Λογοτεχνία

Η φιγούρα και η πριγκίπισσα

Γράφει η *Μαρία Σταυρίδου

Έβαλα το κλειδί και σφραγίζοντας τα μάτια το γύρισα προς τα δεξιά, για ν΄ανοίξει η εξώπορτα του πατρικού… Επίτηδες έσπρωξα με δύναμη για να την ανοίξω διάπλατα, σε περίπτωση που υπήρχε ίσως κάποιος αόρατος εχθρός που παραμόνευε.

Άνοιξα και η μυρωδιά της κλεισούρας αμέσως μου έκοψε την ανάσα, κάποτε έλεγα στη μάνα πως σιχαίνομαι τη μυρωδιά του κλειστού χώρου, τη μυρωδιά που σου δίνει την αίσθηση πως η ζωή έχει φύγει μακριά. Ό,τι έχει απομείνει είναι νεκρά κύτταρα που οι ένοικοι άφησαν δίχως να το θέλουν πίσω τους, νεκρά όνειρα που δε θα ξαναζωντανέψουν, νεκρές ελπίδες που ξεψύχησαν παλεύοντας… και να που τώρα ήμουν αναγκασμένη ν΄ανασάνω εκείνον τον νεκρό αέρα που ίδιου μου του σπιτιού.

Έκλεισα την πόρτα και άφησα τα βήματα αργά, όσο πιο αργά γινόταν, να με οδηγήσουν μέσα στον έρημο χώρο, που κάποτε φιλοξενούσε όλους τους αγαπημένους μου. Είναι σχεδόν αβάσταχτο να βλέπεις τον χώρο των παιδικών σου χρόνων να έχει αφεθεί στην εγκατάλειψη, στη βρωμιά, στη νεκρή αγκαλιά. Κοίταξα γύρω μου και αναρωτήθηκα αν κάποιος επίτηδες μετέτρεψε το σπίτι μας σε σκηνικό για ταινία τρόμου…

Κοίταξα τον γυμνό εγκαταλελειμμένο τοίχο των αναμνήσεων μας και τα γκρίζα σημάδια του με κάναν να δακρύσω, σ΄εκείνον τον τοίχο η μάνα κάποτε στόλιζε με καμάρι τα κατορθώματα μας, ζωγραφιές, σκανδαλιές, έργα ζωγραφικής, στιγμές αστείες και σοβαρές, βραβεία σχολικά και μια φωτογραφία αγκαλιά με τον παππού και τη γιαγιά. Ο μικρός βωμός μιας περήφανης μάνας για τα τρία της καμάρια, που τώρα πια είχε εξαφανιστεί για πάντα. Για μια στιγμή δίστασα, δεν ήθελα να συνεχίσω. Ήξερα καλά πως αν έκανα ακόμη ένα βήμα προς την κατεύθυνση του παιδικού δωματίου κινδύνευα… Ναι, ίσως το τέρας ακόμη να ήταν κρυμμένο εκεί, κάτω από τις κουκέτες που μοιραζόμασταν μαζί του… ίσως…
Για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια και ως δια μαγείας οι παιδικές φωνές άρχισαν να ηχούν στ΄αυτιά μου, γέλια, πειράγματα και σε μια γωνιά εκείνη η σκοτεινή φιγούρα που μας παρατηρούσε επίμονα. Ήταν αδύνατο να φανταστούμε πως εκείνη η φιγούρα ήταν ο πραγματικός μπαμπούλας των παιδικών μας χρόνων, η απειλή, το σκοτάδι, η οδύνη…

Πρώτα άλλαξε συμπεριφορά η αδελφή μου, ξαφνικά, απότομα και χωρίς καμία απολύτως εξήγηση. Το πρόσωπο της μέσα σε μια βραδιά μεταμορφώθηκε σε μια μάσκα φόβου. Σταμάτησε να παίζει, να τρώει, να γελά, να κοιμάται… δυο μαύρες κόχες τα δυο υπέροχα μάτια της, που μέσα τους εγκλωβίστηκε ο πιο ανεξήγητος τρόμος.

Μετά ήρθε η σειρά του αδελφού μου, ένα δεκάχρονο γεμάτο ζωή αγόρι έγινε αντιδραστικός, βίαιος, με μια μόνιμη απειλή στα δυο του χείλη, μια μόνιμη δυνατή κραυγή. Ήταν αδύνατο να μιλήσεις μαζί του, να παίξεις μαζί του, να σταθείς κοντά του…

Απόμεινα μονάχη με ένα λούτρινο λαγουδάκι να με κρατά συντροφιά όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες που κανένας πια δε με μιλούσε. Κοίταζα τα αδέλφια μου μέσα στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβω γιατί συνεχώς με απέφευγαν, γιατί μ΄έδιωχναν από το δωμάτιο, γιατί δεν με έπαιζαν πια… Είχα αρχίσει να θυμώνω τόσο πολύ μαζί τους… μέχρι που ζήτησα τη φιγούρα να με βοηθήσει…

‘Κάποια στιγμή θα καταλάβεις μικρή μου πριγκίπισσα… θα έρθει και σένα η σειρά μου, μη βιάζεσαι…’
Δεν τόλμησα να ξαναμιλήσω με τη φιγούρα, δεν τόλμησα να την ξαναπλησιάσω, να της ξαναμιλήσω…
Αποφάσισα ν΄αποτραβηχτώ στον μαγικό κόσμο των παιχνιδιών μου, μέχρι που το ημερολόγιο έδειξε παραμονή Χριστουγέννων… Δε δέχτηκε κανένας να μ΄ακολουθήσει στην παραδοσιακή βόλτα για τα κάλαντα. Φόρεσα τον κόκκινο σκούφο, με τα κατακόκκινα χνουδωτά γάντια και το ασορτί κασκόλ, που μου είχε πλέξει η γιαγιά και βγήκα χαρούμενη μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς να καλαντήσουμε.

Ξεχάστηκα, άφησα τις χαρούμενες φωνές των υπόλοιπων παιδιών να με παρασύρουν σ΄ενα ξεφάντωμα, που μετά από ώρες κατέληξα και πάλι στο πεζούλι της αυλής μας. Εξαντλημένη κάθισα σε μια γωνιά και με ανυπομονησία άρχισα να μετράω με περισσή προσοχή τον μικρό ‘θησαυρό’ που τόσο απροσδόκητα είχα τελικά κερδίσει. Ικανοποιημένη έκρυψα τον ‘μπουναμά’ από τα κάλαντα στο μικρό μου τσαντάκι και ευδιάθετη χτύπησα την πόρτα. Μόνο που η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή… έκπληκτη άρχισα να φωνάζω τη μάνα.

Ήταν πολύ περίεργο για τη μάνα, να έχει αφήσει ανοιχτή την πόρτα… Συνέχισα να φωνάζω και να την αναζητώ, μέχρι που ξαφνικά μπροστά μου βρέθηκε η μισάνοιχτη πόρτα του παιδικού δωματίου… Μαγκωμένη πλησίασα… δίσταζα χωρίς να καταλαβαίνω όμως το γιατί…

Η πρώτη εικόνα που αντίκρυσα ήταν ο αδελφός μου να καρφώνει με λύσσα πάνω σ΄ένα άψυχο κορμί το μαχαίρι της κουζίνας ενώ η αδελφή μου στεκόταν δίπλα από το κλειστό παράθυρο και κουνιόταν σαν εκκρεμές. Μια έντονη ζάλη μ΄ανάγκασε να σταθώ στον τοίχο, δεν ήξερα από που να κρατηθώ ενώ ήθελα να φωνάξω, μα φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του. Ο αδελφός μου συνέχιζε να καρφώνει και εγώ συνέχιζα ν΄ακούω το μαχαίρι να καρφώνεται με δύναμη στη σάρκα…

Στη σάρκα… που είχε πλημμυρίσει από αίμα, στη σάρκα που είχε παραμορφωθεί, στη σάρκα που φορούσε την ποδιά της μάνας…

Δεν καταλάβαινα τίποτα… η εικόνα, που νομίζω πως θα κουβαλάω για πάντα μέσα μου, ήταν τα βλέμματα των αδελφών μου, που σαν να΄ταν συνεννοημένοι τα σήκωσαν ταυτόχρονα πάνω μου πλημμυρισμένα ικανοποίηση, μετά μου χαμογέλασαν και κάτι είπαν… κάτι που ποτέ δεν άκουσα…

Ήταν η τελευταία φορά που τους είδα, ενώ ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε τελικά ο πατέρας μας. Το παράλογο ήταν πως μέσα από εκείνη την κόλαση εγώ βγήκα αλώβητη. Μετά από μια μικρή ταλαιπωρία και μια σύντομη φιλοξενία σε κάποιο ίδρυμα βρέθηκα προφυλαγμένη στη ζεστή αγκαλιά της αγαπημένης μου θείας. Η αδελφή της μητέρας μου με πήρε υπό την προστασία της και έτσι μεγάλωσα μέσα σ΄ένα ασφαλές περιβάλλον με μια γυναίκα που μ΄αγάπησε με όλη τη δύναμη της καρδιάς της. Μια ύπουλη αρρώστια όμως μου τη στέρηση και αυτή και έτσι βρέθηκα – δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μετά – στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Μόνο που τώρα γνώριζα όλη την αλήθεια για το μεγάλο μυστικό της οικογένειας – μια σπάνια κληρονομική ψυχική αρρώστια που παιδεύει με παραισθήσεις και αόρατες απειλές, με φαντάσματα που σε οδηγούν με αριθμητική ακρίβεια στην παράνοια.

Δεν ξέρω γιατί επέστρεψα, ο μεσίτης με συμβούλεψε να μην το κάνω, ο ψυχολόγος με συμβούλεψε να μην το κάνω, όμως… μια αρρωστημένη εμμονική ανάγκη να ξαναβρεθώ σ΄αυτόν τον χώρο που έχασα ολόκληρη την οικογένεια μου, οδήγησε τα βήματα μου σ΄αυτό το εγκαταλελειμμένο σπίτι των παιδικών μου αναμνήσεων… ίσως για μια τελευταία φορά σ΄εκείνο το δωμάτιο που…

Η πόρτα του δωματίου άνοιξε, τώρα πια ήταν πολύ αργά για να δειλιάσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκανα το πρώτο βήμα… και μετά ακόμη ένα και ακόμη ένα… Στάθηκα ακριβώς εκεί που κείτονταν το νεκρό κορμί της μητέρας…. Κοίταξα τον χώρο γύρω μου σε μια προσπάθεια κάτι ν΄ανακαλύψω, κάτι ν΄αναγνωρίσω… δεν υπήρχε τίποτα…. τίποτα… μια ολόκληρη ζωή είχε εξαφανιστεί.

Δεν ξέρω αν ήταν ανακούφιση ή απογοήτευση το συναίσθημα που ξαφνικά με πλημμύρισε. Με βαριά βήματα πλησίασα το παράθυρο και έκανα να κοιτάξω έξω, όταν στο τζάμι αντίκρυσα από το πουθενά μια σκιά…

Τρομαγμένη γύρισα και τότε…

‘Σε περίμενα… το ήξερα πως θα γυρίσεις κοντά μου… μικρή μου πριγκίπισσα ήρθε επιτέλους η σειρά σου!’

* Η Μαρία Σταυρίδου είναι Αρθρογράφος Λογοτέχνιδα

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news.

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

ΔΕΠΥ με λένε

e-enimerosi

Στο σπίτι της σιωπής

e-enimerosi

Περί κοιμωμένης του Χαλεπά

e-enimerosi