Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

(38η συνέχεια)

Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

(Σύνδεση με το θέμα: Η υποκρισία της ηθικής, όπως την πλάθουν οι άνθρωποι.
Κατά πώς τους συμφέρει; Κατά πώς τους έχει επιβληθεί από το καλούπι του “φαίνεσθαι” και του “πρέπει”;;; Όπως και να το πεις, τα θύματα ήταν πολλά και οι πληγές τους αναπαράγουν θύματα- έστω κι αν σήμερα σκεπάζονται κάτω από το ένδυμα της ονομαζόμενης “Απελευθέρωσης”… )

***

«Μετά… έγιναν πολλά και διάφορα!»

Μα ποια ήταν αυτά «τα πολλά και διάφορα»; Άργησε πολύ να τα ξεκαθαρίσει το μυαλό της Ηρώς.

«Σιγά-σιγά», είχε πει ο γιατρός.

Και πράγματι, σιγά-σιγά άρχισε να θυμάται κι άλλα. Όπως… το πόσο λαμπερή φάνηκε στα μάτια της η σάλα του ξενοδοχείου, με τους κρυστάλλινους πολυελαίους.
Το πόσο όμορφος ήταν ο Νίκος, που καθόταν στο βάθος της αίθουσας, κοντά στο πιάνο. Την περίμενε.

Αργότερα θυμήθηκε ότι οι μουσικοί της ορχήστρας είχαν σηκωθεί όρθιοι όταν βγήκε μπροστά και χόρεψε τσάμικο, την Ιτιά. Πώς πετούσε το κορμί της! Λες κι είχε αποκτήσει φτερά! Τη σήκωναν στον αέρα κι εκείνη μεθούσε από την ίδια της την ορμή. Σχεδόν δεν έβλεπε τίποτα γύρω της. Μόνο ένιωθε πως είχε γίνει ένα με μια μεθυστική δύναμη που την απογείωνε. Τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη.
Ένιωσε, όμως, το τράνταγμα από τα χειροκροτήματα του κόσμου που τη σταθεροποίησαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα της σάλας.

Ο ιδρώτας έτρεχε και μούσκευε όλο της το κορμί. Ζούσε!

Και μετά… μέσα στο μυαλό της ερχόταν πάλι εκείνο το κενό. Ο γιατρός το ονόμαζε… κάπως… δεν θυμόταν πώς. Μόνο στα βαθιά της όνειρα ζωντάνευε η συνέχεια — για να την κρατήσει, όπως φαίνεται, στη ζωή. Και μέσα στα γλυκά της όνειρα ξαναζούσε……
……τη στιγμή που ήταν κλεισμένη στην αγκαλιά του Νίκου και χόρευε την Κομπαρσίτα.

«Χορεύετε μαζί μου αυτό το τανγκό, δεσποινίς μου;»

Την είχε ρωτήσει, παριστάνοντας τον άγνωστο θαυμαστή.

«Κανονικά, πρέπει να χορέψεις και με τις άλλες κοπέλες. Έτσι γίνεται στα καλέσματα του Λυκείου», του ψιθύρισε, προτού κλειστεί στην αγκαλιά του.

«Είναι μπόλικοι υποψήφιοι γαμπροί εδώ. Οι άλλες κοπέλες ας χορέψουν με εκείνους», της απάντησε, δείχνοντας με το βλέμμα τους νεαρούς αξιωματικούς του Πεζικού και της Αεροπορίας, που ήδη χόρευαν με τα κορίτσια του Λυκείου.

Τους είχε καλέσει η Πρόεδρος με ειδική πρόσκληση «Προς τις Στρατιωτικές Μονάδες» της περιοχής. Έτσι γινόταν πάντα.

«Κι έτσι θα συνεχίζεται», είχε βεβαιώσει τον Διοικητή του Τάγματος Πεζικού, που την είχε δεχτεί στο γραφείο του.

«Ας ενώσουμε, λοιπόν, τα νιάτα μέσω της Παράδοσης!», είχε συμφωνήσει εκείνος και στήριξε την εκδήλωση.

Η μισή αίθουσα ήταν γεμάτη από αξιωματικούς του Τάγματος Πεζικού κι άλλους τόσους της Αεροπορίας.

Με τις πρώτες νότες του ταγκό, πλημμύρισε η αίθουσα από όμορφα ζευγάρια. Η Ηρώ ένιωθε κρυμμένη ανάμεσά τους, κι αυτό την καθησύχασε.
«Ευτυχώς δε με βλέπουν!» σκέφτηκε, χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποιος δεν έπρεπε να τη βλέπει.

Η Κομπαρσίτα άφηνε μαλακά-μαλακά τις τελευταίες νότες να σβήνουν στον χώρο. Οι καβαλιέροι υποκλίθηκαν ευγενικά στις ντάμες τους κι έψαξαν με το βλέμμα για την επόμενη όμορφη της βραδιάς, που θα καλούσαν στο… Crazy Love!

Γέμισε ο αέρας από τις μελωδίες του έρωτα! Οι καρδιές άνοιγαν… τα ζευγάρια ήδη σχηματίζονταν.

Η Ηρώ απομακρύνθηκε λίγο από τον Νίκο, για τα προσχήματα, αλλά με ένα νεύμα του ξαναβρέθηκε στην αγκαλιά του.
Αργοκινήθηκε μαζί του στο ρυθμό του μπλουζ που θέρμαινε τις φλέβες τους και ρευστοποιούσε τα κύτταρά τους…
μέχρι που έγιναν, και οι δυο μαζί, μια φλογισμένη ουσία που απλώθηκε στο σύμπαν για να μείνει αθάνατη.
Απ’ αυτή θα τρέφονταν οι θεοί και θα προίκιζαν τους θνητούς, για ν’ ανανεώνεται η μαγεία των αισθήσεων… εις τους αιώνας…

«Την ιστορία μιας αγάπης θα σας πωωω!»
«Green fields of summer…»
Και πάλι το Crazy Love…, μέχρι ν’ αναστηθούν οι νεκροί και να φωνάξουν στους ζωντανούς:

«Ει, εσείς! Δεν ντρέπεστε να πεθαίνετε προτού να έχετε ζήσει αυτό το ουράνιο δώρο των αισθήσεων σε ανάταση;»

Η Ηρώ έμπαινε στην αγκαλιά του Νίκου, έβγαινε για δευτερόλεπτα και ξαναγύριζε εκεί.
Ποιος ξέρει γιατί; Για να ανανεώσει, σε μία βραδιά, το συμβόλαιο της ατέρμονης ευτυχίας που της είχε υποσχεθεί η ψυχή της;
Για να ζήσει, μέσα σ’ ένα βράδυ, όλη την ομορφιά της γης;

Και γιατί έπρεπε να εισπράξει τη συμπυκνωμένη ουσία της;

Θεέ μου! Χάθηκε ο χρόνος να την έχει μαζί της και την άλλη μέρα… και την άλλη νύχτα… και τον άλλο μήνα…
με δόσεις ικανές να χωρέσουν σ’ ένα ανθρώπινο κορμί;

Γιατί αυτή η βιασύνη του σύμπαντος;
Ποιος του είπε ότι ένας άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει τις συμπυκνωμένες τορπίλες του;

Και μετά; Μετά…
Ε, μετά… τα γυαλιά έσπασαν και διασκορπίστηκαν στο πάτωμα! Ήταν το ποτήρι με το νερό, που κρατούσε εκείνη τη στιγμή η Ηρώ. Έπεσε από τα χέρια της και έγινε θρύψαλα! Μαζί του, όμως, έγινε κομμάτια και η καρδιά της, μόλις αντίκρισε το παγωμένο βλέμμα του πατέρα-Ιωάννη.

Ξεπρόβαλε ξαφνικά από την κεντρική πόρτα, έτοιμος για φονικό. Την κάρφωσε με το άγριο βλέμμα του – μαχαίρια από ατσάλι εκτοξεύτηκαν στην ψυχή της – και η Ηρώ ένιωσε να χάνεται. Το κορμί της λύγισε, η ανάσα της κόπηκε, και μόνο κάτι τρομαγμένες φωνές άκουγε γύρω της, που απλώνονταν στην αίθουσα και ξαναγύριζαν σαν ηχώ που την κατάπινε.

Ο γιατρός, που κάλεσαν επειγόντως, είπε πως κάτι είχε συμβεί στο κεφάλι της και… «θρυμματίστηκαν». Μα τι ακριβώς είχε θρυμματιστεί; Τα γυαλιά από το ποτήρι; Και ήταν αυτό τόσο σοβαρό, που έπρεπε να φωνάξουν γιατρό;

Η Ηρώ μπερδεύτηκε. Με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, μέσα σ’ έναν θολωμένο εγκέφαλο, προσπαθούσε να καταλάβει τι άκουγε κοντά της, πάνω απ’ το κεφάλι της. Εκείνο το επαναλαμβανόμενο «θρυμματίστηκαν», και κάτι άλλες λέξεις που μπλέκονταν στον πονοκέφαλο και δεν έλεγαν να φύγουν: «ο χρόνος», «οι μνήμες», «τα εγκεφαλικά κύτταρα»… και μετά «ο κίνδυνος» ή μήπως «το επικίνδυνο»;

Δεν έβγαζε άκρη. Και μάλλον – επειδή ήταν «άχρηστη» – έχασε το παρόν μαζί με τις αισθήσεις της.

Αργότερα, όλοι όσοι βρίσκονταν στην αίθουσα εκείνη τη στιγμή, δεν θυμόντουσαν τίποτε άλλο πέρα από τα πατρικά χαστούκια που άστραψαν στα μάγουλα της Ηρώς. Ο ήχος τους σκέπασε ακόμα και την ορχήστρα. Το βιολί φάλτσαρε, το πιάνο βουβάθηκε, όλοι κοκάλωσαν.

Μόνο η δεσποινίς Μεγακλή έτρεξε να σφίξει το χέρι του κυρίου Ιωάννη και με θριαμβευτικό ύφος – αλλά χαμηλόφωνα – να τον συγχαρεί:

«Μπράβο για το σθένος σας! Ενεργήσατε ως σωστός πατέρας!»

«Σας ευχαριστώ πολύ που με ειδοποιήσατε εγκαίρως, αγαπητή μου», σιγοψιθύρισε εκείνος και αποχώρησε από την αίθουσα καμαρωτός και τιμημένος.

***

37η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Ο ένας πρέπει να συμμερίζεται τον άλλον

e-enimerosi

Αφηγήματα αγάπης: Μια βραδιά Σαββάτου που έγινε ”μοιραία”

Χρήστος Μουρτζούκος

Μην αφήνεις κανέναν να παίζει με εσένα

e-enimerosi