Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
(39η συνέχεια)
Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
Ένα κόκκινο σπίτι.
Μία επιστολή-πρόσκληση.
Και μια μουσική που επιστρέφει για να ενώσει ό,τι κάποτε διαλύθηκε.
Η Ηρώ ανοίγει την τελική σκηνή με έναν αποχαιρετισμό… που είναι στην ουσία μια νέα αρχή. Μια επιστολή, μια αφιέρωση, ένα μουσικό προσκλητήριο ζωής και μία ερώτηση:
Μπορεί στον βωμό του έρωτα να θυσιαστεί το “Εγώ” για να γεννηθεί το “Εμείς”..;
***
( Σύνδεση με το προηγούμενο: – Και μετά;
“…. η Ηρώ ένιωσε να χάνεται. Το κορμί της λύγισε, η ανάσα της κόπηκε, και μόνο κάτι τρομαγμένες φωνές άκουγε γύρω της, που απλώνονταν στην αίθουσα και ξαναγύριζαν σαν ηχώ που την κατάπινε).
*Η συνέχεια και το τέλος:
Από ’κεί και πέρα, όπως φαίνεται, έβαλε ο Θεός το χέρι Του… Και το άμοιρο κορίτσι βρέθηκε να περιφέρεται σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι, λουσμένο σε χρυσοκίτρινο φως. Ξαφνικά – λες κι από το πουθενά – ξεπρόβαλε μπροστά της ένα ουράνιο, φωτεινό πλάσμα. Τι περίεργο… Ένιωθε πως τη γνώριζε καλά, την αγαπούσε πολύ και ήταν εκεί για να την προστατεύει. Να μην αφήσει κανέναν να την ξαναχτυπήσει, να την πληγώσει.
Η ψυχή της το ήξερε, το κορμί της άρχισε σιγά-σιγά να ζωντανεύει μέσα σε μια ζεστή αγκαλιά.
Ο χρόνος που πέρασε από εκείνη την εμπειρία δεν μετριέται με ρολόγια ή ημερολόγια ανθρώπινης κατασκευής. Είναι γεμάτος με άλλες ουσίες, που δεν χωρούν στα μέτρα της Γης. Πώς να μετρήσεις το βάλσαμο που γιατρεύει κάθε πόνο της ψυχής ή τη γαλήνη του νου, που σβήνει κάθε ταραχή;
Πού να βρεις το μέτρο για εκείνη… «την αγάπη που πετά, τρέχει, χαίρεται και δεν μπορεί να εμποδιστεί…..για εκείνη την αγάπη που ανέχεται τα πάντα, πιστεύει τα πάντα, ελπίζει τα πάντα, υπομένει τα πάντα και δεν μπορεί να εμποδοστεί….»
Αυτή η θερμή φωνή, τόσο γνώριμη στην καρδιά της Ηρώς, ψιθύριζε ξανά και ξανά αυτούς τους στίχους. Και ενώ εκείνη άκουγε μόνο λέξεις, οι λέξεις αυτές μετουσιώνονταν σε ζεστή ουσία που κυλούσε στις φλέβες της και της μετάγγιζε – αργά, αλλά σταθερά – τη φλόγα της ζωής.
Δεν ήταν μόνη της σ’ εκείνο το δωμάτιο της κλινικής με το μεγάλο παράθυρο, που έβλεπε σ’ ένα πάρκο με φουντωτές νεραντζιές. Το «Πρώτων Βοηθειών» την είχε μεταφέρει εκεί ως «επείγον περιστατικό», εκείνο το τρομερό βράδυ που έληξε η θητεία της στα μαρτύρια της οικογενειακής νομιμοφροσύνης – για το καλό της, όπως υποστήριζαν οι άγραφοι θεσμοί.
Δεν κινδύνευε πια.
Το επιβεβαίωνε ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία, που το διέκρινε όποτε μπορούσε ν’ ανοίξει λίγο τα μάτια της. Το επιβεβαίωνε κι εκείνη η φωνή – τόσο γνώριμη – που της μιλούσε με αγάπη και δεν την άφηνε να βυθιστεί στα σκοτάδια του νου, κάθε φορά που την τραβούσαν κοντά τους.
Και ήρθε η ώρα που άνοιξε, χωρίς κόπο, τα μάτια της και τον είδε κοντά της.
«Νίκο μου…» ψιθύρισε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Εδώ είμαι, καρδιά μου. Και πάντα θα είμαι εδώ για σένα», της απάντησε εκείνος και την έκλεισε στην αγκαλιά του, με έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Αφού τα σκοτάδια νικήθηκαν, η μαμά-Ευαγγελία κατέφθασε ένα πρωί στην κλινική με το τάπερ γεμάτο κεφτεδάκια.
«Να φάει, να καρδαμώσει, τώρα που συνήλθε λίγο!», είπε στον άντρα της και στεφάνι της, τον κύριο Ιωάννη.
«Κι ελπίζω να έχει βάλει μυαλό!», μούγκρισε ο πικραμένος πατέρας, γιατί τα καμώματα της κόρης του δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Πήγαινε στην κλινική μαζί με την Ευαγγελία του και τον κρατούσαν στην πόρτα οι γιατροί.
«Ακούς; Στην πόρτα, εμένα; Τον πατέρα; Δεν είμαστε καλά! Ο κόσμος πάει κατά διαόλου!», έλεγε από μέσα του, κοιτάζοντας με απορία τον γιατρό που του απαγόρευε την είσοδο.
«Λυπάμαι, κύριε Ιωάννη, αλλά η παρουσία σας την ταράζει. Δεν της κάνετε καλό. Καλύτερα να έρχεστε στο γραφείο, να μιλάμε για την εξέλιξη της υγείας της», του υπενθύμιζαν κάθε φορά.
«Και για τα λεφτά της ακριβής νοσηλείας της, βεβαίως!», μουρμούριζε κάτω από τα μουστάκια του, φεύγοντας με τις πληροφορίες και τα νεύρα του τσατάλια.
«Είναι πάλι εκεί αυτός;», ρωτούσε εκνευρισμένος τη συμβία του, στην επόμενη επίσκεψή της στην Ηρώ.
Κι εκείνη, που σύμφωνα με τις εντολές των γιατρών έμπαινε μεν αλλά έβγαινε γρήγορα, απαντούσε:
«Εκεί είναι! Καρφωμένος κοντά της!
Μας έκανε πέρα η κόρη μας, Ιωάννη, για έναν ξένο! Την ταράζουμε, λέει ο γιατρός, κι άντε να του εξηγήσεις εσύ τι έχουμε τραβήξει μαζί της…
«Ας είναι καλά!», συμπλήρωνε η Ευαγγελία με θαυμαστή μεγαθυμία.
Έφτασε, όμως, η ώρα που η μαμά-Ευαγγελία αποφάσισε να πάρει την υπόθεση με «τον λεγάμενο» –που τους φορτώθηκε– στα χέρια της. Κι ας έλεγαν οι γιατροί! Τη δουλειά τους την έκαναν, αλλά μέχρι εκεί. Ήξεραν αυτοί καλύτερα το καλό του παιδιού της; Ε, όχι! Μετά την απόφαση, στην οποία συμφώνησε κι ο κύριος Ιωάννης, ξημέρωσε η μέρα και πήγε πρωί-πρωί στην κλινική.
Μέσα της έτρεφε μια ελπίδα, ότι «αυτός» θα είχε ξεκουμπιστεί. Ανέβηκε τις σκάλες, προχώρησε στον διάδρομο και άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Με την πρώτη ματιά έκανε ένα βήμα πίσω και σταυροκοπήθηκε – πρώτον για να ξορκίσει το κακό που τους βρήκε, και δεύτερον για να καλμάρει τα νεύρα της, που τινάχτηκαν στον αέρα. «Εκείνος» ήταν πάλι εκεί!
«Ε, ως εδώ και μη παρέκει», αποφάσισε – όπως το ήθελε εδώ και καιρό, αν και οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί:
«Μόνο ό,τι της κάνει καλό και μόνο όποιον θέλει κοντά της!»
Ρητή η εντολή των ειδικών και «τα σκυλιά δεμένα». Κατόπιν τούτου, μούγγα η κυρία Ευαγγελία, με πικραμένη ψυχή. Αλλά σήμερα δεν θα του το χάριζε, έστω κι αν όλοι εκεί μέσα τον ήξεραν ως αρραβωνιαστικό της Ηρώς.
«Τους είπε ότι είναι ο αρραβωνιαστικός της; Τώρα θα του δείξω εγώ τι εστί βερίκοκο!», φουρτούνιαζε μέσα της η Ευαγγελία απ’ την αρχή, αλλά έκανε υπομονή για να μην τους βγει το όνομα και δώσει δικαιώματα για κουτσομπολιά στο προσωπικό της κλινικής.
«Για μια αξιοπρέπεια ζούμε!», έλεγε.
Τώρα, όμως, που η Ηρώ πήγαινε προς το καλύτερο –όπως τους πληροφόρησαν οι θεράποντες γιατροί– ξεσπάθωσε!
— Ακόμα εδώ είσαι εσύ; Άντε παραπέρα, χριστιανέ μου! Θέλουμε να μείνουμε με την κόρη μας!
Αγριοκοίταξε τον Νίκο κι αν μπορούσε, θα του έδινε και καμιά σπρωξιά. Αλλά συγκρατήθηκε.
— Καλωσόρισες, μαμά. Αλλά ο Νίκος θα μείνει εδώ. Και κοντά μου.
Η φωνή της Ηρώς ήταν ήρεμη και πολύ σταθερή.
Ο Νίκος χαμογέλασε με κατανόηση και, ευγενικά, της πρόσφερε την καρέκλα του.
Και μετά τι έγινε;
Μετά έγινε αυτό που γίνεται όταν ο άνθρωπος παίρνει το μυαλό του και το βουτάει στην καρδιά του για να πάρει τις αποφάσεις του.
Τα αποτελέσματα αυτών των αποφάσεων σας τα δίνω συνοπτικά – μια και πήραν ολοκληρωμένη μορφή λίγα χρόνια αργότερα!
Λοιπόν, έχουμε και λέμε:
Λίγα μέτρα από την κοντινή μας θάλασσα, ήταν χτισμένο ένα κόκκινο σπίτι. Γύρω του απλωνόταν το μεγάλο κτήμα με πολλές τριανταφυλλιές.
Ο Νίκος και η Ηρώ ήταν οι ιδιοκτήτες του.
Εκείνος έφευγε το πρωί για το γραφείο του – ως γεωπόνος, διευθυντής μιας μεγάλης εταιρείας αγροτικών υποθέσεων. Το απόγευμα καταπιανόταν με τις δικές του έρευνες και εφαρμογές στο κτήμα τους.
«Πρωτοποριακές μελέτες στα εδώδιμα της περιοχής», έγραφε το ενημερωτικό φυλλάδιο που έδινε στους ενδιαφερόμενους.
Η Ηρώ είχε ανοίξει κατάστημα με μουσικά όργανα. Στο μικρό δωματιάκι, που χρησιμοποιούσε για γραφείο της, υπήρχε ένα πιάνο. Συχνά καθόταν εκεί και μελετούσε, αφού εδώ και καιρό είχε ξεκινήσει τις μουσικές σπουδές της.
Κι όταν έπαιζε απλώς για δική της ευχαρίστηση, πλημμύριζε ο χώρος από τη Συμφωνία Νο 5 του Μπετόβεν.
«Έτσι χτυπάει το πεπρωμένο την πόρτα μας», εξηγούσε η Ηρώ σε όσους τη ρωτούσαν ποιο ήταν το θέμα αυτής της Συμφωνίας – που την αγαπούσε τόσο πολύ!
Όσο για την κυρία Ευαγγελία… επιτέλους ήταν πανευτυχής.
Μετά από πολλά χρόνια, αξιώθηκε να ξαναγίνει μάνα.
Απόκτησε γιο!
Ο πατέρας-Ιωάννης καμάρωνε για τον νέο του καρπό.
— Πώς το αποφασίσατε, αγαπητέ μου, μετά από τόσα χρόνια, να ξανακάνετε παιδί;
Απορούσε η δεσποινίς Μεγακλή, με την οποία είχαν πια στενές οικογενειακές σχέσεις.
— Ε, να γεμίσει κι εμάς το σπίτι μας! Βλέπεις, η κόρη μας κοίταζε πάντα τον εαυτό της…
Απαντούσε με παράπονο εκείνος, και η κυρία Ευαγγελία συμφωνούσε. Με πίκρα συμπλήρωνε:
– Ήταν πάντα άκαρδη η Ηρώ… Σκληρό άτομο!
***
. ” Και το Πεπρωμένο ξαναχτυπά ανοίγοντας την πόρτα… για το ΜΕΛΛΟΝ!”
Την ώρα που θα συναντούσαμε την Ηρώ, ο ήλιος κατηφόριζε πίσω από το βουνό, βάφοντας με πορφυρές ανταύγειες τις κορυφές. Ο αέρας μύριζε θάλασσα και τριαντάφυλλα, σαν ανάμνηση καλοκαιριού και υπόσχεση αναγέννησης.
Ο δρόμος μπροστά από το κόκκινο σπίτι είχε πλημμυρίσει από μουσική.
«Συμφωνία Νο 5, του Μπετόβεν», αναγνώρισαν τ’ αυτιά μας. Και κάθε της νότα —αποφασιστική, μοιραία, νικηφόρα— έμοιαζε να χτυπά τις πόρτες του παρελθόντος, ανοίγοντας το μονοπάτι για το μέλλον.
Η συστημένη επιστολή που είχαμε λάβει προ ημερών συμπλήρωνε τα κενά του χρόνου, από τότε που —ως γιατροί της— είχαμε να επικοινωνήσουμε μαζί της. Μιλούσε με τον ίδιο τόνο που πάντα είχε: γλυκύτητα και δύναμη μαζί.
«Αγαπημένοι μου φίλοι — πάνω απ’ όλα — και έπειτα γιατροί μου και συμπαραστάτες μου στα πιο δύσκολα στάδια της ανάρρωσής μου,
Σας γράφω αυτή την επιστολή γιατί σας θέλω κοντά μου, την ώρα που θα ανοίγει η πόρτα για το νέο ξεκίνημα της ζωής μου.
Ετοιμάζομαι για την πρώτη μου συμμετοχή ως σολίστ στην επίσημη συναυλία του Ωδείου της πόλης μας.
Τη συναυλία αυτή την αφιερώνω στον άντρα μου. Γιατί δεν ξεχνώ πως, για χάρη μου, παραμέρισε την υποτροφία του, τα όνειρά του, τον εαυτό του.
Έμεινε δίπλα μου στο κρεβάτι του νοσοκομείου, όταν όλα έσβηναν μέσα μου. Μου έδωσε την αγάπη του, το χέρι του, και μαζί τη δύναμη να επιστρέψω στη ζωή… τότε που πέθαινα».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αυτή η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Η “δική μου Ηρώ”, κάποτε μου είπε:
«Δώσε με στον κόσμο σαν ιστορία και σαν μια ευχή: Να έρθει η εποχή που ένας άντρας θα θυσιάζει τα όνειρά του από αγάπη και για το καλό της γυναίκας του. Εδώ και αιώνες γίνεται το αντίθετο… Και οι γυναίκες, από αντίδραση, έγιναν μαινάδες».
Με τα λόγια αυτά, μού εμπιστεύτηκε τη ζωή της.
Κι εγώ, με βαθιά συγκίνηση, αγάπη και ευθύνη, έγραψα την ιστορία της.
Γιατί ορισμένες ζωές αξίζει να φωτίζονται, να μιλούν και να μεταδίδουν την ψυχή τους…
Είμαι η εγγονή της και με λένε Μαριάννα.
***
ΤΕΛΟΣ