Γράφει ο *Αλέξιος Ντόνας, Ραδιοπαραγωγός της ομογενειακής εκπομπής «Η ώρα του Απόδημου»
Εσωκομματικές Ζυμώσεις στη ΝΔ
Ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς σε πρόσφατη δημόσια ομιλία του, όπου άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο κ. Αντώνης Σαμαράς, πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο με κινήσεις που τροφοδοτούν σενάρια για δημιουργία νέου δεξιού κόμματος. Με ένα ηχηρό άρθρο-παρέμβαση στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, ιδιαίτερα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Χαρακτήρισε τη στάση της κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας ως πολιτική «άκρατου κατευνασμού», αναρωτώμενος «ποιος αποφάσισε» αυτή τη στρατηγική και τονίζοντας ότι «τέτοια εντολή δεν έχει δώσει ποτέ η εκλογική βάση της ΝΔ». Στην κατακλείδα του άρθρου του έστειλε το μήνυμα πως «αυτή δεν είναι πια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη», διαχωρίζοντας τη θέση του από την επίσημη κομματική γραμμή. Η παρέμβαση αυτή ερμηνεύθηκε από πολλούς ως προαναγγελία νέου κόμματος, κάτι που οι συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού δεν διέψευσαν αντιθέτως παραδέχονται ότι ο κ. Σαμαράς «αξιολογεί την κατάσταση» και εξετάζει το επόμενο βήμα του στην πολιτική σκηνή.
Επανεμφάνιση Σαμαρά και σενάρια νέου κόμματος
Οι κινήσεις του Αντώνη Σαμαρά τους τελευταίους μήνες δείχνουν έναν πολιτικό σε τροχιά αυτονομίας. Μετά την επανεκλογή Μητσοτάκη το 2023, ο κ. Σαμαράς κράτησε αποστάσεις από την κυβέρνηση, διαφοροποιούμενος ανοιχτά σε κρίσιμα ζητήματα. Ήδη από την προηγούμενη χρονιά είχε καταψηφίσει στη Βουλή νομοθετήματα της κυβέρνησης είπε “όχι” στην επέκταση δικαιωμάτων ομόφυλων ζευγαριών και σε ρυθμίσεις για το μεταναστευτικό, απευθύνοντας μάλιστα προειδοποιήσεις προς την κυβέρνηση «να προσέχει… μην ξεκοπεί από την κοινωνία».
Παράλληλα, το φθινόπωρο του 2024 δεν παρέστη καν στις εκδηλώσεις για τα γενέθλια της ΝΔ, παρά τις προσωπικές προσκλήσεις Μητσοτάκη. Η ρήξη οριστικοποιήθηκε τον Νοέμβριο 2024, όταν ο κ. Σαμαράς διαγράφηκε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, επισφραγίζοντας τη σύγκρουσή του με το κόμμα.
Από τότε κινείται εκτός κομματικής γραμμής, με κάθε του δημόσια εμφάνιση να τροφοδοτεί σενάρια περί ίδρυσης νέου πολιτικού φορέα. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεργάτες του τον προτρέπουν «να μην κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια» αλλά να προχωρήσει μπροστά, δίνοντας σάρκα και οστά σε μια αυτόνομη πολιτική πρωτοβουλία.
Το επίμαχο άρθρο του στα ΝΕΑ και ιδιαίτερα η φράση του περί «κυβέρνησης Μητσοτάκη» θεωρήθηκε ως η πιο ξεκάθαρη ένδειξη ότι ο Μεσσήνιος πολιτικός εξετάζει σοβαρά την ίδρυση δικού του κόμματος. Ο ίδιος, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο όταν ερωτάται σχετικά.
Βεβαίως, μεταξύ θεωρητικών συζητήσεων και της πράξης υπάρχει απόσταση: αν τελικά προχωρήσει το εγχείρημα, δεν είναι δεδομένο ότι θα ηγηθεί ο ίδιος. Συζητείται και το σενάριο να τεθεί στην ηγεσία ένα νέο, νεότερο πρόσωπο με την υποστήριξη Σαμαρά, ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να θεωρηθεί «αναπαλαίωση». Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Σαμαράς εμφανίζεται πιο αποφασισμένος από ποτέ να προχωρήσει σε αυτό το βήμα, εφόσον κρίνει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις και η δυναμική για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Δεξιό ακροατήριο και δυσαρέσκεια
Η πιθανή κίνηση Σαμαρά στοχεύει ξεκάθαρα στα δεξιά του σημερινού κυβερνώντος κόμματος. Στους κόλπους της παραδοσιακής δεξιάς παράταξης έχει δημιουργηθεί δυσφορία για τη μετατόπιση της ΝΔ προς το κέντρο και την «εκσυγχρονιστική»/«νεοφιλελεύθερη» στροφή επί Μητσοτάκη. Πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι νιώθουν ότι η ΝΔ του 2025 δεν τους εκφράζει: η συμπερίληψη αρκετών κεντροαριστερών στελεχών και πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, το μετριοπαθές ύφος απέναντι σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας αλλά και οι πιο φιλελεύθερες κοινωνικές τάσεις (στα δικαιώματα και την λεγόμενη “woke” ατζέντα) έχουν ενοχλήσει ένα τμήμα της δεξιάς βάσης. Ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρεί να εκφράσει ακριβώς αυτούς τους νεοδημοκράτες που δυσφορούν με το ύφος εξουσίας του Κυρ. Μητσοτάκη και θεωρούν την κυβέρνηση «υπερβολικά μετριοπαθή» στα εθνικά θέματα και «πολύ woke» στα κοινωνικά ζητήματα.
Στενοί συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού επισημαίνουν ότι «δεξιότερα της ΝΔ» υπάρχει έντονη κινητικότητα για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα που θα εκφράσει την παραδοσιακή δεξιά, καθώς το κυβερνών κόμμα «έχει μεταλλαχθεί σε κεντροδεξιό». Ο κ. Σαμαράς έχει εδώ και καιρό χαράξει διακριτή πορεία σε θέματα αρχών: διαφοροποιήθηκε από την κυβέρνηση στο ζήτημα της Ουκρανίας, επέκρινε την εγκατάλειψη των εγχώριων ενεργειακών πηγών (λιγνίτη, υδρογονάνθρακες) και τάχθηκε κατά του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και της “woke” κουλτούρας.
Επίσης, μαζί με τον έτερο πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, έχει επανειλημμένα επικρίνει την πολιτική των «ήρεμων νερών» στα ελληνοτουρκικά, εκτιμώντας ότι η κυβέρνηση δείχνει υπερβολική υποχωρητικότητα απέναντι στην Άγκυρα. Όλες αυτές οι θέσεις τον φέρνουν κοντά σε ένα ακροατήριο δεξιάς “πατριωτικής” ταυτότητας, που αισθάνεται ότι οι απόψεις του δεν εκπροσωπούνται επαρκώς σήμερα.
Οι συνομιλητές του κ. Σαμαρά κάνουν λόγο για ένα κενό στην «πατριωτική δεξιά» που πρέπει να καλυφθεί, ειδικά εν μέσω μιας διεθνούς συγκυρίας όπου παρατηρείται συντηρητική στροφή και δικαίωση πολλών από τις θέσεις που διαχρονικά υποστήριξε ο ίδιος (από την αντίδραση στον πολιτισμό της πολιτικής ορθότητας μέχρι την αυστηρή στάση στο μεταναστευτικό).
Δεν είναι τυχαίο ότι σενάρια περί κόμματος Σαμαρά προκάλεσαν αναστάτωση στα μικρότερα δεξιά κόμματα τους έτερους «ενοίκους της δεξιάς πολυκατοικίας». Ο Κυριάκος Βελόπουλος της Ελληνικής Λύσης έσπευσε να επικρίνει τον κ. Σαμαρά, θυμίζοντας ότι η δική του κυβέρνηση ψήφισε τον αντιρατσιστικό νόμο, και δήλωσε πως «δεν έχει ιδεολογική σχέση» μαζί του. Ταυτόχρονα, ο Πάνος Καμμένος (πρώην κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ και συνομιλητής σε κύκλους που αναζητούν ποιος θα ηγηθεί μιας “τραμπικής” ατζέντας στην Ελλάδα) σχολίασε δηκτικά ότι ο τελευταίος που μπορεί να εκφράσει αυτή την ατζέντα είναι ο Αντώνης Σαμαράς. Οι αντιδράσεις αυτές φανερώνουν τον φόβο των μικρότερων δεξιών σχημάτων πως μια κάθοδος Σαμαρά θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της δικής τους εκλογικής επιρροής, καθώς θα χάσουν ψηφοφόρους που σήμερα τους στηρίζουν από απογοήτευση με τη ΝΔ . Πράγματι, αναλυτές εκτιμούν ότι κόμματα όπως η Ελληνική Λύση, η Νίκη αλλά και νεότερα σχήματα (π.χ. η «Φωνή Λογικής») έχουν αντλήσει δυνάμεις από παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους απογοητευμένους από την κεντρώα στροφή της ΝΔ . Εάν ο Αντώνης Σαμαράς προσφέρει μια εναλλακτική πολιτική στέγη με μεγαλύτερη αξιοπιστία και σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο, αυτοί οι ψηφοφόροι ενδέχεται να συσπειρωθούν γύρω του, επαναπατρίζοντας μέρος της διαρροής στα μικρότερα δεξιά κόμματα.
Παρακαταθήκες και βαρίδια από την πρωθυπουργία
Μια κρίσιμη παράμετρος είναι πώς αξιολογείται σήμερα η περίοδος διακυβέρνησης Σαμαρά (2012-2015) και πώς αυτό επηρεάζει την εικόνα του. Ο κ. Σαμαράς ανέλαβε την πρωθυπουργία σε μια από τις πιο ταραχώδεις στιγμές της μεταπολίτευσης, εν μέσω οικονομικής κρίσης και μνημονίων. Για ένα σημαντικό τμήμα συντηρητικών υποστηρικτών της ΝΔ, η θητεία του στην πρωθυπουργία έχει αποκτήσει σχεδόν θρυλική διάσταση. Στη συλλογική μνήμη της δεξιάς βάσης, ο Σαμαράς θεωρείται ότι κράτησε τη χώρα όρθια στα δύσκολα χρόνια, συγκρούστηκε με τον «λαϊκισμό» του τότε ανερχόμενου ΣΥΡΙΖΑ και δικαιώθηκε εκ των υστέρων όταν οι διάδοχοί του αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν παρόμοια δημοσιονομική πορεία. Η προσωπική μάχη που έδωσε «με τον λαϊκισμό» έχει χαρίσει στον ίδιο κύρος, με αποτέλεσμα πολλοί ψηφοφόροι της ΝΔ να τον θεωρούν ίσως τον δημοφιλέστερο εκπρόσωπο της “γαλάζιας” παράταξης στα δεξιά του κομματικού φάσματος. Δεν είναι τυχαίο ότι εντός της ΝΔ παραμένουν αρκετοί νυν βουλευτές που τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση προς τον Μεσσήνιο πολιτικό ένδειξη της παρακαταθήκης επιρροής που διατηρεί.
Ωστόσο, η ιστορία του κ. Σαμαρά κουβαλά και βαρίδια. Η πρώτη του απόπειρα αυτόνομης πορείας, με την ίδρυση της Πολιτικής Άνοιξης το 1993, είχε οδηγήσει στην πτώση της τότε κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αυτό το γεγονός πλανάται ως «προηγούμενο διάσπασης» πάνω από τις σημερινές του κινήσεις. «Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» σχολίασε δηκτικά η Ντόρα Μπακογιάννη, θυμίζοντας ότι ο κ. Σαμαράς «το έκανε μια φορά, δεν μπορεί να το ξανακάνει δεύτερη» υπονοώντας ότι επιχειρεί να ρίξει για δεύτερη φορά έναν Μητσοτάκη από την εξουσία . Η ίδια προειδοποίησε πως αν ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρεί νέο κόμμα, «η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα» . Επιπλέον, επικριτές σημειώνουν πως ο κ. Σαμαράς δεν κομίζει κάτι καινούργιο στην πολιτική ζωή, εκπροσωπώντας παλιές ιδέες και πρακτικές. Η ηλικία του (74 ετών) και η πολυετής παρουσία του στην πολιτική καθιστούν δύσκολη την προβολή μιας εικόνας ανανεωτικής δύναμης. Ακόμα και ο ίδιος φαίνεται να αναγνωρίζει αυτή την πρόκληση, γι’ αυτό και δεν αποκλείει να αναδείξει στο προσκήνιο νεότερα πρόσωπα, εφόσον προχωρήσει στην ίδρυση κόμματος.
Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές του Σαμαρά τονίζουν ότι πρόκειται για πολιτικό ακέραιο στις πεποιθήσεις του και «αλλεργικό στην ήττα». Δεν πρόκειται, λένε, να ρισκάρει μια διάσπαση αν δεν έχει βάσιμες ενδείξεις ότι ένα νέο κόμμα θα έχει ισχυρό ρεύμα στην κοινωνία. Η κληρονομιά του 2012-2015 του δίνει ένα πρωθυπουργικό κύρος που λείπει από τους σημερινούς αντιπάλους του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πράγματι, ο Αντώνης Σαμαράς είναι ο μόνος εν δυνάμει «νέος παίκτης» στα δεξιά που μπορεί να εμφανίσει έτοιμη κυβερνητική εμπειρία και αξιοπιστία στη διαχείριση, στοιχεία στα οποία υστερούν τόσο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που άλλαξε πρόσφατα και δεν έχει δοκιμαστεί) όσο και οι λοιποί μικρότεροι πολιτικοί αρχηγοί. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, από το 2019 έως σήμερα η ηγεμονία Μητσοτάκη ενισχύθηκε και από την έλλειψη σοβαρού αντίπαλου δέους με εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης ένα κενό που ενδεχομένως θα μπορούσε να καλύψει η παρουσία ενός πρώην πρωθυπουργού όπως ο Σαμαράς. Αυτή η διάσταση κάνει ορισμένους στη δεξιά βάση να πιστεύουν ότι «η χώρα χρειάζεται ένα ελληνικό πατριωτικό κόμμα», με τον ίδιο τον κ. Σαμαρά είτε στην πρώτη γραμμή είτε ως εγγυητή από το παρασκήνιο.
Αντιδράσεις στην ηγεσία της ΝΔ
Στο Μέγαρο Μαξίμου, η πιθανότητα δημιουργίας κόμματος από τον Αντώνη Σαμαρά έχει προκαλέσει πονοκέφαλο αλλά και επίσημη υποβάθμιση του ζητήματος. Επισήμως, συνεργάτες του πρωθυπουργού δηλώνουν ότι δεν ανησυχούν καθόλου, υποστηρίζοντας πως ο κ. Σαμαράς «δεν πείθει τον κόσμο της ΝΔ» και ότι ένα δικό του κόμμα «δεν θα μπορούσε να κερδίσει ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος» στις επόμενες εκλογές. Υπενθυμίζουν μάλιστα ότι ο κ. Σαμαράς δεν ανήκει πλέον στη ΝΔ, αφού έχει διαγραφεί, και «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» εκτός παράταξης. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σχολίασε αιχμηρά πως η κοινωνία έχει προ πολλού αφήσει πίσω της «λογικές πολιτικής καμαρίλας» και κομματικές συμπεριφορές τύπου γινάτι, καλώντας όσους «οραματίζονται μια συρρικνωμένη ΝΔ στο 18%» να θυμηθούν ότι με τη στρατηγική Μητσοτάκη η ΝΔ κέρδισε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις με ~40%. Με αυτόν τον τρόπο το πρωθυπουργικό περιβάλλον επιδιώκει να παρουσιάσει τον Αντώνη Σαμαρά ως φορέα μιας παρωχημένης νοοτροπίας που μικραίνει την παράταξη, σε αντίθεση με το δικό τους ανοδικό αφήγημα.
Παρ’ όλα αυτά, πίσω από τις κλειστές πόρτες, η ανησυχία είναι υπαρκτή. Όπως παρατηρούν πολιτικοί αναλυτές, το ζητούμενο δεν είναι αν ένα κόμμα Σαμαρά θα φτάσει σε διψήφια ποσοστά τα περισσότερα σενάρια του δίνουν χαμηλή βάση εκκίνησης. Εκείνο που φοβάται η ΝΔ είναι μήπως μια διαρροή έστω μικρού ποσοστού ψηφοφόρων προς τον Σαμαρά στα δεξιά της, μπορεί να αποβεί μοιραία ως προς το κρίσιμο στόχο της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχεδιάζει ήδη την πορεία προς τις εκλογές του 2027 με στόχο μια τρίτη θητεία γνωρίζει ωστόσο ότι το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής απαιτεί υψηλή συσπείρωση. Με το νέο νόμο, το πρώτο κόμμα λαμβάνει μπόνους έως και 50 έδρες με την προϋπόθεση ότι ξεπερνά το 25% – γεγονός που καθιστά εφικτή την αυτοδυναμία γύρω στο 37% με 38%, αν οι υπόλοιπες δυνάμεις είναι κατακερματισμένες. Ωστόσο, με βάση τις τελευταίες μετρήσεις και την φθορά που έχει ήδη υποστεί η ΝΔ (ιδίως μετά την τραγωδία των Τεμπών), το κυβερνών κόμμα κινείται κοντά στο 30% κάτι που το φέρνει οριακά εκτός ζώνης αυτοδυναμίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα νέο κόμμα Σαμαρά, ακόμη και με χαμηλά ποσοστά, θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο, καθώς θα στερήσει κρίσιμους ψήφους από τα δεξιά και θα δυσκολέψει τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Δεν υπάρχει περιθώριο να χαθεί ούτε ένας ψηφοφόρος» αν θέλει το σχέδιο τρίτης θητείας να έχει πιθανότητα επιτυχίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα εγχείρημα Σαμαρά ακόμα κι αν κινηθεί χαμηλά θα μπορούσε να στερήσει κρίσιμες ψήφους και να περιορίσει τη δύναμη πυρός της ΝΔ σε μια μελλοντική αναμέτρηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στο κυβερνητικό στρατόπεδο παρακολουθούν με ενδιαφέρον και τη στάση των λεγόμενων «καραμανλικών», καθώς τυχόν ρήγμα θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις ευρύτερης διάσπασης στη δεξιά πολυκατοικία.
Δημοσκοπήσεις και εκλογική προοπτική
Τι δείχνουν όμως οι μέχρι τώρα μετρήσεις και εκτιμήσεις για την απήχηση ενός κόμματος Σαμαρά; Πρώιμες δημοσκοπήσεις που φέρονται να συμπεριέλαβαν σχετικό ερώτημα παρουσιάζουν το υπό σύσταση κόμμα να κινείται χαμηλά. Συγκεκριμένα, η πρόθεση ψήφου για ένα νέο κόμμα υπό τον κ. Σαμαρά εκτιμάται μόλις γύρω στο 1,5%, με την εκλογική του επιρροή να αγγίζει το 2%. Τα ποσοστά αυτά κρίνονται απογοητευτικά ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι θεωρητικά υπάρχει «μεγάλο ακροατήριο» στα δεξιά της ΝΔ και ότι η κυβέρνηση έχει ήδη συμπληρώσει σχεδόν έξι χρόνια φθοράς στην εξουσία. Φαίνεται πως πολλοί πολίτες δεν είναι πρόθυμοι να «επιστρέψουν σε δοκιμασμένες συνταγές», ούτε να στηρίξουν έναν πρώην πρωθυπουργό που επιχειρεί επάνοδο στην ηγετική σκηνή. Εντυπωσιακό είναι επίσης ότι σύμφωνα πάντα με τις ίδιες μετρήσεις το όποιο μικρό ποσοστό συγκεντρώνει το υποθετικό κόμμα Σαμαρά δεν προέρχεται κατευθείαν από τη ΝΔ, αλλά κυρίως από τα ήδη υπάρχοντα δεξιότερα κόμματα: την Ελληνική Λύση, τη Νίκη, τη Φωνή Λογικής και, σε μικρότερο βαθμό, τους Σπαρτιάτες. Με άλλα λόγια, μια κάθοδος Σαμαρά ενδεχομένως θα ευνοούσε τη ΝΔ, καθώς θα αναδιανέμει ψήφους εντός της δεξιάς χωρίς να της στερήσει μαζικά δικό της κοινό. Αυτή η ανάγνωση στηρίζει το κυβερνητικό αφήγημα ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει λόγο να φοβάται.
Από την άλλη, οι σαμαρικοί κύκλοι δεν επικεντρώνονται τόσο στους σημερινούς ψηφοφόρους της ΝΔ, αλλά σε όσους έχει χάσει το κυβερνών κόμμα. Και πράγματι, η κάλπη των Ευρωεκλογών 2024 κατέδειξε σημαντικές απώλειες: η ΝΔ έπεσε στο 28,3%, χάνοντας πάνω από 12 μονάδες σε σχέση με το 40,5% των εθνικών εκλογών του 2023. Σε απόλυτο αριθμό, αυτό μεταφράζεται σε περίπου 1 εκατομμύριο λιγότερους ψηφοφόρους μέσα σε ένα χρόνο. Επιπλέον, άλλοι 300.000 πολίτες κατευθύνθηκαν προς μικρούς δεξιούς σχηματισμούς, αρκετοί από τους οποίους δεν είναι βέβαιο αν θα διατηρήσουν τη δυναμική τους ή αν θα μπουν ξανά στη Βουλή. Αυτό το “ορφανό” ακροατήριο των απογοητευμένων δεξιών ψηφοφόρων είναι που βλέπουν ως δυνητική βάση οι υποστηρικτές του Σαμαρά. Όπως έλεγε έμπειρος αναλυτής, «μόνο ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό» των ψηφοφόρων που παραμένουν σήμερα πιστοί στη ΝΔ σκέφτονται να στραφούν σε κόμμα Σαμαρά. Αντίθετα, το στοίχημα θα παιχτεί στους ψηφοφόρους που έχουν ήδη αποστασιοποιηθεί από το μεγάλο κυβερνών κόμμα εκείνους που απείχαν ή ψήφισαν αλλού και θα μπορούσαν να δουν με συμπάθεια μια νέα προσπάθεια από τα δεξιά. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και πολλοί λεγόμενοι «σαμαρικοί» νεοδημοκράτες, οι οποίοι στις πρόσφατες αναμετρήσεις ίσως επέλεξαν την “λευκή απεργία” (αποχή) ως μήνυμα δυσαρέσκειας.
Πέρα όμως από τα νούμερα, σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι συμβολισμοί και οι συμμαχίες. Ο κ. Σαμαράς γνωρίζει ότι για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, θα χρειαστεί όχι μόνο ένα σεβαστό αρχικό ποσοστό, αλλά και στήριξη από οικονομικούς παράγοντες, μέσα ενημέρωσης και ισχυρές προσωπικότητες. Μέχρι στιγμής, πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι δεν διαθέτει τέτοιου είδους ερείσματα: «δεν έχει επιχειρηματίες από πίσω, δεν έχει ισχυρά ΜΜΕ μαζί του και στα 75 δύσκολα πείθει ότι εκπροσωπεί κάτι νέο» σημειώνουν σκωπτικά . Επιπλέον, το γενικότερο κλίμα στην επιχειρηματική κοινότητα φαίνεται να ευνοεί τη σταθερότητα με τον Κυρ. Μητσοτάκη στο τιμόνι τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η αίσθηση είναι ότι οι περισσότεροι ισχυροί παράγοντες θέλουν μια τρίτη θητεία Μητσοτάκη και δεν δείχνουν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν ένα εγχείρημα που θα την διακύβευε.
Συμπερασματικά, το ενδεχόμενο ενός κόμματος Σαμαρά συνιστά μια σημαντική πολιτική εξίσωση με πολλές μεταβλητές. Από τη μία, υπάρχει αδιαμφισβήτητα χώρος στα δεξιά της ΝΔ για μια πιο παραδοσιακή, πατριωτική δεξιά φωνή , όπως μαρτυρούν οι διαρροές ψηφοφόρων και η δυσφορία με τη μετριοπαθή κατεύθυνση της σημερινής ηγεσίας. Ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς διαθέτει την εμπειρία, το όνομα και το ιστορικό που θα μπορούσαν να του δώσουν ρόλο σοβαρού αντίπαλου δέους απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ιδιαίτερα σε επίπεδο εικόνας πρωθυπουργιμότητας. Από την άλλη, τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι η κοινωνική βάση της ΝΔ παραμένει σε μεγάλο βαθμό «Μητσοτακική» και δύσκολα θα εγκατέλειπε μαζικά το κυβερνών κόμμα για χάρη ενός παλιού ηγέτη. Ένα κόμμα Σαμαρά, αν ιδρυθεί, ενδέχεται να ξεκινήσει από χαμηλά, αποσπώντας κυρίως περιφερειακές ψήφους της δεξιάς διαμαρτυρίας. Θα μπορούσε όμως, υπό προϋποθέσεις, να εξελιχθεί σε ρυθμιστή εάν καταφέρει να συγκεντρώσει όλες τις διάσπαρτες δυνάμεις στα δεξιά της ΝΔ. Σε κάθε περίπτωση, η στάση του Αντώνη Σαμαρά το επόμενο διάστημα θα καθορίσει αν πρόκειται απλώς για έναν μοχλό πίεσης προς την ηγεσία Μητσοτάκη ή για την απαρχή μιας πραγματικής αναδιάταξης στο δεξιό σκηνικό. Οι επόμενοι μήνες και ιδίως η πορεία προς τις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές του 2027 θα δείξουν αν ο πρώην πρωθυπουργός θα κάνει το αποφασιστικό βήμα, διεκδικώντας εκ νέου ρόλο πρωταγωνιστή, ή αν τελικά το σενάριο ενός νέου κόμματος θα παραμείνει απλώς πολιτική σεναριολογία.