Με βαθιά συγκίνηση και ανείπωτη θλίψη, ενημερώθηκα για το φευγιό του Δημήτρη Ζαρζαβατζίδη, του ανθρώπου που για εκατοντάδες αθλητές και φίλους ήταν γνωστός ως «Μπόμπο». Ένα όνομα-ψευδώνυμο που κουβαλούσε μέσα του στοργή, σεβασμό και αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής αφιερωμένης στον αθλητισμό και την ανθρώπινη σχέση.
Για όσους σταθήκαμε δίπλα του στα γήπεδα, στο στίβο, στο γυμναστήριο, ο Μπόμπο δεν ήταν απλώς προπονητής. Ήταν οδηγός, στήριγμα, δάσκαλος ζωής. Στο πρόσωπό του συνυπήρχαν η αυστηρότητα του επαγγελματία και η τρυφερότητα του ανθρώπου που νοιαζόταν πραγματικά για τα παιδιά του, γιατί έτσι μας έβλεπε όλους, ως δικά του παιδιά.
Εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, στο Καυτανζόγλειο και στο γήπεδο της Καλαμαριάς, γράφτηκαν με ιδρώτα και κόπο μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές για εμάς τους νεαρούς τότε αθλητές του στίβου.
Οι φωνές του, τα γνωστά «γκάζια» του Μπόμπο, δεν ήταν απλώς εντολές προπόνησης. Ήταν κραυγές πάθους, ήταν ενθάρρυνση, ήταν το χαστούκι της πραγματικότητας που μας έκανε να ξεπερνάμε τα όρια του σώματος και του μυαλού. Και αργότερα, στο «Παλαί ντε Σπορ», σηκώσαμε όλοι μαζί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τόνους βαρών, μα πιο βαριά ήταν η εμπειρία που μας μετέδωσε.
Ο Δημήτρης Ζαρζαβατζίδης υπήρξε ένας άνθρωπος με αρχές, με ήθος, με συνέπεια. Η σχέση του με την άρση βαρών ήταν σχέση βαθιάς αγάπης, σχεδόν ερωτικής. Δεν την υπηρετούσε απλώς, την τιμούσε. Και την ίδια αφοσίωση έδειχνε στους αθλητές του. Ήταν εκεί για τον καθένα, στα εύκολα και στα δύσκολα. Σιωπηλός σύμμαχος, διακριτικός πατέρας, σκληρός αλλά δίκαιος. Όπως έγραψε και ο γιος του …«Βοήθησε ανθρώπους, Ολυμπιονίκες, οικογένειες, φίλους, χωρίς να περιμένει ποτέ αντάλλαγμα» αυτός ήταν ο Μπόμπο, ή αλλιώς ο Τζίμης.
Δίπλα του, πάντα, η σύντροφος της ζωής του, η χρυσή Ολυμπιονίκης Βούλα Πατουλίδου. Ένα ζευγάρι που έζησε με την καρδιά στον αθλητισμό και που για όσους είχαμε την τύχη να τους γνωρίσουμε από κοντά, υπήρξε πηγή έμπνευσης. Η καθημερινή παρουσία της Βούλας στις προπονήσεις, το γλυκό της χαμόγελο, η δύναμή της να υποστηρίζει αλλά και να μοιράζεται, μας έκανε όλους να νιώθουμε μέλη μιας μεγάλης οικογένειας.
Χρόνια έχουν περάσει από τότε. Η ζωή με έφερε στο εξωτερικό, στη Γερμανία. Οι επαφές χάθηκαν. Μα ποτέ δεν χάθηκε η μνήμη. Ποτέ δεν έπαψα να θυμάμαι εκείνα τα χρόνια που χτίζαμε σώματα, αντοχές, χαρακτήρες. Και πίσω από κάθε ανάμνηση, ήταν ο Μπόμπο. Εκείνος που μάθαινε στον καθένα πώς να πέφτει με αξιοπρέπεια και να σηκώνεται με πείσμα.
Ο Δημήτρης δεν ήταν μόνο αθλητής και προπονητής. Ήταν πατέρας, σύζυγος, φίλος. Ένας άνθρωπος που αγαπούσε την οικογένειά του με αφοσίωση. Ο γιος του και η Βούλα ήταν το κέντρο του κόσμου του. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που μας μιλούσε για εκείνους με περηφάνια και αγάπη.
Η απώλεια του Μπόμπο είναι για πολλούς από εμάς ένα τραύμα βαθύ. Γιατί δεν χάνουμε μόνο έναν προπονητή. Χάνουμε ένα κομμάτι της ζωής μας, της νιότης μας, της ταυτότητάς μας. Και όμως, μέσα από τις πράξεις του, τη στάση του, το έργο του, ο Μπόμπο θα μείνει ζωντανός. Στα γήπεδα που δούλεψε, στις ψυχές που διαμόρφωσε, στις αναμνήσεις που δεν θα σβήσουν ποτέ.
Τον αποχαιρετούμε, με δάκρυα, με σεβασμό, με ευγνωμοσύνη.
Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μας Μπόμπο. Καλό παράδεισο να έχεις. Θα είσαι για πάντα μαζί μας, εκεί, στη γραμμή εκκίνησης της καρδιάς μας, φωνάζοντάς μας, όπως τότε: «Πιο δυνατά, μπορείς!».
…Coach, θα ανταμώσουμε στον τερματισμό.
Κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.

Του