Συνήθως εις την λογοτεχνίαν καθώς και την τέχνην γενικώς, υφίστανται δύο σχολές σκέψεως.
Διότι η πρόκλησις δεν σημαίνει τίποτε και δεν προσφέρει τίποτε μιάς και ως αναφέρω συχνώς, «Τα γυμνά έργα, έχουν την ανάγκη του γυμνού». Ενταύθα ο όρος εμπεριέχει γενικότερην έννοιαν.
Ο υποφαινόμενος θεωρεί όπως και είναι, την πρώτη σχολή της σκέψεως περί εξιδανικεύσεως ως μίαν άποψη προσεγγίσεως ενός κειμένου – μηνύματος η οποία προσφέρει εις τον θεατήν, τον ανορθώνει πνευματικώς και (ενδεχομένως με δική του θέληση και πρωτοβουλία βεβαίως) τον κάμει έτι καλύτερον απο την προτεραίαν μίας και ο σκόπός της οιασδήποτε μορφής τέχνης δεν είναι μόνον η μεταφορά μυνημάτων προς τον δέκτην, αλλά και η καλυτέρευσις του πνευματικού του επιπέδου. Η πνευματική του ανάτασις αλλά και ο εμπλουτισμός των πνευματικών του ποιοτήτων.
Δυστυχώς όλο και συχνότερα εις τις ημέρες μας, παρατηρεί ο υποφαινόμενος ένα επαίσχυντο φαινόμενο δια τον δημόσιον λόγον. Την απρέπεια εις τους τίτλους των βιβλίων. Απρέπεια επιτηδευμένη βεβαίως, με σκοπόν βαθύτερον οχι βεβαίως απλώς ένα κοινό “λάθος“ προερχομένου εκ της μεταφράσεως (εφόσον πρόκειται περί ξένων συνήθως έργων δίχως και η “Ελληνόφωνη” αθλιότητα να στερείται επουδενί τοιαύτης βιβλιογραφίας) αλλά και την πρόκληση, η οποία και σκοπεύει εις περισσότερες πωλήσεις αντιτύπων τοιαύτων κάκιστα τιτλοφορημένων έργων με “αιχμήν του δόρατος”, την απρέπεια και την πρόκληση.
Σημεία των καιρών μας, η παντελής έλλειψις αξιών.
Και η ευπρέπεια δια όσους τουλάχιστον δύνανται να την εκτιμήσουν δεόντως, αποτελεί μία εξ αυτών και η οποία τελευταία βάλλεται διαρκώς και αδιαλλείπτως είτε απο αδυναμία του υποτιθέμενου δημιουργού να την μεταχειρισθεί επαρκώς, είτε (και τούτο ομοιάζει το χειρότερον), εκ προθέσεως ποταπής, το κέρδος και αι πωλήσεις με κάθε δυνατόν τρόπον.
Είναι όμως τούτος ο τρόπος της διαθέσεως υποτιθέμενων πνευματικών έργων ένας τρόπος ο οποίος και απηχεί την ουσία της λογοτεχνικής διαδικασίας από έναν δημιουργό – πομπό, προς έναν αναγνώστη – δέκτη μιλώντας εν προκειμένω περί βιβλίων;
Εις ποίαν ακριβώς ποιότητα μέλλει να οδηγηθεί ο δέκτης ενός τοιουτοτρόπως εκφρασθέντος μηνύματος ; Είναι η λογοτεχνία ισοπέδωσις των πάντων, εξισώσεως του ποταπού με την άξιαν λογοτεχνικήν παραγωγήν, του αισχρού και μιάς “κουρελαρίας” δημοτικής γλώσσης ως την εκατήντησαν αι τόσαι δεκαετίαι Α – ΠΑΙΔΕΙΑΣ πτυχιούχων ΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ και κυρίως μη πεπαιδευμένων εις ανώτερες ποιότητες πέραν των ακαδημαΐκών γνώσεων, αι οποία προετοίμασαν το έδαφος – αναγνώστη – δέκτη ώστε ουχί μόνον να αποδέχεται αλλά και να επιζητά το επαίσχυντο και να μην τον αηδιάζει τούτο το τελευταίο αλλά τουναντίον να τον προκαλεί ώστε να μετέλθει ενός απολύτως αισχρώς διατυπωθέντος μύνηματος, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση” του ;
Εν τέλλει αναγιγνώσκουμε οτι απηχεί εμάς και απεχθανόμεθα το ανώτερον το οιοδήποτε μας βελτιώνει;
Αρεσκόμεθα ιστάμενοι εις την θέσιν του πεζοδρομίου και δεν επιθυμούμε περαιτέρω άνοδο του πνεύματος ημών διότι εώς εκεί ευρίσκονται αι αντοχαί μας ;
Μήπως τελικώς το ζήτημα μας δεν είναι ορισμένα χρήματα ακόμη εις το ταμείον ενός εμποροεκδότου μετερχομένου κάθε είδους προωθητικής ενεργείας εις τον βωμόν του κέρδους, αλλά ζήτημα «περί εύθυνης αναγνωστών» ;
Μήπως ομιλούμε εκ νέου περί καταχρήσεως της ελευθερίας του λόγου υπό το πρίσμα μίας εντελώς στρεβλής «δημοκρατίας» όπου από την φρόνιμον ελευθερίαν του Κολοκοτρώνη έφθασε εις τον κρημνόν της παντελούς ασυδοσίας εις άπασες τις εκφάνσεις δημοσίου και ιδιωτικού λόγου ;
«Ο Άνθρωπος δεν γεννιέται άνθρωπος. Γεννιέται κτήνος όπου καθημερινώς παλεύει προς τον εξανθρωπισμόν».
Νικηφόρος Βυζαντινός
*Μουσικοσυνθέτης, του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, Δημοσιογράφος και κριτικός Λογοτεχνίας