Η κατοχή δεύτερης κατοικίας εξακολουθεί να αποτελεί όνειρο ζωής για πολλούς Ευρωπαίους. Ωστόσο, η αυξανόμενη ζήτηση συμβάλλει στην άνοδο των τιμών των ακινήτων, στη δημιουργία «πόλεων-φαντασμάτων» και στην ενίσχυση του υπερτουρισμού.
Η Βουλγαρία καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό πολλαπλής ιδιοκτησίας στην Ευρώπη, σχεδόν οι μισοί πολίτες (46%) δηλώνουν ότι διαθέτουν δεύτερο σπίτι, ποσοστό υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (25%). Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ελλάδα με 39%, ενώ ακολουθεί η Κροατία με 37%, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση για τις Τάσεις Στέγασης στην Ευρώπη της διεθνούς εταιρείας Re/Max. Αντίθετα, στην Ολλανδία μόλις το 8% έχει δεύτερη κατοικία, παρότι λιγότεροι από τους μισούς θεωρούν τις τιμές των ακινήτων υπερβολικές.
Η μελέτη δείχνει επίσης ότι οι Ολλανδοί εμφανίζονται πιο «ανοιχτοί» στη μετανάστευση, με το 29% να σκέφτεται να ζήσει στο εξωτερικό για καλύτερη ποιότητα ζωής. Στην Ιρλανδία, μόνο το 11% κατέχει δεύτερο σπίτι, κυρίως λόγω οικονομικών περιορισμών, καθώς το 71% θεωρεί τις τιμές απλησίαστες. Εκεί, σχεδόν ένας στους πέντε δηλώνει δυσαρεστημένος με την κατάσταση στη στέγαση, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη.
Η δεύτερη κατοικία ως μοχλός πίεσης στην αγορά
Παρότι σε χώρες της Μεσογείου η απόκτηση εξοχικού είναι διαχρονικό φαινόμενο, η εισροή εύπορων επενδυτών έχει αλλάξει τα δεδομένα. Η πανδημία επιτάχυνε την τάση, καθώς η τηλεργασία επέτρεψε σε πολλούς να μοιράζουν τη ζωή τους ανάμεσα σε πόλη και ύπαιθρο.
Η επέκταση του φαινομένου, ωστόσο, προκαλεί κοινωνικές εντάσεις: ανεβάζει τις τιμές σε επίπεδα απαγορευτικά για τα μεσαία εισοδήματα, μειώνει τα διαθέσιμα ακίνητα για μόνιμη κατοικία και τροφοδοτεί τον υπερτουρισμό, ιδίως μέσω των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη, η μαζική στροφή των ιδιοκτητών στις πλατφόρμες τύπου Airbnb έχει συρρικνώσει την προσφορά ενοικιαζόμενων κατοικιών και έχει οδηγήσει σε εκτόξευση των τιμών. «Όταν δεύτερα σπίτια παραμένουν κλειστά σε περιοχές υψηλής ζήτησης, οι τοπικές κοινωνίες στερούνται προσιτές επιλογές», τονίζει η Alexandra Latham, Διευθύντρια Επικοινωνίας της Housing Europe.
Αποτέλεσμα είναι η αυστηροποίηση των κανονισμών: η Βαρκελώνη από τον Απρίλιο του 2025 απαγορεύει πλήρως τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ενώ μέχρι το 2028 οι υφιστάμενες άδειες δεν θα ανανεώνονται. Στη Γαλλία έχουν τεθεί περιορισμοί για τις δευτερεύουσες κατοικίες σε ορισμένες περιοχές, με στόχο να αντιμετωπιστούν τόσο η έλλειψη στέγης όσο και η «έκρηξη» των βραχυχρόνιων ενοικιάσεων.
Χρήσεις και κίνητρα
Η δεύτερη κατοικία για τους περισσότερους συνδέεται με την αναψυχή: το 44% τη χρησιμοποιεί ως εξοχικό, ενώ το 23% σκοπεύει να τη μετατρέψει σε μόνιμη κατοικία μετά τη συνταξιοδότηση. Παράλληλα, ένα ποσοστό αξιοποιεί το ακίνητο ως εισόδημα — με ετήσιο συμβόλαιο (16%) ή μέσω πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης (επίσης 16%). Άλλοι το βλέπουν καθαρά επενδυτικά (14%) ή το χρησιμοποιούν για να ζουν ανάμεσα σε δύο πόλεις (10%).
Στις περισσότερες περιπτώσεις (39%) το δεύτερο σπίτι βρίσκεται εντός της ίδιας χώρας, αν και σε χώρες με ψυχρότερο κλίμα, όπως η Ιρλανδία, είναι πιο συνηθισμένο να βρίσκεται στο εξωτερικό. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι 13% όσων δεν έχουν σήμερα δεύτερη κατοικία δηλώνουν ότι σκέφτονται να αποκτήσουν στο μέλλον.
Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, η επιθυμία για ένα «δεύτερο σπίτι» παραμένει ζωντανή σε όλη την Ευρώπη. Όπως σημειώνει η έκθεση, η κατοχή εξοχικής ή δευτερεύουσας κατοικίας συμβολίζει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, που συνδυάζει την ασφάλεια, την άνεση και την αναψυχή — και γι’ αυτό συνεχίζει να αποτελεί βασικό κομμάτι της ευρωπαϊκής αγοράς ακινήτων.