Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
(Σύνδεση με το θέμα: Ελληνική κοινωνία του ΄55 με ΄65!Τότε που παρατηρούνται οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, λόγω της αστικοποίησης και επηρεάζουν αρνητικά τόσο την ποιότητα ζωής όσο και τις σχέσεις των ανθρώπων.
Κι όμως παραμένουν κάποιες αξίες, χαρακτηριστικές της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας: Οι συγγενείς -θείοι, θείες, παππούδες, γιαγιάδες – δεν είναι αποκομμένες μονάδες από κάθε νεοσύστατη οικογένεια. Αποτελούν, όλοι μαζί, την “Οικογένεια” και μπορούν με την εμπειρία τους να βοηθήσουν, να συμπαρασταθούν, να νουθετήσουν ή και να συμπληρώσουν κενά, που αφήνει συχνά η ανωριμότητα και η έλλειψη εμπειρίας των νέων γονέων.
Ακόμα και ο καλός ο γείτονας, ο φίλος, είχε τον ρόλο του και απομάκρυνε την μοναξιά με την παρουσία του, με το δωράκι του από τον κήπο του ή και μόνο με έναν ελληνικό καφέ, “που θα τον πιούμε παρέα”, όχι σε κάποια καφετέρια- για να “βγούμε”-αλλά στην κουζίνα, για να πούμε τα καθημερινά και να μοιραστούμε τους καημούς μας και τις ελπίδες μας. )
***
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΠΡΟΑΣΤΙΟ
«Το κλίμα εδώ φαίνεται να της κάνει καλό!», πληροφόρησε από τηλεφώνου την εξαδέλφη της η Μαρία, μερικές μέρες αργότερα.
Πράγματι, η Ηρώ έμοιαζε σαν να έβγαινε για πρώτη φορά στον ήλιο, μετά από μακροχρόνια κάθειρξη. Μέρα τη μέρα, τα μάγουλά της άρχισαν να ροδίζουν. Το βλέμμα της ζωήρεψε. Ο ύπνος της καλυτέρευε. Αν, μέσα σ’ αυτά τα καλά σημάδια, ψάξουμε για κανένα αρνητικό… ε, αυτό ήταν ότι της άρεσε η σιωπή.
Καθόταν συχνά –και μόνη της- στο πίσω μέρος του κήπου. Διάβαζε κάποιο βιβλίο ή έκλεινε τα μάτια και χόρταινε η ψυχή της από το θρόισμα που έκαναν τα πευκόφυλλα, όταν φυσούσε ο αέρας. Άλλες φορές διασκέδαζε με τα σπουργίτια, που τσιμπολογούσαν διάφορα στο πυκνό γρασίδι. Της άρεσε πολύ να τα παρατηρεί. Την ίδια ώρα, η θεία-Μαρία, έκανε το σταυρό της, παρακολουθώντας την πίσω από την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας.
«Αυτό δεν είναι καλό σημάδι!», σκέφτηκε πολλές φορές και, όπως συνήθιζε, δεν το κράτησε μέσα της.
«Μένεις πολλές ώρες με τον εαυτό σου και ανησυχώ!», είπε ξεκάθαρα στην ανεψιά της, ενώ έπιναν το καφεδάκι τους ένα πρωί.
«Γιατί είναι κακό αυτό;», αναρωτήθηκε με έκπληξη εκείνη.
«Γιατί… γιατί… γιατί δεν βλέπεις τί γίνεται γύρω σου. Δεν βλέπεις τη ζωή, πώς αλλιώς να σου το πω; Είναι καλό αυτό;»
Βρήκε, επιτέλους, τη πρέπουσα απάντηση η Μαρία και την ˝πέταξε˝ στην κουβέντα, έτσι για να κάνει την Ηρώ να σκεφτεί
Κατά βάθος, δεν ήταν και πολύ σίγουρη ότι είχε δίκιο. Κι επειδή ήθελε το καλύτερο για την Ηρώ της, ζήτησε και τη γνώμη του καλού της γείτονα, του κυρ-Βασίλη, που ήταν παλιός αστυνομικός και κοντά στα εβδομήντα. Που πάει να πει, «παλιά καραβάνα» της ζωής.
Χωρίς να χάνει χρόνο, τον κάλεσε για πρωινό καφεδάκι και χωρίς μεγάλους προλόγους του μίλησε για το θέμα που την απασχολούσε.
Εκείνος άκουσε με προσοχή τις ανησυχίες της και δίχως πολλά λόγια, την καθησύχασε μόνο με μια φράση: «Αυτό το κορίτσι ξέρει καλά τι γίνεται γύρω του, αν και δε μιλάει πολύ».
Αυτός ο γείτονας ήταν μεγάλο στήριγμα για τη Μαρία. Σαν πατέρα της τον είχε και ζητούσε πάντα τη γνώμη του, όταν δεν έβγαζε άκρη με τις αμφιβολίες της για το καθετί. Κρίμα που δεν τον είχε πιο κοντά! Έμενε, βλέπεις, στην άλλη άκρη της πρωτεύουσας. Εκεί κοντά στη Μαρία υπήρχε ακόμα το παλιό πια πατρικό του, με το κτήμα ολόγυρα. Αρκετά παρατημένο, αλλά… ό, τι μπορούσε έκανε ο άνθρωπος. Όπως ερχόταν, λοιπόν, για να του ρίξει μια ματιά και για να το φροντίσει λίγο, έφερνε στη γειτόνισσά του ό,τι έβγαζε ο κήπος του κάθε εποχή. Αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια˙ κι όταν δεν ήταν αυτά, υπήρχαν τα ραδίκια, οι βρούβες, οι τρυφερές τσουκνίδες… ακόμα και τα σαλιγκάρια της μάζευε με τα πρωτοβρόχια, μια και είχε ακούσει ότι της άρεσαν.
Η ανταμοιβή του ήταν να του ψήνει το καφεδάκι του. Βαρύ-γλυκό και με παχύ καϊμάκι. Το απολάμβανε, μισοκλείνοντας τα μάτια του, δίχως να βγάζει μιλιά. Μετά, κι αφού έπινε ένα ποτήρι δροσερό νερό, κουβέντιαζαν για όλα και για τίποτε. Μέχρι που γέμιζε η καρδιά του από κάτι πολύ ζεστό, που έδιωχνε τις έγνοιες του. Ε, τότε έφευγε!
«Ευχαριστώ πολύ, κυρ-Βασίλη!», του χτυπούσε ανάλαφρα τον ώμο η Μαρία, καθώς τον κατευόδωνε.
«Εγώ σ’ ευχαριστώ για τον ωραίο σου καφέ και για το χαρούμενο γέλιο σου», της απαντούσε πάντα, μισοσοβαρά-μισοαστεία.
Όταν έμαθε ότι η καλή του φίλη είχε στο σπίτι της μια ανεψιά, ήρθε να τη γνωρίσει. Την είδε, της μίλησε και καθησύχασε τη Μαρία, που του είχε εκμυστηρευτεί την ανησυχία της.
«Μένει πολύ μόνη της», του είχε πει πολλές φορές. «Νέο κορίτσι και να περνάει τόσες ώρες μ’ ένα βιβλίο στο χέρι; Μέσα στη σιωπή;». Δεν το χώραγε το μυαλό της.
«Πολλές φορές, μέσα στη σιωπή, κουβεντιάζεις σοβαρά με τον εαυτό σου. Τον μαθαίνεις καλά. Φτάνει μόνο… να μην είναι μόνο αυτό η ζωή σου!», πρόσθεσε μετά από δισταγμό ο γείτονάς της.
«Σιγά, μην την αφήσω εγώ, μόνο στο κουβεντολόι με τον εαυτό της!».
Πήρε τα πάνω της η θεία, μια και της δόθηκε η χρυσή τομή. Ας ήταν καλά ο κυρ-Βασίλης με τη σοφία του.
Έλα, όμως, που ήρθε η στιγμή να προβληματιστεί και ο ίδιος από μια απρόβλεπτη, για την εμπειρία του, αντίδραση της Ηρώς!
Όπως έκανε κάθε φορά που ανέβαινε στο κτήμα του, πήγε και σήμερα να απολαύσει το καφεδάκι του με τις «κοπέλες του», όπως αποκαλούσε τώρα τη θεία και την ανεψιά μαζί. Τους έφερνε κι αυτή τη φορά διάφορα φαγώσιμα από τον κήπο του, μαζί με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, ειδικά για την Ηρώ.
«Σίγουρα θα χαρεί πολύ η μικρή», σκεφτόταν. Έλα όμως που, πράγμα ασυνήθιστο, βρήκε την εξώπορτα κλειδωμένη! Αλλά, αφού έβλεπε το παράθυρο του σαλονιού ανοιχτό, σίγουρα ήταν στο σπίτι.
«Ει, κοπέλες, πού κρυφτήκατε; Βάλτε το μπρίκι για καφέ! Τι πάθατε και κλειδωθήκατε σήμερα!».
Φώναζε και δεν του έφτανε που χτύπησε το κουδούνι απανωτά, άρχισε να κοπανάει και την ξύλινη πόρτα με την παλάμη του, ανυπόμονα.
Μισή ώρα αργότερα στεκόταν απέναντι από μια κατατρομαγμένη Ηρώ, πολύ προβληματισμένος. Η θεία-Μαρία είχε καταφέρει να της ζεστάνει, επιτέλους, τα χέρια με εντριβές. Είχε παγώσει ολόκληρη και η ταραχή της δεν έλεγε να καταλαγιάσει ακόμα.
«Μα τι έπαθες; Τόσο πολύ σε φόβισα;», ρωτούσε ο κυρ-Βασίλης, καταντροπιασμένος από τα αποτελέσματα της «βλακείας του», όπως έλεγε.
«Τι βλακεία ήταν αυτή! Τί μ’ έπιασε και κόντεψα να γκρεμίσω την πόρτα! Χάζεψα, ντιπ για ντιπ!».
«Σιγά, καλέ! Μην είναι η πρώτη φορά! Έτσι είσαι εσύ! Δεν σε ξέρω… με τις φωνάρες σου! Πες ότι σ’ έχω μάθει και δε δίνω σημασία!».
Τον αποπήρε, φιλικά, η Μαρία, ενώ σκέπαζε με μια κουβέρτα το κορίτσι που είχε ρίγος.
«Σε καλό σου, παιδάκι μου! Τόσο πολύ ταράχτηκες;», την κοίταξε με ανησυχία.
«Τι να πω… δεν το ήθελα. Ξέρεις… δεν αντέχω τις φωνές. Είναι λες και αδειάζουν οι φλέβες μου από το αίμα. Νομίζω ότι κάποιοι θα σκοτωθούν… κάτι κακό θα γίνει…», προσπάθησε, λίγο αργότερα, να δώσει μια εξήγηση η Ηρώ.
Ο κυρ-Βασίλης είχε φύγει, από ώρα, λίγο αμήχανος και πολύ προβληματισμένος. «Σε τι τρόμο μεγάλωσες κόρη μου», ψιθύριζε κατεβαίνοντας τη σκάλα. Η Μαρία τον κατευόδωσε, όπως πάντα, αν και η προσοχή της όλη ήταν στραμμένη στην Ηρώ, που είχε συνέλθει από το τρέμουλο, αλλά έδειχνε ταλαιπωρημένη.
Της ετοίμασε ένα ζεστό χαμομήλι με μέλι και της το έφερε χασκογελώντας για να δείξει… ότι δεν τρέχει τίποτε. Μέσα της, όμως, δεν ένιωθε καθόλου καλά. Αυτό το κορίτσι, που λίγο πριν έτρεμε σαν το ψάρι στην ξηρά, της γέμιζε την καρδιά με μεγάλη θλίψη. Από λεπτό σε λεπτό το συναίσθημα έγινε ασήκωτο και της έκοψε κάθε προσπάθεια να φανεί, δήθεν, ανέμελη. Οι κινήσεις της έγιναν νευρικές και παραλίγο να αναποδογυρίσει το φλιτζάνι με το καυτό χαμομήλι πάνω στα μούτρα της Ηρώς, καθώς έσκυβε για να της το δώσει.
«Αϊ στο καλό, απρόσεκτη Μαρία!», μάλωσε τον εαυτό της.
Να ήταν αυτό η αφορμή; Ασυγκράτητος ο θυμός ξέσπασε από μέσα της κι άντε τώρα να τον μαζέψει. Αναψοκοκκινισμένη αγριοκοίταξε γύρω της, λες κι έψαχνε να καταστρέψει κάτι για να εκτονωθεί. Το βλέμμα της σταμάτησε πάνω στο πικάπ. Στο ακριβό πικάπ, που της είχε φέρει ο καπετάνιος της και στήριγμά της, από την άλλη άκρη της γης.
Στο άψε-σβήσε το άνοιξε. Με την ίδια βιασύνη βρήκε, ανάμεσα στους άλλους, τον αγαπημένο της δίσκο με τα νησιώτικα, πάτησε το κουμπί, το γύρισε στη «διαπασών» και βούιξε το σπίτι από τραγούδια χαράς.
«Σήκω πάνω!», τράβηξε την Ηρώ. «Σήκω να χορέψουμε και να τους γράψουμε όλους στα παλιά μας τα παπούτσια!».
«Του καπετάάνιου η κόρη,
καλέ, καλέ, καλέ μου….
Του καπετάνιου η κόόρη
το ναύτη αγαπά!!!!».
Σιγοντάριζε δυνατά το τραγούδι η θεία-Μαρία και χοροπηδούσε γύρω από την Ηρώ, τραβολογώντας την να σηκωθεί με το ζόρι.
Εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει! Έτσι όπως έκανε η θεία της, ήταν για γέλια. Κι όπως τα πόδια της ίδιας λύγιζαν, από ένα ασήκωτο βάρος, ήταν για κλάματα. Ενώ είχε ανασηκωθεί, ξανακάθισε στον καναπέ, έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της κι άρχισε να γελάει δυνατά. Τόσο δυνατά, που το κορμί της άρχισε πάλι να τρέμει. Όχι, όμως, από φόβο, όπως πρωτύτερα, αλλά από ασυγκράτητα κύματα, που ξεμπούκαραν από μέσα της κι έσπρωχναν βίαια να ξεχυθούν προς τα έξω, απ’ όπου μπορούσαν. Και η Ηρώ ξέσπασε σε λυγμούς.
Ο άγριος χορός της Μαρίας κόπηκε στη μέση. Κάθισε κοντά της και την τράβηξε πάνω της, με τα δυο της χέρια σφιχτά γύρω από τους ώμους της. «Κλάψε καλό μου! Κλάψε όσο θέλεις, εγώ είμαι εδώ!», τη νανούρισε στην αγκαλιά της μαλακά, πέρα-δώθε, σαν να ήταν μωρό. Η μουσική είχε σταματήσει από ώρα. Μόνο το γρατζούνισμα της βελόνας, πάνω στο δίσκο που γύριζε ασταμάτητα, ακουγόταν μονότονα.
«Ακούς εκεί… φοβάσαι ότι θα σκοτωθούν κάποιοι! Ξέρω για ποιούς λες. Να σκοτωθούν˙ κι αυτοί κι άλλοι τόσοι σαν τα μούτρα τους… που δεν έχουν καρδιά, ούτε φιλότιμο, ούτε κότσια για ευθύνες. Παιδιά, όμως, φέρνουν στον κόσμο. Για να τα παιδεύουν, φαίνεται, και να καμαρώνουν κιόλας, επειδή –λέει- είναι γονείς. Πώς έγιναν αυτοί οι άχρηστοι γονείς; Επειδή γέννησαν; Φτάνει αυτό; Ου να μου χαθείτε, ανεύθυνα ανθρωπάκια, που θα έχετε τα μούτρα να ζητάτε και τα ρέστα κάποια μέρα, απ’ αυτά τα παιδιά. Τους κόψατε τα πόδια, προτού περπατήσουν καλά-καλά. Τα σακατέψατε! Φτου σας!».
Σταματημό δεν είχε το ξέσπασμα της θείας-Μαρίας. Φώναζε, έβριζε, έφτυνε στον αέρα κι έσφιγγε στην αγκαλιά της την παγωμένη, ακόμα, Ηρώ. Κατέληξαν να κλαίνε και οι δύο μαζί, βουβά, μακρόσυρτα. Δίχως λόγια.
Τι να πουν; Τα ˝ανείπωτα˝; Η Ηρώ δεν είχε τολμήσει, μέχρι τότε, να βάλει σε λόγια τον πόνο της, ενώ η Μαρία ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τίποτε, όσο κι αν έβλεπε τα στραβά που γίνονταν σ’ εκείνο το σπιτικό.
«Είναι οικογένεια. Δεν έχεις θέση εκεί μέσα!», της είχε τονίσει ο πνευματικός της, όταν του εξομολογήθηκε τη στενοχώρια της.
«Πονάει η ψυχή μου, Πάτερ! Η μικρή μου Ηρώ ζει μέσα στη δυστυχία. Μπορώ να κάνω κάτι;».
«Είναι οικογένεια!», της επανέλαβε εκείνος και σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό.
Το μόνο που απέμεινε στη Μαρία, ήταν να προσεύχεται για τη μικρή ανεψιά της. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Το άβατο της «οικογένειας» νομοθετούσε, δίκαζε και καταδίκαζε ένα παιδί ερήμην του και δίχως να λογαριάζει την καρδιά της οποιαδήποτε θείας.
***
Στα χρόνια που πέρασαν, η Μαρία παρακολουθούσε από μακριά την «οικογενειακή γαλήνη» του Ιωάννη και την «οικογενειακή συνοχή» της Ευαγγελίας. Για όλα την ενημέρωνε η εξαδέλφη της, από τηλεφώνου. Της τα έλεγε όπως τα έπλαθε, για να μην περάσει από τη σκέψη της Μαρίας, ούτε σαν υποψία, ότι αυτή, η Ευαγγελία, δεν ήταν το υπόδειγμα της σωστής μάνας. Η Μαρία, όμως, είχε κοφτερό μυαλό και καταλάβαινε πολύ περισσότερα απ’ όσα ˝ύφαινε˝, με την πλάνη της περί “Δικαίου», η Ευαγγελία. Τι να έκανε, όμως; Έριχνε δυο φάσκελα, από μακριά, στην ˝άξια-μάνα-εξαδέλφη˝ και καταχώνιαζε την αγανάκτηση της στα βαθιά. Τώρα, όμως, που κρατούσε στην αγκαλιά της τους «πλούσιους» καρπούς της «οικογενειακής γαλήνης», τι θα έκανε;
«Ο Θεός να βάλει το χέρι Του πάνω σου, καρδιά μου!», ψιθύρισε στο αυτί της Ηρώς, ενώ την ξάπλωνε στον καναπέ και τη σκέπαζε με διπλή κουβέρτα.
Την είχε πάρει ο ύπνος. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, την πέταξε στο πόδι η θεία-Μαρία. Όχι, που θα άφηνε το κορίτσι της να μαραζώσει.
«Φύγαμε για Αθήνα. Σήκω γρήγορα. Θα χαζέψουμε στα μαγαζιά και θα σου αγοράσω καινούργια ρούχα».
«Γιατί αυτό;», απόρησε η Ηρώ.
«Δεν έχει γιατί. Γιατί έτσι θέλω εγώ», αποκρίθηκε εκείνη.
σελίδα 3 <———->σελίδα 5