Γράφει η *Μαρία Σταυρίδου
Μια αγέλη μεθυσμένων
Μια αγέλη μεθυσμένων
που ξεμεθάνε κάθε μέρα εννιά με πέντε.
Αφυδατωμένα κορμιά, ντυμένα πιόνια σιωπηλά
που παλεύουν με τη σκιά τους,
χωρίς ν΄αναρωτιούνται ούτε το γιατί,
ούτε που οδηγεί αυτή η μοντέρνα διαδρομή.
Αόρατες διαβάσεις και οι φύλακες της επιλογής
δυο – δυο κάτω από τα φανάρια της ντροπής.
Κουρδισμένοι γελωτοποιοί
με σοβαρή αμφίεση, επώνυμη δερμάτινη στολή
και τα Σαββατοκύριακα βόλτα στη θάλασσα,
ανάμεσα στα σκουπίδια
που φύτεψαν οι τριακόσιοι απ΄τη Βουλή.
Πόσο ανάξια τελικά μπορεί να καταντήσει η ζωή
Καμιά απορία
Καμιά ειρωνεία
Καμιά διάθεση να επαναστατήσει η ψυχή
Ομίχλη που δε ναρκώνει απλώς, παγώνει,
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ
τη ματιά, τη σκέψη, την ηθική.
Μέσα σε κάθε πολύβοη πόλη η απόλυτη ερημιά
για την οικογένεια
για την παιδεία
για την πίστη
και ο όχλος να φωνάζει με ρυθμό ‘Όλα καλά!’
Άμοιρη πατρίδα,
που φοβάσαι μην ξεμείνεις από αλκοόλ
μην τρομάζεις, οι μάνες θηλάζουν ισχυρό υπνωτικό.
Κανείς δε γλιτώνει από αυτό το μεθύσι…
Σιχάθηκα, θα κάνω εμετό!