Γράφει ο Μουρτζούκος Χρήστος
Το ρολόι πλησίαζε εννιά το βράδυ, ένα Σάββατο που έμοιαζε να έχει κρατήσει υποσχέσεις για ξεφάντωμα αλλά τώρα έδειχνε να σβήνει νωρίς.
Ο Κρίστιαν οδηγούσε πίσω με την παρέα του από μια γειτονική πόλη, όπου είχαν περάσει την έξοδο τους με γέλια, μουσική και χορό. Στο αυτοκίνητο επικρατούσε εκείνη η γλυκιά κούραση που έρχεται μετά από τις ώρες διασκέδασης. Κι όμως, μέσα του, μια φλόγα δεν είχε σβήσει ακόμη.
«Τι κάνουμε κορίτσια;» ρώτησε με το γνώριμο χαμόγελο στα χείλη. «Θα συνεχίσουμε το βράδυ με ένα ποτό; Ή φεύγουμε;»
Η πρώτη που απάντησε ήταν η Έμιλυ. «Παιδιά, εγώ είμαι κουρασμένη. Ακούω το σώμα μου και το σώμα μου λέει ξεκούραση. Το μόνο που θέλω είναι να πάω στο κρεβατάκι μου.» Η φωνή της είχε εκείνο τον αποφασιστικό τόνο που δεν άφηνε περιθώρια.
Στράφηκε στην Σουζάνα. «Σουζάνα; Εσύ τι θα κάνεις, θα πας σπίτι ή έρχεσαι;»
Η Σουζάνα χαμογέλασε, μα έγνεψε αρνητικά. «Όχι, Κρίστιαν . Εντάξει βγήκαμε, περάσαμε καλά, χορέψαμε, γελάσαμε… αλλά τώρα θέλω σπίτι. Θα με πας κι εμένα.»
Και τότε, έμεινε μόνο η Μάργκαρετ. Εκείνος ήλπιζε πως ίσως θα συνέχιζαν μαζί, θα έπιναν ένα τελευταίο ποτό. Όμως κι εκείνη, αφού είχε δουλέψει όλη την ημέρα, ένιωθε την κούραση να βαραίνει πάνω της. Η συμμετοχή της στην έξοδο ήταν ήδη μια μικρή υπέρβαση, μια αυθόρμητη απόφαση της τελευταίας στιγμής. Με ευγένεια τού είπε πως κι εκείνη θα γυρίσει στο σπίτι.
Έτσι, ο Κρίστιαν έμεινε μόνος του με μια εσωτερική ανησυχία. Νέος, ανήσυχος, γεμάτος ενέργεια, ήξερε πως αν κατέληγε στο σπίτι από τις εννιά, η βραδιά θα έμοιαζε λειψή, ανολοκλήρωτη. Σαν μια ιστορία που σταματάει στη μέση της πρότασης.
Κι έτσι, όταν άφησε τις κοπέλες στα σπίτια τους, πήρε μια ξαφνική απόφαση, θα πήγαινε σ’ ένα κλαμπ της περιοχής του. Ήταν το μαγαζί ενός παλιού του φίλου, του Αντουάν. Δεν συνήθιζε να βγαίνει εκεί, μα ίσως ήταν η ευκαιρία να ξανασμίξουν, να πιούν ένα ποτό, να πουν δυο κουβέντες, να νιώσει ξανά τη ζωντάνια που κυλούσε ακόμη στο αίμα του.
Παρκάροντας κοντά στο μαγαζί, παρατήρησε τον κόσμο απ’ έξω. Άγνωστα πρόσωπα, χαμόγελα, ψίθυροι. Μα κάτι στο βλέμμα τους, όταν πλησίαζε, τον έκανε να νιώθει πως τον παρατηρούν. Οι θαμώνες που κάπνιζαν έξω, γύρισαν και τον κοίταξαν, σαν να ήθελαν να καταλάβουν ποιος ήταν αυτός ο ξένος που έμπαινε στον δικό τους μικρόκοσμο.
Μπαίνοντας στο μπαρ, τον υποδέχτηκαν οι γνώριμες φιγούρες: η κοπέλα που σέρβιρε κι ο ίδιος ο Αντουάν. «Πού είσαι; Χάθηκες!» είπαν, με εκείνη τη ζεστασιά που μόνο παλιοί φίλοι ξέρουν να δίνουν. Μετά τους χαιρετισμούς, ο Κρίστιαν ρώτησε τι συμβαίνει και το μαγαζί.
«Μια εταιρεία κάνει πάρτι για τους εργαζόμενους,» του εξήγησε ο Αντουάν. «Είναι κλειστό γι’ αυτό. Μα, επειδή έτυχε και είσαι φίλος του Κύρη, μπορείς να μείνεις.»
Και τότε, σαν από σκηνή θεάτρου, εμφανίστηκε ο ίδιος ο Κύρης. «Χρήστο! Πώς είσαι;»
Χαιρετήθηκαν εγκάρδια. «Καλά, εσύ;»
«Όλα καλά. Γιορτάζουμε εδώ με την εταιρεία, και… έγινα μπαμπάς πριν τρεις μήνες!» είπε με υπερηφάνεια, δείχνοντάς του μια φωτογραφία του μωρού.
«Να σου ζήσει, Κύρη!» αποκρίθηκε ο Κρίστιαν με συγκίνηση.
Έμεινε λοιπόν. Παρήγγειλε ένα ποτό και παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του. Εκεί, σαν να ξεπήδησε από το πλήθος, μια κοπέλα στάθηκε μπροστά του. Ήταν η Βικτόρια. Ψηλή, με εκείνη τη χρυσαφένια καστανόξανθη απόχρωση στα μαλλιά που έπεφταν στη μέση της, ντυμένη απλά με ένα εφαρμοστό τζιν κι ένα λευκό μπλουζάκι που αγκάλιαζε το σώμα της.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε με περιέργεια. «Δεν σε ξέρουμε.»
Εκείνος χαμογέλασε ήρεμα. «Δεν έχω σχέση με την εταιρεία. Ήρθα να δω τον φίλο μου, τον Αντουάν. Το αφεντικό σου, τον Κύρη, τον γνωρίζω. Μου είπε να μείνω.»
Η ματιά της γλύκανε. «Α, εντάξει. Επειδή σε είδα και δεν σε γνώριζα, ήρθα να μιλήσουμε. Θέλεις να συζητήσουμε;»
«Φυσικά,» είπε εκείνος, και κάπως έτσι άρχισε η ιστορία τους.
Η συζήτηση κύλησε αβίαστα, σαν να γνωρίζονταν καιρό. Σιγά-σιγά, πλησίασαν κι άλλες κοπέλες. Ο Κρίστιαν παρατήρησε ότι πολλά βλέμματα στρέφονταν πάνω του. Γυναίκες που χαμογελούσαν διακριτικά, που έπαιζαν με το βλέμμα τους καθώς περνούσαν, που τον παρατηρούσαν με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Ίσως γιατί, με το θαλασσί πουκάμισο, το εκρού σακάκι και το σκούρο παντελόνι του, ξεχώριζε ανάμεσα στους πιο χαλαρούς συνδαιτυμόνες.
Η μουσική δυνάμωνε. Τα φώτα έπαιζαν στους τοίχους και στα πρόσωπα. Ο μπουφές είχε αδειάσει, το κρασί και τα ποτά κυλούσαν, κι η ατμόσφαιρα έβραζε. Και τότε, η Βικτόρια τον έπιασε από το χέρι.
«Έλα. Πάμε στην πίστα.»
Στο κέντρο του χώρου, μπροστά στον DJ, ανάμεσα στο πλήθος που χόρευε σαν ένα σώμα, βρέθηκαν οι δυο τους. Στην αρχή οι κινήσεις ήταν δειλές. Όμως η μουσική τους τύλιξε, κι εκείνος ένιωσε τη θερμότητα του κορμιού της όλο και πιο κοντά. Τα χέρια της τον άγγιζαν, το βλέμμα της δεν έφευγε από το δικό του. Η ένταση ανέβαινε, και ο Κρίστιαν, που στην αρχή είχε κρατήσει μια απόσταση, τώρα άφηνε τον εαυτό του να παρασυρθεί.
Τα φώτα, οι ρυθμοί, τα γέλια του κόσμου γύρω τους, όλα έγιναν σκηνικό για έναν χορό που έμοιαζε να είναι μόνο δικός τους. Οι υπόλοιποι παρατηρούσαν, γελούσαν, έκαναν πειράγματα, μα για τον Κρίστιαν και τη Βικτόρια δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή. Μόνο ο χορός τους, αισθησιακός, τρυφερός, γεμάτος υποσχέσεις.
Ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν. Ο κόσμος γύρω τους άλλαζε, μα εκείνοι παρέμεναν βυθισμένοι ο ένας στον άλλον. Και όταν πια η βραδιά έδειχνε να κορυφώνεται, η φυσική συνέχεια ήταν αναπόφευκτη.
Ο Κρίστιαν βρέθηκε στο σπίτι της Βικτόρια, σε έναν χώρο που μύριζε ακόμη από το άρωμά της. Εκεί, μακριά από τα βλέμματα, η ένταση της βραδιάς βρήκε την ολοκλήρωσή της.
Η νύχτα τους έκλεισε με έναν παθιασμένο έρωτα, με την αίσθηση πως όλα είχαν οδηγήσει εκεί. Ήταν σαν το σύμπαν να είχε συνωμοτήσει για να φέρει δύο ξένους σε ένα τυχαίο πάρτι, σε ένα τυχαίο μαγαζί, και να γράψει μια ιστορία που ξεκινούσε εκείνη τη στιγμή.
Μια βραδιά που ξεκίνησε με ερωτήματα και κούραση, που έμοιαζε να τελειώνει νωρίς, μεταμορφώθηκε σε κάτι μοιραίο. Ο Κρίστιαν είχε βρει αυτό που έψαχνε, όχι απλώς μια έξοδο, αλλά μια εμπειρία που θα θυμόταν για πάντα.