Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
Σύνδεση με τα προηγούμενα: Η ελληνική κοινωνία του ΄55,΄65! Τότε που άρχισε να αναποδογυρίζει η παραδοσιακή τάξη των πραγμάτων, λόγω της αστικοποίησης. Ο καθένας προσπαθούσε να βρει μία καλύτερη θέση μέσα στις νέες συνθήκες επιβίωσης. Και ήταν πολλοί εκείνοι που προσπαθούσαν για το καλύτερο αλλάζοντας πολλά στον τρόπο της ζωής τους και άλλοι τόσοι που παρέμεναν σταθεροί στο “έτσι τα βρήκαμε, έτσι είναι!”.
Στις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές μετράμε και θύματα, που είναι πάντα κάποια άτομα. Όμως, δεν αναφέρονται κάπου επίσημα. Το απαγορεύει σιωπηλά το “απόρρητο της οικογενειακής ευπρέπειας”.
*****
Μια σκιά δεν έχει σχέση με τον χρόνο. Γι’ αυτό και η Ηρώ δεν κατάλαβε πότε έγινε δεκαοχτώ χρονών! Πότε έβγαλε τη σχολική ποδιά, μια και τελείωσε το γυμνάσιο. Κι ακόμα, δεν κατάλαβε πώς και δεν υπήρχαν σχέδια για το μέλλον της, όπως άκουγε να γίνονται σε άλλες οικογένειες!
«Πώς; Γιατί;». Αυτές και πολλές άλλες ερωτήσεις, δημιουργούσαν μια νεφελώδη κατάσταση στο μυαλό της. Άδικα όμως ανησυχούσε. Σε όλα έδωσε απάντηση και λύση η μαμά-Ευαγγελία. Με έργα, όχι με κούφια λόγια, όπως κάνουν πολλοί ανεύθυνοι γονείς!
Κάλεσε τη μοδίστρα στο σπίτι τους, για να πάρει μέτρα στην μονάκριβή της, που τόσο μεγάλωσε.
«Θα σου ράψει το πιο όμορφο και το πιο ακριβό φόρεμα!», της ανακοίνωσε με καμάρι.
Μετά έφαγαν, και οι τρεις μαζί, στο μεγάλο δωμάτιο της Τραπεζαρίας, που το άνοιγαν μόνο στις μεγάλες γιορτές. Το φαγητό ήταν στιφάδο και το έτρωγαν πάντα σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Άνοιξαν και κόκκινο κρασί. Τσούγκρισαν τα ποτήρια και η μαμά-Ευαγγελία ευχήθηκε με υγρά, από τη συγκίνηση, μάτια:
«Στις χαρές σου, κόρη μου! Μια καλή τύχη!».
Η φωνή της, εμπλουτισμένη με την ειδική ουσία της θυσίας “για το καλό του παιδιού μου”, γλίστρησε σαν υγρό χέλι στη ραχοκοκαλιά της Ηρώς και… η άχρηστη λιποθύμησε.
Είναι δυνατόν; Πάντα προβλήματα να δημιουργεί αυτό το κορίτσι;
«Τώρα την έχουμε και φιλάσθενη!».
Κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία ο πατέρας-Ιωάννης και περίμενε τον χρόνο ν’ αποφασίσει για τη συνέχεια. Έλα, όμως, που πέρασε ο μήνας και τίποτε δεν είχε εξηγηθεί! Γιατί λιποθύμησε στα καλά καθούμενα;
Ο οικογενειακός γιατρός, τους καθησύχασε:
«Τα νεαρά κορίτσια παρουσιάζουν συχνά κάτι τέτοιες ευαισθησίες!», προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν κάποιο βαθύτερο νόημα.
«Δηλαδή; Τί της λείπει;», θίχτηκε ο κύριος Ιωάννης. Θα του χρέωναν τώρα και φταίξιμο;
«Τί της λείπει;», αγρίεψε και η μαμά-Ευαγγελία.
«Τίποτε, τίποτε! Αλίμονο! Γονείς σαν κι εσάς είναι σπάνιοι!», μάζεψε τα λόγια του ο γιατρός.
Έτσι, όλοι μαζί, αποφάσισαν να της δώσουν λίγο χρόνο για να συνέλθει και μετά ν’ ανοίξουν πάλι τη μεγάλη Τραπεζαρία. Της ετοίμαζαν μια έκπληξη… μα μια έκπληξη! Ένα τρανταχτό συνοικέσιο, που θα το ζήλευαν πολλές.
Ο χρόνος όμως περνούσε και η Ηρώ δεν έπαιρνε τα πάνω της. Κατάχλωμη και δίχως ζωντάνια πηγαινοερχόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, χαζεύοντας την κίνηση στον δρόμο, από διαφορετικό παράθυρο κάθε φορά.
Ο πατέρας-Ιωάννης νευρίαζε πολύ μ’ αυτή την κατάσταση.
«Τι καμώματα είναι τούτα πάλι;», πέταγε, που και που, τα λογάκια του. Σε γενικές γραμμές, όμως, προσπαθούσε να συγκρατηθεί, αν και η αναμονή τον πίεζε πολύ.
«Δεν βρίσκονται κάθε μέρα τέτοιοι γαμπροί!», μονολογούσε όλο και πιο συχνά, όσο περνούσε ο καιρός. Δεν το χώραγε, βλέπεις, ο νους του ότι «το χαϊβάνι», η κόρη του, σήκωσε το κεφάλι… με τον τρόπο της, βέβαια, αλλά το ήξερε αυτός. Κανένας δεν τον ξεγέλασε μέχρι σήμερα. Η Ηρώ θα τα κατάφερνε;
«Σου το λέω και θα το δεις», είπε κρυφά στη γυναίκα του, «κατάλαβε ότι της φέρναμε γαμπρό και ταβλιάστηκε, για να μας εκβιάσει. “Δεν τον παίρνω„ σου λέει με τον τρόπο της και… σου δένει τα χέρια. Κατάλαβες; Έτσι μου ’ρχεται να της αστράψω μια στα μούτρα…» και σήκωσε τη γροθιά στον αέρα.
«Θεός φυλάξοι! Θα σ’ ακούσει πάλι η γειτονιά˙ το πας γυρεύοντας;», τον συμμάζεψε η Ευαγγελία με τον αλάνθαστο τρόπο της.
Κι αφού τον “έχωσε στο καβούκι του”, πάσχισε να κάνει ό, τι περνούσε από το χέρι της, για να περισώσει ό, τι ακόμα σωζόταν από τη μεγάλη επιχείρηση.
Κάλεσε λοιπόν, κρυφά απ’ όλους βέβαια, την προξενήτρα κι έστειλε μήνυμα στον ενδιαφερόμενο γαμπρό:
«Να κάνει υπομονή. Λογικός άνθρωπος είναι και η κοινωνική του αξία αναμφισβήτητη. Πού θα πάει… Θα γυρίσει ο χρόνος, θα βάλει μυαλό η κόρη της… και να μην την παρεξηγεί… μικρή είναι… θα δει το συμφέρον της και… εδώ είμαστε. Τα ξαναλέμε!».
Έτσι φρόνιμα και σοφά άφησε την πόρτα ανοιχτή, γιατί θα ήταν κρίμα να κλωτσήσουν αυτή την τύχη. Και τί τύχη! Γιατρός, με δική του κλινική, με χρήμα ουρά και ακίνητα.
«Όσο για την οικογένεια… όλοι μορφωμένοι!», δήλωσε η προξενήτρα και λίγο διστακτικά πρόσθεσε, «Λίγο μεγαλούτσικος, δε λέω, αλλά καλοστεκούμενος!».
Η κυρία Ευαγγελία τη διέκοψε με αξιοπρέπεια…
«Δεν είναι λόγος αυτός… δεν είναι λόγος!…».
Κι αφού άφησε την πόρτα ανοιχτή… για το μέλλον… στράφηκε στο παρόν, κοιτάζοντας για την καλύτερη λύση.
«Άσε να ησυχάσουν τα πράγματα, να πάρει λίγο τα πάνω της. Δεν κοιτάς τα μούτρα της; Σαν πανί είναι!».
Έδειξε, μια μέρα, στον Ιωάννη την Ηρώ που, όρθια μπροστά στον νεροχύτη, καθάριζε πατάτες. Ε, τότε ήταν που ο πατέρας-Ιωάννης ταράχτηκε πάρα πολύ. Το σκυμμένο κεφάλι της κόρης του μαζί με το άχρωμο πρόσωπό της, έπεσαν σαν σφυριά στο σβέρκο του. Ζαλίστηκε! Τα γόνατά του λύγισαν. Στηρίχτηκε στον κοντινό τοίχο. Το αίμα έφυγε από το κεφάλι του και το ένιωσε… ω, ναι, το ένιωσε ως τα κατάβαθα της ψυχής του, ότι κινδύνευε !
“ Βοήθειααα, χάνομαι!” φώναξε τρομοκρατημένος
και βογγώντας σωριάστηκε στην πιο κοντινή καρέκλα γιατί, πραγματικά, ο άνθρωπος άρχισε να σβήνει. Τα μάτια του αναποδογύρισαν.
«Το γιατρόόό!», ούρλιαξε η Ευαγγελία και… ξέπνοη, σωριάστηκε κι αυτή στο πάτωμα.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες από μία πρωτοφανή νηνεμία. «Όχι ταραχές!», είχε τονίσει ο οικογενειακός γιατρός, που “ήρθε, είδε και απήλθε”, γιατί η επιστήμη του δεν διέθετε γιατρικό γι’ αυτού του είδους τις ασθένειες.
Προσπάθησαν, λοιπόν, να μη μιλάνε για στενοχώριες και λυπητερά πράγματα, όπως τους συμβούλεψε ο γιατρός, κι ακόμα –όπως τους είπε πάλι ο γιατρός- «ο ένας να είναι το φάρμακο για τον άλλο”, με την συμπεριφορά του, εννοούσε.
“Όχι φωνές και όχι εντάσεις». Το τήρησαν το “φάρμακο”, όμως η γεύση που κατάπιναν στην προσπάθεια ήταν, βεβαίως, πικρή. Αλλά… έτσι είναι τα φάρμακα. Τα καταπίνεις και περιμένεις. Υπομονή!
«Η υπομονή είναι μεγάλη υπόθεση!», διαπίστωσε η μαμά-Ευαγγελία, θαυμάζοντας το αποτέλεσμα της οικογενειακής προσπάθειας. Τέτοια ησυχία δεν είχαν ξαναζήσει! Αφού και το μυαλό της άρχισε να δουλεύει καλύτερα. Απόδειξη; Η σωστή απόφαση που πήρε, να στείλει την κόρη της στη θεία-Μαρία.
«Ν’ αλλάξει περιβάλλον! Να δει κι άλλο κόσμο! Να ξεσκάσει κι αυτό!», είπε γλυκά στον άντρα της.
Συμφώνησαν και χάρηκαν όλοι μαζί. Η Ηρώ, επειδή θα έφευγε από το σπίτι. Ο πατέρας, επειδή χάρηκε η κόρη του. Όσο για τη μαμά-Ευαγγελία, ήταν πάντα ευχαριστημένη, όταν άκουγε την κόρη της να τραγουδάει δυνατά:
«Θα σε πάρω να φύγουμε…
σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη…!»
Γέμισε, ακόμα μια φορά, το σπίτι από τα τραγούδια της Ηρώς, ενώ ετοίμαζε τη βαλίτσα της.
***
Η Θεία-Μαρία ήταν η ευνοούμενη εξαδέλφη της μαμάς-Ευαγγελίας. Αυτό θα έπρεπε να καταγραφεί ως μεγάλη παραχώρηση οικογενειακού εδάφους, από μέρους της.
«Δε θέλω πάρε-δώσε με τα σόγια˙ ούτε με το δικό σου, ούτε με το δικό μου. Εξαιρείται, βεβαίως, ο πατέρας μου που τόσο μας υποστηρίζει». Είχε εξηγηθεί από την αρχή η Ευαγγελία στον κύριο Ιωάννη.
Για την “αόρατη” μητέρα της, δε χρειάστηκε να κανονίσει τίποτε. Έτσι κι αλλιώς, τόπο δεν έπιασε ποτέ στη ζωή της αυτή η κακομοίρα η μάνα. Για να μην πούμε, ότι η παρουσία της την ενοχλούσε κιόλας, ιδιαίτερα όταν έμπαινε στη μέση και διέκοπτε κάποια σπουδαία συζήτηση που είχε με τον πατέρα της. Τί θράσος κι αυτή η γυναίκα! Τί ασέβεια! Η κόρη μιλούσε με τον πατέρα της! Δεν χώραγε αυτό στο μυαλό της;
«Άντε στην κουζίνα σου, κυρά μου!», της βροντοφώναξε κάποτε, μπροστά στα μούτρα, για να της υπενθυμίσει τη θέση της.
Κι εκείνη, σαν καλή και υπάκουη μάνα, μαζεύτηκε στον μόνο χώρο που της παραχώρησαν. Από την κουζίνα της την έβγαλαν τέσσερις και με το ζόρι. Είχε αρπαχτεί από το νεροχύτη και δεν έλεγε να τον παρατήσει, η αθεόφοβη! Με νοήματα – μέσα από το εγκεφαλικό-τους έδινε να καταλάβουν, ότι δεν είχε προλάβει να σκουπίσει τα πλυμένα μαχαιροπήρουνα.
«Άσε μαμά, θα τα σκουπίσω εγώ!», της υποσχέθηκε η Ευαγγελία και η γυναικούλα έκλαψε από συγκίνηση. Τόσο πολύ την αγαπούσε η κόρη της;
Τι κρίμα! Δεν πρόλαβε να το χαρεί. Μετά το εγκεφαλικό, ήρθε το έμφραγμα και… πάει… μας
τελείωσε η μαμά, η αόρατη.
Ευτυχώς, δεν είχε γεννηθεί ακόμα η Ηρώ, γιατί η γιαγιά θα της έλειπε πολύ.
Ας είναι! Όλα καλώς καμωμένα! «Η μαμά δεν ήθελε να στενοχωριόμαστε!», υπενθύμισε στον εαυτό της η Ευαγγελία και έκανε το χατίρι στην καλή της μανούλα. Δεν στενοχωρήθηκε! Κρέμασε κορνιζαρισμένη τη φωτογραφία της στον τοίχο και της ευχήθηκε «ανάπαυση ψυχής», με αγάπη περισσή!
Μετά ήταν που κανόνισε την οικογενειακή σχέση με τα σόγια, που λέγαμε. Ο Ιωάννης συμφώνησε και το έβαλαν αμέσως σε πράξη.
Ο καθένας είχε το δικό του λόγο, γι’ αυτήν την απόφαση, αλλά γιατί να τα πολυψάχνουμε; Το αποτέλεσμα μετράει. Κι αυτό φάνηκε στην εξωτερική τους εικόνα ως οικογένεια: «Μία Γροθιά». Αυτό θα μπορούσε να είναι το έμβλημα στο λάβαρο του κάστρου τους, αν ζούσαν στο μεσαίωνα ως φεουδάρχες. Δυστυχώς, όμως, ζούσαν σε μία πεζή εποχή, που τα ισοπεδώνει όλα και ως έκπτωτοι αριστοκράτες, αρκέστηκαν στο να χαράξουν μόνο τα σύνορα που θα τους εξασφάλιζαν…
«Την οικογενειακή μου γαλήνη!», ύψωσε το ανάστημα ο Ιωάννης.
«Την οικογενειακή μας συνοχή!», ύψωσε τη γροθιά η Ευαγγελία.
«Μα… ποιός τα απειλεί όλ’ αυτά;», τους ρώτησε η Ηρώ, όταν της ανακοίνωσαν το οικογενειακό σύνταγμα.
Ήταν στην εφηβεία, βλέπεις, κι άρχισε να έχει άποψη σε όλα. Γι΄ αυτό και την έθεσαν σε στενότερη παρακολούθηση.
«Κι αυτή θα μας ελέγχει τώρα;».
«Θα έχουμε τον άνωθεν οφθαλμό μέσα στο σπίτι μας;».
«Εξοστρακίζεσαι ερήμην ή και ενώπιον του δικαστηρίου!».
Μα… ποιός τα είπε όλα αυτά; Πραγματικά, δεν ξέρουμε. Μάλλον ήταν φράσεις από κάποιον εφιάλτη που, όπως εξήγησαν κάποια μέρα, είδαν και οι δύο μαζί το προηγούμενο βράδυ. Δεν έκλεισαν μάτι όλη τη νύχτα, οι άνθρωποι.
«Μα… λες να μοιάζουμε τόσο πολύ! Να βλέπουμε και τα ίδια όνειρα!», απόρησε η Ευαγγελία και λοξοκοίταξε τον Ιωάννη με ένα ίχνος συμπάθειας.
Τέλος πάντων, για την εξαδέλφη Μαρία, που λέγαμε, ψηφίστηκε συμπληρωματικό διάταγμα. Παντρεμένη με “Πρώτο Καπετάνιο”, παρακαλώ, ζούσε στα βόρεια προάστια της Αττικής.
Μεγάλο πλεονέκτημα αυτό!
Θα την έβλεπαν μόνο όταν θα το αποφάσιζε η μαμά-Ευαγγελία, μια και είχε επωμισθεί το μεγάλο χρέος της περίφραξης του οικογενειακού δένδρου, για να μη γείρει και το παρασύρει ο άνεμος.
«Ρίζες θα βγάλουν τα ποδάρια σου κακομοίρα μου! Ρούπι δε θα κάνεις πέρα απ’ αυτό που σου λέω εγώ!», είχε εξηγηθεί εγκαίρως η γυναίκα στην κόρη της και μόνο τα χέρια της δεν έπλυνε στο ύδωρ των αθώων, όπως ο Πόντιος Πιλάτος, γιατί ήξερε πως σε όλες τις αποφάσεις της είχε δίκιο. .
Μ’ αυτό το απαράμιλλο σθένος και το αλάνθαστο, ρύθμισε και τη συχνότητα επαφής με την αγαπημένη της εξαδέλφη.˙ Θα την έβλεπαν μία φορά το χρόνο, όταν θα πήγαιναν στην πρωτεύουσα, για τα μεγάλα ψώνια. Σιγά να μην την έβαζαν “μέσα στα πόδια τους”, να πηγαινοέρχεται και να λογοκρίνει τις πράξεις τους.
Για του στραβού το δίκιο, πρέπει να πούμε, ότι δεν υπήρχε τέτοιος φόβος από την πλευρά της εξαδέλφης. Για κάποιο λόγο, που και η ίδια δεν ήξερε, αντιπαθούσε τα πολλά σούρτα φέρτα με τα συγγενολόγια. « Μακριά από μένα!», έλεγε κι έφτυνε τον κόρφο της.
Η Ευαγγελία όμως, από πού να το ξέρει αυτό; Για την ίδια, όλοι οι άνθρωποι είχαν ένα καθρέφτη πάνω τους. Μέσα εκεί, όταν κοίταζε, έβλεπε καθαρά όλα τα κουσούρια του άλλου. Τώρα… αν με ρωτήσετε… πώς έγινε αυτό και μέσα στον καθρέφτη δεν έβλεπε τον εαυτό της, αλλά τον απέναντι… τι να σας πω! Είναι από αυτά τα ανεξήγητα που συμβαίνουν στους πολύ έξυπνους ανθρώπους.
Η μαμά-Ευαγγελία… το είπαμε; Μήπως το παραλείψαμε; Αν το ξεχάσαμε… λάθος! Γι’ αυτό και το διορθώνουμε. Η Ευαγγελία, λοιπόν, ήταν πολύ-πολύ έξυπνη, γι’ αυτό και αντιλήφθηκε αμέσως το προσόν της εξαδέλφης της που ήταν το να ζει μακριά! Έτσι, έγινε η αγαπημένη της!
Την έβλεπαν, όπως είπαμε, μία φορά το χρόνο και όταν αποφάσιζαν να ανανεώσουν το σπίτι τους με καινούρια πράγματα.
Η εξαδέλφη-Μαρία γνώριζε όλα τα μαγαζιά με τις επώνυμες φίρμες. Και πόσο ανοιχτοχέρα ήταν κάθε φορά! Φορτωμένη με δώρα επέστρεφε η Ευαγγελία στην πόλη της και δεν ήξερε πώς να ξε-υποχρεωθεί.
«Τι να της πάρω για δώρο; Αυτή δεν ξέρει τι έχει. Οι ντουλάπες της πάνε να σπάσουν από τόσα αγαθά. Ας είναι καλά ο καπετάνιος, τα φράγκα του και τα μεγάλα λιμάνια! Χρυσός αυτός ο άνθρωπος!». Κατέθετε, γενναιόδωρα, όλη της την εκτίμηση προς τον εκλεκτό γαμπρό και καλοτύχιζε την εξαδέλφη της.
Το ότι τη ζήλευε, το έκρυβε στα βάθη της ψυχής της, γιατί είχε μεγάλη λεπτότητα. Συναισθανόταν τη δυσκολία της εξαδέλφης- Μαρίας, που ήταν να ζει μόνη της. Τη σκεφτόταν συχνά. «Για μήνες –έχει τύχει και για χρόνια- να ταξιδεύει αυτός ο άνθρωπος. Δεν είναι εύκολο για μια γυναίκα να παντρεύεται ναυτικό! Αλλά… δε βαριέσαι! Καλύτερα! Τι καλό έχω εγώ, με τον Ιωάννη πανταχού παρών! Έτσι κι αλλιώς είναι γνωστό, ότι η γυναίκα κρατάει το σπίτι. Το λένε και οι παλιοί, το βλέπουν και οι καινούριοι. Τελικά, πού καταλήγουμε; Μας είναι χρήσιμος ένας άνδρας ή όχι;».
Το ερώτημα παρέμενε αναπάντητο και για να μη σπάζει άλλο το μυαλό της υιοθέτησε τη φράση κάποιας γιαγιάς, από τους ψηφοφόρους του πατερούλη της: «Άσ’ τον για τον ίσκιο του και κάνε εσύ τη δουλειά σου!». Σοφή αυτή η γυναίκα!
Πράγματι, η Ευαγγελία έκανε τις δουλειές της μια χαρά, πίσω από τις πλάτες του Ιωάννη.
«Για να μην τον ενοχλώ!», έλεγε, το ξανάλεγε και στο τέλος το πίστεψε, ότι της χρωστάει πολλά ˝ευχαριστώ˝, που τα είχε φορτωθεί όλα κι εκείνος δεν κουραζόταν με τίποτε απ’ όσα γίνονταν μέσα στο σπίτι του, εν αγνοία του!
Όπως, λόγου χάρη, σ’ αυτήν την περίπτωση, δική της δουλειά ήταν το να αποφασίσει για την τύχη της κόρης της. «Λέω να σου τη στείλω για κάποιο διάστημα…», μίλησε, όπως είπαμε, με την εξαδέλφη της. Μετά –κι αυτό το ξαναείπαμε- η Ηρώ τραγουδούσε όλη την ημέρα και στο τέλος φθάσαμε στο σταθμό του τρένου.
Εκεί, η μαμά-Ευαγγελία λύγισε. Κοίταξε με βαθύ πόνο το σπλάχνο της μέσα στα μάτια και η Ηρώ, τρομοκρατημένη –ποιός ξέρει γιατί;- έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε μέσα στο βαγόνι. Ο πατέρας-Ιωάννης; Την αποχαιρέτησε στο σπίτι, καθώς έβγαιναν από την εξώπορτα. Είχε, βλέπεις, δουλειές στο γραφείο του και… έτσι ήταν τα πράγματα. Οι δουλειές προηγούνταν.
Η Ηρώ ταχτοποίησε τη βαλίτσα της σε ένα ράφι του βαγονιού, κάθισε στη θέση της, κούνησε το χέρι της στη μαμά και το τρένο ξεκίνησε. Οι σιδερένιες ρόδες του κύλησαν πάνω στις ράγες και η Ηρώ έκανε μία ευχή: Να δώσει ο Θεός, να γίνει μηχανοδηγός σ’ ένα μεγάλο τρένο, που θα ταξιδεύει ασταμάτητα στα πέρατα της γης και γυρισμό δεν θα έχει!