Γράφει η Αγγελική Σαρικαβάζη
Μερικές πληγές δεν φαίνονται στο δέρμα. Κρύβονται πίσω από χαμόγελα, πίσω από σιωπές, πίσω από ένα βλέμμα που φοβάται να συναντήσει το βλέμμα του άλλου. Ένα κορίτσι μπορεί να μεγαλώνει μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο φωνές και σκιές, εκεί όπου ο αδερφός, ο άνθρωπος που έπρεπε να την προστατεύει, γίνεται ο φόβος της.
Από μικρή έμαθε να περπατά στις μύτες των ποδιών της, να μη μιλά, να μη προκαλεί. Έμαθε πως η αγάπη μπορεί να πονάει, πως η ασφάλεια είναι ψευδαίσθηση, πως ο κόσμος μπορεί να γίνει απειλή ακόμα κι όταν φορά το πρόσωπο της οικογένειας.
Κι έτσι, όταν μεγαλώνει, κουβαλά μέσα της μια αόρατη φυλακή. Θέλει να ανοίξει τα φτερά της, να αγαπήσει, να εμπιστευτεί, να ζήσει ελεύθερα — μα κάθε φορά που κάποιος απλώνει το χέρι του, εκείνη θυμάται. Θυμάται το φόβο, τη σιωπή, τη βία που της έκλεψε την παιδική της ηλικία.
Πώς να εμπιστευτεί έναν άντρα, όταν ο πρώτος άντρας στη ζωή της την πρόδωσε; Πώς να πιστέψει στην αγάπη, όταν την έμαθε μέσα από τον πόνο;
Κι όμως, ακόμη κι ένα πληγωμένο πουλί μπορεί να πετάξει ξανά. Η ψυχή έχει τρόπους να γιατρεύεται, αργά, δύσκολα, αλλά αληθινά. Χρειάζεται κάποιον να την ακούσει, να την πιστέψει, να της δείξει ότι υπάρχει ζωή πέρα από το φόβο.
Γιατί η βία δεν πρέπει να μένει στο σκοτάδι. Κάθε φωνή που σπάει τη σιωπή, είναι ένα φως. Και κάθε γυναίκα που βρίσκει το κουράγιο να σταθεί ξανά στα πόδια της, είναι μια νίκη απέναντι σε ό,τι προσπάθησε να την κάνει να σωπάσει.
