Σαν σήμερα, πριν από 58 χρόνια, τα τανκς βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας και η Ελλάδα μπήκε σε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της.
Ήταν η 21η Απριλίου του 1967 όταν μία ομάδα επίορκων αξιωματικών, υπό τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία, καταλύοντας το Σύνταγμα και επιβάλλοντας στρατιωτική δικτατορία.
Η δικαιολογία των πραξικοπηματιών ήταν η «αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου» και η «διάσωση του έθνους». Στην πράξη, όμως, ακολούθησε ένας επταετής γύψος: λογοκρισία, διώξεις, βασανιστήρια, εξορίες και φυλακίσεις χιλιάδων πολιτών. Ο δημόσιος λόγος φιμώθηκε, τα κόμματα καταργήθηκαν, και οι ελεύθερες εκλογές μπήκαν στο ψυγείο, ενώ το κράτος βυθίστηκε σε έναν στείρο εθνικισμό και θεατρινίστικη ευσέβεια.
Η χούντα προσπάθησε να επιβάλει ένα αυταρχικό καθεστώς με το προσωπείο της «πατρίδας, θρησκείας και οικογένειας», αλλά κατέρρευσε κάτω από το βάρος της ίδιας της βαρβαρότητάς της και των πολιτικών της αδιεξόδων. Το φοιτητικό κίνημα, με κορυφαία στιγμή την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, αποτέλεσε τον προπομπό της πτώσης της δικτατορίας. Η χαριστική βολή ήρθε το καλοκαίρι του 1974, με το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε.
Η επιστροφή στη δημοκρατία, η λεγόμενη Μεταπολίτευση, ήρθε με την αποκατάσταση του πολιτεύματος από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αλλά η πληγή της δικτατορίας παρέμεινε βαθιά στη συλλογική μνήμη.
Σήμερα, 58 χρόνια μετά, η επέτειος της 21ης Απριλίου παραμένει μια αναγκαία υπενθύμιση: ότι η Δημοκρατία δεν είναι δεδομένη. Ότι ο αυταρχισμός μπορεί να επανεμφανιστεί μέσα από την απάθεια, την παραπληροφόρηση και τον φόβο. Κι ότι η ιστορική μνήμη είναι το πρώτο οχυρό απέναντι σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό.
Η Ελλάδα, παρ’ όλες τις σύγχρονες προκλήσεις της, αποτελεί πλέον ένα δημοκρατικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το χρέος των πολιτών και των θεσμών είναι να φυλάττουν Θερμοπύλες, να προστατεύουν την ελευθερία, την πολυφωνία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε το σκοτάδι του παρελθόντος να μη βρει ξανά πρόσφορο έδαφος.