Λογοτεχνία

Αφηγήματα αγάπης: Μια απρόσμενη αρχή

Φωτογραφία: Μουρτζούκος Χρήστος / e-enimerosiΓράφει ο Μουρτζούκος Χρήστος

…Σε πείραξε αυτό το απρόσμενο φιλί; ρώτησε ο Έκτορας την Έλεονορ, …όχι καθόλου, απάντησε η Ελεονόρ, και χαμήλωσε ελαφρά το βλέμμα της, προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό της.

Ο ήλιος λουζόταν πάνω από τα τραπεζάκια της καφετέριας, οι κουβέντες τους κυλούσαν φυσικά, με αμηχανία μεν, αλλά γλυκιά, σαν εκείνη που προδίδει ένα ενδιαφέρον που μόλις αρχίζει να ανθίζει.

Μετά τον καφέ, όπως είχαν πει, περπάτησαν μαζί προς το ανθοπωλείο. Εκείνος διάλεξε ένα μικρό, κομψό μπουκέτο με φρέζιες και παιώνιες.

Η Ελεονόρ χαμογέλασε. <<Δεν το περίμενα πως μια τόσο απλή συνάντηση, με ένα βλέμμα από απέναντι, θα οδηγούσε σε κάτι τόσο όμορφο>>.

Ο Έκτορας την κοίταξε στα μάτια και απάντησε: Ούτε εγώ. Αλλά, να που κάποιες φορές, οι στιγμές που προσπερνάμε, μπορεί να είναι οι πιο σημαντικές. Κι ευτυχώς… αυτή δεν την προσπεράσαμε.

  • Συνέχισαν τον περίπατο στον παραλιακό δρόμο, με μικρές σιωπές που δεν τους βάραιναν. Ήταν από εκείνες τις σιωπές που γεμίζουν από κοινή αίσθηση. Η θάλασσα στα αριστερά τους, και στο βάθος το ηλιοβασίλεμα ξεκινούσε σιγά-σιγά να βάφει τον ουρανό πορτοκαλί, σαν το Tigra που ξεκίνησαν όλα.
Οι μέρες που ακολούθησαν

Η μέρα ξεκίνησε όπως όλες. Η Έλεονορ κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά του παλιού νεοκλασικού, κρατώντας τον καφέ της στο ένα χέρι και τα ακουστικά στο άλλο. Ο ουρανός ήταν μουντός, με εκείνη τη σιωπηλή υπόσχεση βροχής που δεν εκπληρώνεται ποτέ.

Περιμένει τον Έκτορα, και να που ο αγαπημένος της έρχεται, το χέρι του άγγιξε τον ώμο της. Εκείνος φορούσε ένα παλτό με γιακά σηκωμένο και είχε βλέμμα που έμοιαζε να κουβαλάει ιστορίες.

«Καλημέρα γλυκιά μου οπτασία!» της είπε. «Καλημέρα ωραίε πρίγκηπα», απάντησε χαμογελώντας η Έλεονορ.

Η δυο τους πήγαν σε καφέ. Ο καφές αργότερα έγινε περίπατος. Ο περίπατος, γεύμα. Και το γεύμα, κατέληξε σε μια όμορφη βραδιά.

Δεν μιλούσαν για έρωτα. Μιλούσαν για βιβλία, για μουσική, για το τι θα έκαναν αν είχαν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, λες και η πρώτη δεν ήταν ήδη μπροστά τους.

Η Έλεονορ αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να φοβηθεί, είχαν μερικές μέρες με τον  Έκτορα και ένοιωθε πολύ όμορφα. Είχε όμως μάθει να μην περιμένει πολλά. Όμως ο Έκτορας δεν ζητούσε τίποτα, απλώς έμενε κοντά της. Ήταν απλά τρελά ερωτευμένος μαζί της, και αυτό σήμαινε τα πάντα για την Έλεονορ από την άλλη.

Η σχέση τους είχε μεγάλες στιγμές. Ροδοπέταλα και υποσχέσεις αιωνιότητας. Είχε όμως και μια σταθερότητα σπάνια. Στιγμές σιωπής που δεν ήταν άβολες. Χέρια που πιάνονταν αυθόρμητα. Βλέμματα που δεν χρειαζόταν να εξηγηθούν.

Ένα βράδυ, καθώς περπατούσαν στην παραλία, εκείνος της είπε: «Δεν ξέρω αν πιστεύεις στη μοίρα. Αλλά αν ναι, τότε είναι αυτή η στιγμή είναι η μοίρα μας.»

Η Έλεονορ χαμογέλασε. «Κι αν δεν με έπιανε κόκκινο στο φανάρι εκείνη την ώρα; Αν είχα καθυστερήσει δύο λεπτά; δεν θα σε βλέπαμε».

«Τότε θα είχαμε γνωριστεί αλλιώς. Στο βιβλιοπωλείο, σε ένα καφέ, κάπως θα συνέβαινε. Το θέμα είναι ότι συνέβη» απάντησε ο Έκτορας.

Η στιγμή που δεν ξεχνιέται

Ένα χρόνο αργότερα, στο ίδιο σημείο όπου είχαν πρωτοσυναντηθεί, η Έλεονορ τον περίμενε με ένα χάρτινο ποτήρι καφέ. Ήξερε πως είχε αργήσει επίτηδες.

Όταν τον είδε να πλησιάζει, κατάλαβε πως ήθελε να γεράσει μαζί του. Όχι επειδή φοβόταν τη μοναξιά, αλλά επειδή είχε δει τον εαυτό της μέσα στα μάτια του και της άρεσε ένα χρόνο τώρα.

«Έκτορα,» του είπε, «θυμάσαι τι μου είχες πει τότε; Όταν με φίλησες για πρώτη φορά;»

«Το θυμάμαι. Και δεν το ξεχνώ στιγμή.»

Εκείνη έσκυψε ελαφρά και του ψιθύρισε:

«Λοιπόν, σήμερα… λέω να κάνω εγώ την κίνησή μου.»

Και πριν προλάβει να απορήσει, η Έλεονορ, χαμογελώντας, γονάτισε και έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό, τετράγωνο κουτάκι.

«Σου είχα πει πως αν δεν το έκανες εσύ, θα το έκανα εγώ πρώτη. Ήρθε η ώρα.»

Το γέλιο του αντήχησε στην πέτρινη πλατεία, ανάμεσα στους περαστικούς που, για λίγο, έγιναν μάρτυρες της πιο ρομαντικής και όμορφης, και συνάμα γλυκιάς στιγμής.

Η αγάπη τους ήταν βαθιά. Ήταν ήρεμη σαν βροχή που ξεκινά απαλά και σιγά. Μια απρόσμενη αρχή, που έγινε η σταθερή, σιωπηλή δύναμη πίσω από κάθε μέρα τους.

Και κάπως έτσι, χωρίς σκηνές, χωρίς φώτα, γεννήθηκε ένας έρωτας που, σαν καλό βιβλίο, δεν θέλεις ποτέ να τελειώσει.

Τελικά η Έλεονορ τάραξε τα νερά, έκανε αυτή πρόταση γάμου στον Έκτορα, στο σημείο που συναντήθηκαν πρώτη φορά, στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στους περαστικούς.

Προηγούμενο <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Συγνώμη

e-enimerosi

Kamerad, ich heiße Themistoklis Katsaounis!

e-enimerosi

Συμφωνία… Νο 5

e-enimerosi