιζε αγέρωχα τον ορίζοντα.
***
Να μην ξεχνιόμαστε όμως! Για τον μεγάλο χορό λέγαμε!
Όταν, λοιπόν, έφτασε η πολυπόθητη μέρα, η Ηρώ άρχισε από τα χαράματα να ετοιμάζεται πυρετωδώς. Μέχρι το μεσημέρι είχε πιαστεί ολόκληρη από την κούραση, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς είχε κάνει και κατάντησε να νυστάζει όρθια.
«Μ’ ένα ζεστό μπάνιο κουράστηκες;» απορούσε η μαμά.
Τι να της εξηγήσει τώρα η Ηρώ… Πως αυτό και μόνο έφτανε για να τη ρίξει ξερή! Γιατί, όσο κι αν προσπαθούσε να ασχοληθεί με τις λεπτομέρειες μιας καλής — καλύτερης — καλλίστης εμφάνισης, η ώρα δεν περνούσε. Λες κι έσπρωχνε φορτηγό στην ανηφόρα! Έτσι της φάνηκε, μέχρι που το ρολόι έδειξε 7:00 μ.μ.
«Στις επτά και μισή θα είσαστε όλες στο Λύκειο», είχε ορίσει την ώρα ο δάσκαλος του χορού. Θα έκαναν μία τελευταία πρόβα κι έπειτα όλοι μαζί θα πήγαιναν στο μεγάλο ξενοδοχείο. Εκεί θα γινόταν η χοροεσπερίδα, «Με επίδειξη Παραδοσιακών Χορών», όπως έγραφε η επίσημη πρόσκληση.
Επιτέλους, ήρθε η ώρα. Από εκεί και πέρα, όλα όσα ακολούθησαν καταγράφηκαν στο μυαλό της Ηρώς σαν δύο φωτεινές εικόνες:
-Πρώτον:«Πήγαμε όλες μαζί»
-Δεύτερον:…και μετά……
«Μετά… έγιναν πολλά και διάφορα!»
Μα ποια ήταν αυτά «τα πολλά και διάφορα»; Άργησε πολύ να τα ξεκαθαρίσει το μυαλό της Ηρώς.
«Σιγά-σιγά», είχε πει ο γιατρός.
***