Η Γερμανία εισέρχεται σε μια κρίσιμη πολιτική περίοδο με φόντο την αποδυνάμωση του Φρίντριχ Μερτς και την αδυναμία του CDU να πείσει ένα εκλογικό σώμα που διψά για δράση, όχι για λόγια.
Ο Καγκελάριος, που κάποτε προβλήθηκε ως η ελπίδα για μια σταθερή συντηρητική στροφή και ανάσχεση της ακροδεξιάς, μοιάζει σήμερα αποκομμένος από την πραγματικότητα. Το CDU/CSU δείχνει διανοητικά εγκλωβισμένο σε ένα παρελθόν που δεν συνομιλεί με τη Γερμανία του σήμερα, ενώ το AfD εκμεταλλεύεται με μαεστρία τη λαϊκή οργή και ανασφάλεια.
Καθώς η χρονιά κλείνει με τις πρώτες ενδείξεις για τις εκλογές του 2026, η άνοδος του AfD προκαλεί ανησυχία στα πολιτικά κέντρα εξουσίας. Σε περιοχές όπως η Σαξονία-Άνχαλτ, το ακροδεξιό κόμμα πλησιάζει την απόλυτη πλειοψηφία, απειλώντας να διαρρήξει το πολιτικό status quo της μεταπολεμικής Γερμανίας. Οι πολίτες, κουρασμένοι από εσωτερικές διαμάχες, ζητούν επιτέλους απαντήσεις για τη μετανάστευση, την ασφάλεια και την οικονομία. Αντί για στρατηγική, όμως, λαμβάνουν γενικόλογες υποσχέσεις και κενή ρητορική περί “αισιοδοξίας” και “ενότητας”.
Η πολιτική επικοινωνία του Μερτς μοιάζει ξεπερασμένη, οι αναφορές του σε «αστικά τοπία» και «τουρισμό κοινωνικής πρόνοιας» πυροδοτούν αντιδράσεις, χωρίς να προσφέρουν λύσεις. Την ίδια στιγμή, οι εσωτερικές διαμάχες στο CDU και το SPD εντείνουν τη σύγχυση, επιτρέποντας στο AfD να προβάλλει ως “το κόμμα που κάνει κάτι”. Ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία, επιλέγουν τη στρατηγική του “θετικού ρεαλισμού”, η γερμανική Κεντροδεξιά δείχνει εγκλωβισμένη ανάμεσα στη νοσταλγία και την αδράνεια. Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία που ψάχνει εναγωνίως για τον “ανοιχτήρι” της πολιτικής στασιμότητας και το AfD είναι έτοιμο να της τον προσφέρει.
